“ΣΚΠ” της Χριστίνας Λιναρδάκη
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

Θα ήθελα να ξεκινήσω την παρουσίασή μου για την ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λιναρδάκη με κάτι απλό αλλά όχι και αυτονόητο που είχε πει ο γνωστός Γάλλος σκηνοθέτης Robert Bresson:

«Η δημιουργία δεν συνίσταται στο να παραμορφώσει ή να εφεύρει κανείς πράγματα, αλλά στο να θέσει τα υπάρχοντα σε νέες σχέσεις μεταξύ τους».

Η Χριστίνα στο ΣΚΠ πραγματοποιεί ακριβώς αυτό. Με την ποιητική της δημιουργία θέτει σε νέα σχέση τον αναγνώστη με το αυτοάνοσο νόσημα της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας, ανοίγοντας παράθυρα στην καθημερινότητα ενός τέτοιου ασθενή, στις αγωνίες, στους φόβους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, όπως και στα προϋπάρχοντα τραύματα των οποίων το άχθος συσσωρευτικά ενδέχεται να έχει προκαλέσει τη νόσο. Ποίημα στο ποίημα, οδηγεί τον αναγνώστη στην κατανόηση και την ενσυναίσθηση.

Έτσι όπως θα διαβάζετε τα ποιήματά της, στιγμή δεν θ’ αναρωτηθείτε το περίφημο «τι θέλει να πει η ποιήτρια;». Οι συνθέσεις της Λιναρδάκη με λέξεις σαφείς, λιτές και ευθύβολες, διεισδύουν απευθείας από το νου στο συναίσθημα και ενεργοποιούν την αίσθηση της συμπόρευσης στον αγώνα που δίνει η πάσχουσα και στην δύναμη που υπονοείται ότι χρειάζεται να εφεύρει προκειμένου να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη κατάσταση, χωρίς ούτε στιγμή να προκαλεί και τον ελάχιστο έστω οίκτο.

Κάθε ποίημα είναι και μια σύντομη περιεκτική ιστορία για όσα επιμέρους βιώνει μια ασθενής με Σκλήρυνση κατά Πλάκας. Το κάθε ένα μια ψηφίδα που δένει ένα ολοκληρωμένο ψηφιδωτό το οποίο καλύπτει την κάθε έκφανση της ζωής της ασθενούς.

Μετά από μακρά περίοδο κυοφορίας, η Λιναρδάκη καταφέρνει να μεταπλάσει το προσωπικό της βίωμα σε στίχους και ενδεχομένως με αυτή της τη δημιουργία να συμφιλιώνεται κάπως μαζί του, ενώ ταυτόχρονα, επικοινωνώντας το σε εμάς τους αναγνώστες, επιφέρει μια ενωτική κατάσταση. Διαμέσου της ποιητικής έκφρασης, διαρρηγνύει τα τείχη της απομόνωσης και του φόβου που χτίζονται από την διαφορετικότητα που μοιραία επιφέρει η ασθένεια, εξέρχεται στο φως και καταρρίπτει τα δικά μας στερεότυπα και φόβους λόγω άγνοιας. Οι δυο πλευρές γίνονται μία με όχημα την ποίηση που συνεπικουρεί με τον συμπυκνωμένο λόγο της προς μια αμφοτερόπλευρη ωρίμανση.

Στις μέρες μας είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι είναι ποιητές και ποιήτριες. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα γραφόμενά τους μας μπερδεύουν με βερμπαλισμούς και ασύνδετες έννοιες, δυσκολεύοντας έτσι την αντίληψη και την κατανόησή μας και εντέλει μας καθιστούν αδιάφορους ως προς τις δημιουργίες τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κατηγορούμε το σύνολο της σύγχρονης ποίησης ως δυσνόητο και ανεδαφικό και να την αποφεύγουμε, καίγοντας μαζί με τα ξερά και τα χλωρά.

Η Χριστίνα Λιναρδάκη βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αυτού του κλίματος. Ανήκει στους λίγους και ξεχωριστούς. Μελετήτρια η ίδια της ποιητικής θεωρίας και των τρόπων δόμησης του ποιητικού λόγου, είναι εδώ και πολλά χρόνια σε συνεχή επαφή με την σύγχρονη παραγωγή, γράφει ακάματα για αυτήν και επίσης μεταφράζει ποίηση από άλλες γλώσσες. Η διαρκής αυτή τριβή φαίνεται πως την έχει επηρεάσει στο να προσεγγίσει και την δική της δημιουργία με την ανάλογη επιμέλεια και τον δέοντα σεβασμό προς την ποιητική έκφραση, τηρώντας ταυτόχρονα μια συγκινητική ταπεινότητα για το έργο της. Τα ποιήματά της μιλάνε περισσότερο με τη δύναμη της λιτότητας και της σιωπής τους. Τα γραφόμενά της δημιουργούν μια ποιητική κατάσταση στους άλλους, μεταβάλλουν δηλαδή τους αναγνώστες σε «εμπνευσμένους».

ΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Φωτιά
που κατακαίει τις φλέβες
ο ορός
στάζει αργά

την πολυπόθητη κανονικότητα

Ετούτο το ποίημα είναι ένα μόνο παράδειγμα του πώς με τα μέσα της έναρθρης γλώσσας αποτυπώνονται εν δυνάμει εκείνα τα πράγματα που σκοτεινά εκφράζουν οι κραυγές, τα δάκρυα, οι σιωπές, οι στεναγμοί και τόσα άλλα. Αυτή η έναρθρη απεικόνιση μας συμπεριλαμβάνει όλους είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποιήματα του δεύτερου μέρους της συλλογής που αφορούν στο τραύμα, κυρίως αυτού που προκλήθηκε στην παιδική ηλικία και που συσσωρεύει μια ολόκληρη ζωή ένα κρυφό στρες, το οποίο πιθανότατα κάνει κάποιον επιρρεπή σε μια ασθένεια. Τέτοια τραύματα κουβαλάμε οι περισσότεροι από εμάς και η Χριστίνα μας το επισημαίνει.

ΛΗΘΗ

Δεν ξέρω
αν η μαμά τάφηκε
στην κηδεία της
ή μετά
στο σπίτι
όταν όλοι
-ακόμη και ο πατέρας μου-
δεν ξαναμίλησαν για εκείνη

σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Εκκωφαντική η σιωπή της απώλειας! Ακούσατε το κενό;

Οι πιο πολλοί από εμάς ίσως έχουμε ανάλογες προσωπικές ιστορίες να διηγηθούμε. Όμως, λίγοι, πολλοί λίγοι, καταφέρνουν να μεταπλάσουν το ιδιωτικό σε συλλογικό, να μετατρέψουν ένα γραπτό έργο σε γη καλλιεργήσιμη για έναν αναγνώστη, γη η οποία του προσφέρει την δυνατότητα να την οικειοποιηθεί ανάλογα με τις ανάγκες του, τη φωνή του, την κατάστασή του.

Τέχνη είναι αυτή ακριβώς η μαγική διεργασία, όταν δηλαδή αισθανόμαστε πως το δημιούργημα του άλλου μας αφορά άμεσα.

Η ποίηση της Χριστίνας Λιναρδάκη, η γλώσσα και η σύνθεση των λέξεών της, δεν αποτελούν μόνον ένα μέσον επικοινωνίας της διάνοιας, αλλά συμβαίνει μέσα μας και μας δονεί.

Τι κι αν η ίδια δεν αποκαλεί τον εαυτό της ποιήτρια; Είναι! Και την ευχαριστώ βαθύτατα γι’ αυτό!

Περισσοτερα αρθρα