Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977) είναι ρωσοαμερικανός συγγραφέας, αριστοκρατικής καταγωγής, που γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη. Όταν οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να εγκατασταθεί στο Βερολίνο. Αργότερα, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Βλαντιμίρ, η σύζυγός του και ο γιος τους έφυγαν από τη χώρα, έμειναν αρχικά στο Παρίσι και από εκεί με τη νίκη του Χίτλερ οδηγήθηκαν οριστικά στην Αμερική.
Πολλοί γνωρίζουν τον Ναμπόκοφ από το βιβλίο του Λολίτα ή από την κινηματογραφική μεταφορά αυτού από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω για τη Λολίτα, όμως η αναφορά της εδώ είναι σημαντική, γιατί το Σκοτεινό αδιέξοδο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο προάγγελο της ιστορίας που συναντάμε εκεί. Μπορεί να μην έχει την ίδια δυναμική, αργότερα μάλλον ο Ναμπόκοφ θα γίνει περισσότερο τολμηρός στην επιλογή και τη διαχείριση της θεματολογίας του, πάντως πολύ πρώιμα μίλησε για θέματα ταμπού που κανείς άλλος δεν είχε αγγίξει. Το συγκεκριμένο βιβλίο, Σκοτεινό αδιέξοδο, αποτελεί επανέκδοση από τις εκδόσεις Αγγελάκη, στην αρχική μάλιστα μετάφραση του Άρη Δικταίου.
Τι συμβαίνει λοιπόν στο Σκοτεινό αδιέξοδο; Αρχές του 1928 στο Βερολίνο. Ο Κρέτσμαρ, ο κεντρικός ήρωας, ένας έμπορος τέχνης, πολύ ευκατάστατος, ζει με τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη μια ήρεμη και γλυκιά οικογενειακή ζωή. Αγαπά τη γυναίκα του με τρυφερότητα ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, και δεν έχει μυστικά από αυτήν, εκτός μονάχα από ένα τελείως ασήμαντο. Είναι όμως αλήθεια έτσι; Ο κεντρικός ήρωας έχει μια καλά κρυμμένη φαντασίωση, τις νέες και όμορφες γυναίκες. Πιστεύει πως είναι ειλικρινής και συγχωρεί στον εαυτό του αυτή την αδυναμία, αρχικά ανομολόγητη, άρα και ανύπαρκτη:
«Σε όλα τα πράγματα, εκτός απ’ ό,τι αφορούσε το κρυφό και παράλογο όνειρό του για τις νέες ωραίες γυναίκες που δεν έμελλε να αγγίξει ποτέ, της έδειχνε την πιο ανεπιφύλακτη ειλικρίνεια».
Έπειτα από σχεδόν εννιά χρόνια φρόνιμης ζωής, ο Κρέτσμαρ μια μέρα σε έναν κινηματογράφο συναντά μια νεαρή ταξιθέτρια, τη Μάγδα, και αίφνης μο’ωειοένα μεθυστικό και αμαρτωλό συναίσθημα που του είναι αδύνατο να τιθασεύσει, καθώς φαίνεται να τον παραμονεύει ύπουλα από τα χρόνια της εφηβείας του. «Την έλεγαν Μάγδα Πέτερς και δεν ήταν, πραγματικά, παρά μόνο δεκάξι χρονών. Οι γονείς της ήταν θυρωροί. Ο πατέρας της, που είχε πάει στον πόλεμο, ψαρομάλλης πια, κουνούσε αδιάκοπα το κεφάλι του και θύμωνε με το τίποτα. Η μητέρα της, αρκετά νέα ακόμα, βαριά, όμως, απαθής και χοντροκομμένη, με το χέρι πάντα έτοιμο για χαστούκια, φορούσε συνήθως ένα μαντίλι σφικτά δεμένο στο κεφάλι της για να μη σκονίζονται τα μαλλιά της».
Ο Κρέτσμαρ θα την πλησιάσει και γρήγορα οι δυο τους θα κάνουν σχέση. «”Αρχίζει”, σκέφτηκε εκείνος, ”η τρέλα αρχίζει”».
Εκείνη πρώτη θα ξεκινήσει τα καμώματα και τα επικίνδυνα διαβήματα, θα ρισκάρει μάλιστα να την δουν μπαίνοντας στο ίδιο του το σπίτι και εκείνος από τον πρώτο καιρό ήδη θα μάθει να δείχνει ανοχή απέναντί της. Η Μάγδα παίρνει τα ηνία στη σχέση τους και γίνεται εξαιρετικά χειριστική. Αργότερα στους δυο τους θα προστεθεί και ένα τρίτο άτομο, ο εραστής της, ο Χορν, και τότε πια τα γεγονότα θα πάρουν μια νέα, ανεξέλεγκτη τροπή.
Ωστόσο, ο Κρέτσμαρ, πάντα θαμπωμένος από την εξαίσια ομορφιά του νεαρού κοριτσιού, δεν θα καταφέρει να δει πολλά πράγματα και θα υποπέσει σε πολλές προσωπικές κατολισθήσεις, έρμαιο των επιλογών του και των διαθέσεων εκείνης. Πάντα συνεπαρμένος από τη σαγηνευτική δίνη του έρωτα, θα αναμετρηθεί πολλές φορές με τον εαυτό του και θα αποδειχτεί κατώτερος των περιστάσεων.
Πού θα οδηγηθεί αυτή η σχέση που, από τη μια πλευρά, ορίζεται από ένα εμμονικό ενδιαφέρον και, από την άλλη, από την ανάγκη για οικονομική ασφάλεια, αποκατάσταση και γιατί όχι για απόλαυση του πλούτου; Μέχρι πού θα αντέξει κάποιος να δέχεται τόσες προσβολές με αντάλλαγμα τον έρωτα;
Το βιβλίο αναφέρεται σε με μια γοητευτική και βλάσφημη ιστορία που μάλλον εξιτάρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Γραμμένο πριν από το 1940, όπως πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ταράζει τα δεδομένα του κόσμου που ζει με ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό μοντέλο όχι μόνο επειδή αμφισβητεί το συμπαγές της οικογένειας, αλλά και επειδή οι επιλογές του κεντρικού ήρωα είναι απολύτως ρηξικέλευθες και αποκαλύπτουν σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του.
Ο συγγραφέας ξεπερνά κατά πολύ την εποχή του, καθώς υπερβαίνει ή/και παραβιάζει στερεότυπα, τα οποία δεν έχουν διαρραγεί ακόμα και σήμερα. Περιέχει μάλιστα εν σπέρματι πολλά στοιχεία μεταμοντέρνας γραφής, καθώς η αφήγηση κινείται διαρκώς μέσα σε μια παραδοξότητα και ισορροπεί μέσα από πολλές αντιθέσεις και εναλλαγές, άλλοτε σοβαρές και άλλοτε παιγνιώδεις. Ωστόσο, όταν πρωτογράφτηκε το μυθιστόρημα, μάλλον στην αφάνεια παρέμεινε και αργότερα απ’ ό,τι φαίνεται επισκιάστηκε και πάλι από την πιο θορυβώδη Λολίτα.
Στο Σκοτεινό αδιέξοδο, ο Ναμπόκοφ σχεδόν αθόρυβα πλησιάζει τον ήρωά του, προσεγγίζοντάς τονσχεδόν άδηλα από μια ψυχαναλυτική πλευρά και επισημαίνοντας πως από τη νεανική του ηλικία ήδη υπήρχαν τα πρώτα σημάδια των κατοπινών του αποφάσεων. Γιατί ο Κρέτσμαρ, παρόλο που υπήρξε ευκατάστατος και αρκετά συμπαθητικός, μάλλον δεν είχε τύχη στον έρωτα και ίσως γι΄αυτό η ασυνείδητη αναζήτηση της ομορφιάς τον απασχολούσε ενδόμυχα όλα του τα χρόνια.
Γιατί επέλεξε ένα τόσο μικρό κορίτσι; Μα γιατί εκεί εμφανώς βρισκόταν η νιότη στο πλήρες άνθος της και έτσι θα μπορούσε να καλύψει τους ανεκπλήρωτους νεανικούς του έρωτες.
Ο συγγραφέας δεν ασκεί κανενός είδους κριτική στην επιλογή αυτή του ήρωα, μονάχα τον παρακολουθεί κυρίως μέσα από τις δράση του. Εξάλλου, οι ήρωές του δεν είναι τόσο υπόλογοι των πράξεών τους, αλλά μάλλον αντιμέτωποι των συνεπειών τους. Οι κεντρικοί χαρακτήρες στο κείμενο κινούνται με απροσδόκητο τρόπο, κανείς δεν ξέρει τα όριά του, όλοι όμως είναι έτοιμοι να τα υπερβούν και τελικά τα υπερβαίνουν. Τα αντανακλαστικά τους μοιάζουν διαρκώς σε απόλυτη ετοιμότητα, παίζουν θαρρείς με τα πάντα, ακόμη και με την ίδια την αγάπη, ενώ αντιμετωπίζουν τη ζωή τους σαν ρίξιμο ζαριάς που σε λίγο θα φανερώσει τη νέα τους τύχη.
Μια λεπτή ειρωνία διαπερνά διαρκώς όλο το κείμενο, καθώς ο συγγραφέας αφήνει τους ήρωές του στο έλεος των πράξεών τους να χάσουν από μόνοι τους τον έλεγχο ή την αξιοπρέπειά τους. Εκείνος απλώς τους ρίχνει στην αρένα και τους εγκαταλείπει.
Ο Ναμπόκοφ, εντέλει, μέσα από τη συγκεκριμένη επιλογή του θέματος και την εξέλιξη της πλοκής συλλαμβάνει όλες αυτές τις λεπτές και συχνά αδιόρατες αποκλίσεις από το φυσιολογικό, που πολλές φορές ούτε οι ίδιοι οι δράστες δεν συνειδητοποιούν, αλλά και τον τρόπο που αυτές λειτουργούν τόσο υπέρ τους όσο και εναντίον τους. Και πάνω εκεί στήνει ένα ιδιαίτερο παιχνίδι, όπου οι όροι συχνά αλλάζουν και τα δεδομένα ανατρέπονται, ενώ οι ήρωες κινούνται μαγεμένοι, θαρρείς, σε έναν ατελέσφορο κι εκμαυλιστικό φαύλο κύκλο.
Ήλια Λούτα