Οι Sonderkommando (ζοντερκομάντο) ήταν ειδικές μονάδες εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Απαρτίζονταν από νεαρούς άντρες, συνήθως εβραϊκής καταγωγής που, υπό την απειλή τη εκτέλεσης, εξαναγκάζονταν να συμμετάσχουν στη θηριωδία των ναζί: να εισάγουν τα ομοεθνείς τους στους θαλάμους αερίων, να εξάγουν τα πτώματα, να καίνε τους νεκρούς στα κρεματόρια και να τους ρίχνουν στους λάκκους αποτέφρωσης, να κόβουν τα μαλλιά των γυναικών, να εξορύσσουν χρυσά δόντια, να συνθλίβουν οστά, να σκορπίζουν τέφρες. Ζούσαν 3-4 μήνες – ως γνώστες του μυστικού της Τελικής Λύσης, εξοντώνονταν κατόπιν από τα Ες Ες. Η επόμενη ομάδα Sonderkommando αναλάμβανε την καύση της προηγούμενης.
Με αυτές τις ειδικές μονάδες εργασίας των Ναζί ασχολείται ο Γιάννης Στίγκας στη νέα του συλλογή, χρησιμοποιώντας τες ενδεχομένως και σαν αλληγορία για να μιλήσει για τη συνθήκη τους όπως εμφανίζεται και στις μέρες μας: στον 21ο πρώτο αιώνα, ο άνθρωπος εξακολουθεί να εξωθείται στην εξόντωση των συνανθρώπων του, από σπασμωδική αντίδραση στη δαμόκλεια σπάθη που επικρέμεται ακατάπαυστα πάνω από το κεφάλι του. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αδιάκοπη ανταγωνιστικότητα, την αποξένωση από τον πλησίον και τη γενικότερη αποφορά που κρύβεται στις καθημερινές του στιγμές και που λίγο λίγο του τρώει τη ζωή.
Με ιατρική φρασεολογία (γιατρός άλλωστε και ο ίδιος), π.χ. «μια λύσις της συνεχείας του δέρματος», «epicardium/ myocardium/ endocardium», και με χειρουργική ακρίβεια, ο Γιάννης προβαίνει σε προσεκτική ανατομία της ανθρώπινης φύσης αλλά και των φαινομένων της ζωής, που είναι γεμάτα από αντιφάσεις και αδιέξοδα, ήδη από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Ποια φιλότης; Το νείκος, το νείκος», απ’ όπου το ακόλουθο απόσπασμα:
Αν συνυπολογίσεις τον άνεμο
την καθοδική κλίση της Ιστορίας
κι ότι η ευθύνη αγαπά να εξοστρακίζεται
μια αδέσποτη σε βρίσκει στην καρδιά
ααα,
χρειάζεται μια κάποια ικανότητα
ίσως μια γνώση της λατινικής
epicardium
myocardium
endocardium
το φυλλοκάρδι μου ντυμένο επίσημα
μπας και το σεβαστεί κανείς
τεχνάσματα
που τελικά κατέρρευσαν
μέσα στο ίδιο μας το σώμα
Η αποτυχία της γλώσσας
πονά περισσότερο
σε εποχές βαριά μονοσύλλαβες
Τι άλλο θα μπορούσε να ειπωθεί;
Είναι πραγματικά περίεργο
που το κόκκινο του θύτη
είναι φτυστό
το κόκκινο του θύματος
Εγείρονται ερωτήματα
περί της ευταξίας του Κόσμου
Τα ερωτήματα είναι βέβαια ρητορικά, αφού η ευταξία του κόσμου έχει προ πολλού κλονιστεί: ο άνθρωπος έχει απωλέσει την ηθική του διάσταση και η καλοσύνη είναι άπιαστο ιδεώδες – ίδιο με τη χρυσαλλίδα της οποίας η μεταμόρφωση «αναβάλλεται επ’ άπειρον» όπως γράφει ο ποιητής στο ίδιο ποίημα. Η ακραία συνθήκη των Sonderkommando τού επιτρέπει μια πιο οξεία ματιά στην ανθρωπιά, διά του απανθρωπισμού, της έλλειψής της.
Ένα επόμενο ποίημα με τίτλο «Ο λευκός άγγελος» μοιάζει με ανάμνηση από το μάθημα της ανατομίας. Θαυμαστή η «Σοφία του Κυρίου» μέσα στον μικρό βάτραχο, όταν τον ανοίγεις και παρατηρείς έκθαμβος την αρμονία των εσωτερικών του οργάνων που δουλεύουν σαν καλολαδομένη μηχανή – ωστόσο, «βυθίζεις [το δάχτυλο], λοιπόν, μόρτη μου/ και ξεριζώνεις την καρδούλα του/ που χτυπά έτσι/ μονάχη της/ πάνω στο μικρό σου νύχι/ για κανένα τρίωρο, να πούμε,/ και βάλε» σε μια κίνηση που ο ίδιος νιώθεις σαν βαθιά βέβηλη.
Πόσο άντεχε να χτυπά η καρδιά όσων έμπαιναν στον θάλαμο αερίων; Και με πόσους παλμούς; Πόσο άντεχε η καρδιά των Sonderkommando και πόσους παλμούς ανέβαζε; Πόσο αντέχει η δική μας καρδιά, σήμερα, τοποθετημένη θαυμαστά μέσα στο θεϊκό πλέγμα των εσωτερικών μας οργάνων, όταν γινόμαστε αντικείμενα βιασμού από τον στρεσογόνο τρόπο ζωής μας, ακόμη κι από έναν άλλον άνθρωπο; Ή όταν γινόμαστε οι ίδιοι βιαστές, εσκεμμένα ή όχι; Ποια είναι η θεολογία που μπορούμε να πιστέψουμε, όταν ξεριζώνουμε οι ίδιοι τις καρδιές μας; Εκείνη της ορθοδοξίας, που μιλά για ανάσταση των νεκρών σωμάτων, πέρα από κάθε λογική; Σε τι μπορούμε να πιστέψουμε όταν η θάλασσα εξακολουθεί να παραμένει γαλάζια, «γαλάζια με τόσους πνιγμένους;», όπως αναρωτιέται ο ποιητής διά στόματος του δωδεκάχρονου φθισικού Γιόρικ στο ποίημα «Grundbass»; Μήπως θα έρθει ένας άνεμος λυτρωτικός να μας σαρώσει ή δεν θα προλάβει ούτε αυτός τη μελαγχολία που θα μας οδηγήσει στον θάνατο;
Κι αν πάψουμε να αναρωτιόμαστε; Τότε, «μ’ ένα στομωμένο πια γιατί/ μπορείς να σκίσεις άσχημα τα φρύδια σου» («Sonderkommando», σελ. 21), γιατί τα μάτια σου τα ‘χεις από καιρό σφιχτά κλεισμένα, μην αντέχοντας να αντικρίζεις τα εγκλήματα που συντελούνται γύρω σου και μέσα σου, εκείνα τα οποία συντελείς εσύ.
Ωστόσο, «υπήρξαν χασάπηδες που ακούγανε Βάγκνερ/ μαζεύανε (μαζί με τα παιδιά τους) φράουλες/ γύρω από τα κρεματόρια/ τι όμορφη μέρα, Χανς/ τι όμορφη μέρα, Γκρέτελ/ δεν ξέπλεναν καν τη στάχτη/ (προσδίδει -λέει- μια ενδιαφέρουσα στυφάδα)» («Μικρό ψιλούλι φάντασμα», απόσπασμα). Πρόκειται για την ανθρώπινη ψυχασθένεια, μια διπολικότητα, ίσως ακόμη και μια περίπτωση καταφανούς σχιζοφρένειας, μόνο που εμφανίζεται εντός φυσιολογικών πλαισίων: εμείς οι άνθρωποι να αγαπάμε την τέχνη και το υψηλό, αλλά να είμαστε ικανοί να διαπράξουμε – και να διαπράττουμε – ανείπωτα εγκλήματα. Ο Γιάννης παρατηρεί αυτή μας τη φύση, απογοητευμένος, διαλυμένος, αλλά ανίσχυρος – άλλωστε η φύση είναι και δική του, τον διαπερνά. Όπως και τους Ναζί. Όπως και τους Sonderkommando.
Την εκδήλωση αυτής της ψυχασθένειας τη βλέπουμε απτά στο ποίημα «Μίλα μου, Ίρμα»:
δώσ’ μου ένα μήλο ζουμερό
και θα σου δείξω με τα δόντια μου
τι είναι ο Κόσμος
και τι το κάνω το κουκούτσι της συνείδησης
αυτή την άθλια επινόηση των Εβραίων
Δώσε μου μια σελίδα ακόμα
να βγει από τα μέσα μου το λυκόσκυλο
Achtung!
Pozor!
Germania Blübleralles!
Δώσε μου μήλο ζουμερό
δώκλε μου μήκλο
πουτάνας γιε
δώκλε μου μια κλεκλίκλα ακλόκλα
Η Γερμανία των Ναζί συνταράζει τον Γιάννη ως ομαδική ή εθνική ενσάρκωση της εν λόγω ψυχασθένειας: πώς μπορεί μια χώρα που γέννησε τον Βάγκνερ και τον Γκαίτε να προχώρησε σε τέτοιες θηριωδίες εναντίον της ανθρωπότητας; Πώς κάποιος που αγαπά τις λεπτεπίλεπτες ευαισθησίες της Τέχνης τους, άρα (αφού τις κατανοεί) είναι και ο ίδιος εκλεπτυσμένος, μπορεί την άλλη στιγμή να βασανίζει, να βιάζει, να εκτελεί χωρίς έλεος;
«Η βελανιδιά του Γκαίτε» είναι άλλο ένα εξαιρετικό ποίημα (όλη η συλλογή βέβαια είναι εξαιρετική, πραγματικά ασυνήθιστο να μην μπορείς να εντοπίσεις πουθενά τις αδυναμίες που έχεις συνηθίσει να βλέπεις σε κάθε άλλη ποιητική συλλογή – εδώ, τα νοήματα είναι τόσο σφιχτά και τόσο συνεπής η σύνθεση, χωρίς στάλα περιττού, που πραγματικά διαβάζεις άφωνος), προφανώς σε διάλογο με το κύκνειο άρθρο του Joseph Roth «Η βελανιδιά του Γκαίτε στο Μπούχνεβαλντ», όπου Εβραίοι (οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά) στάζουν πρωταρχικά στοιχεία: η Ρεβέκκα μαγνήσιο, η Άννα σελήνιο και ο Ισαάκ φώσφορο. Στάζουν ή ρέουν καθώς βασανίζονται ή πεθαίνουν, στην ώρα της καταναγκαστικής τους εργασίας στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, που περικλείει τη βελανιδιά κάτω από την οποία καθόταν ο Γκαίτε – σε αυτή δεν τους έδεσαν ποτέ, μόνο στις άλλες, από σεβασμό όπως λέει ο Roth…
Αναφορά βέβαια δεν γίνεται μόνο στον Γκαίτε και τον Βάγκνερ (ο οποίος κάθε τρία ή τέσσερα ποιήματα επανέρχεται με κάποιον τρόπο). Στο ποίημα «Sonderkommando» της σελ. 30 (στη συλλογή, κάθε δεύτερο ποίημα έχει αυτό τον τίτλο, οπότε αναγκαστικά τα διακρίνει κάποιος με τους αριθμούς της σελίδας όπου εμφανίζονται), γίνεται λόγος για τον έρωτα ανάμεσα σε δύο «σαλαμάνδρες καταπράσινες» και αμέσως μετά γίνεται αναφορά στη vita nuova, το έργο του Δάντη που ασχολείται με τη ρομαντική αγάπη – σαν ειρωνεία για τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα, για την υψηλή ιδέα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του, για τις αξίες του που είναι κάλπικες, για τον ψεύτη και κάπηλο που ο ίδιος είναι.
Το επόμενο στη σειρά ποίημα μιλά για τον εμπνευστή του Ολοκαυτώματος, τον Άντολφ Άιχμαν:
Οι σοφιστείες μου σκαρφαλώνουν εύκολα
μέχρι γη μεγάλη σοφιστεία:
τον Θεό
αν θες να τον κρεμάσεις – κρέμασ’ τον
ψευτοφονιά μου,
τριτοδεύτερε
το ξέρω θα με χρειαστείς
ίσως σε χίλια χρόνια
όσο βαστά ένα Ράιχ
όσο βαστά το μίσος μου
εγώ θα είμαι εδώ
για σένα.
Η ζωή – η ευρύτερη ζωή, έξω από το ανθρώπινο μέτρο, στη φύση – πάντως συνεχίζει να κυλά. Στο ποίημα «Μου μιλάει ο Jean Améry», ο Γερμανοεβραίος που υπέφερε από τη ναζιστική θηριωδία, ο Γιάννης περιγράφει πώς οι σολομοί θα ανηφορίσουν κανονικά πάλι τα νερά, κάνοντας ένα σχόλιο για τον χρόνο: «Μάλλον ο χρόνος θα με ξέπλυνε/ όπως φοβάμαι θα ξεπλύνει κάποτε/ κι εσένανε/ σκληρή μπουγάδα ο χρόνος».
Πολλές πολλές ακόμα οι διακειμενικές αναφορές, μπλέκονται και συνυφαίνονται με πράγματα οικεία που δοκιμάζονται στη συνθήκη της ακραίας σκληρότητας η οποία μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του ή συμβαίνει επειδή ακριβώς το έχασε.
Το βιβλίο κλείνει με το αντίστροφο ποίημα από αυτό που άρχισε. Τίτλος του: «Η φιλότης, η φιλότης, ποιο νείκος;». Πια έρχεται ο μύθος να κλείσει, ως φαίνεται, τη μεγάλη πληγή. Μια παραλίγο Περσεφόνη μιλά για τη λήθη που καλύπτει τα πάντα και τα εξομοιώνει έτσι που «ένα μυρμήγκι/ [να] βρυχάται στη λήθη/ όσο κι ένα λιοντάρι». Η απόσταση αμβλύνει τα γεγονότα, η θηριωδία γίνεται αντικείμενο έρευνας – δεν νιώθεται, ούτε συμβαίνει. Είμαστε προπάντων ζωντανοί, αλλά – τι είμαστε; Θύτες ή θύματα; Στο μεταξύ, η Γερμανία (που είναι η παρολίγον Περσεφόνη) και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο στη συνείδηση της ανθρωπότητας ντροπιασμένη σαν έθνος, αφήνει το παρελθόν της να γλιστρήσει στη λήθη του χρόνου και σιγά-σιγά αναδύεται και πάλι. Τρεφόμενη από τις Ερινύες της ίσως, αλλά πάντα παραμένοντας μια Σιδηρά Κυρία.
Ίσως βρισκόμαστε στην ανατολή μιας διαφορετικής εποχής. Μόνο μας χρέος: να διατηρήσουμε πάση θυσία την ανθρωπιά μας – και να μην ξεχνάμε.
Χριστίνα Λιναρδάκη