Σχεδόν αύριο του Ντίνου Σιώτη
Ένα και μοναδικό, ενιαίο ποίημα κατοικεί ολόκληρη την ποιητική συλλογή του Ντίνου Σιώτη, που τιτλοφορείται «σχεδόν αύριο» – ένας τίτλος που δημιουργεί εύλογα στον αναγνώστη την απορία: γιατί «σχεδόν»; Σχεδόν αύριο, λοιπόν, επειδή η ιστορία (όλες οι ιστορίες) επαναλαμβάνονται σε αέναους κύκλους, επειδή το καλύτερο που προσμένουμε παίρνει διαρκώς αναβολή, επειδή το ζοφερό παρόν επιβάλλει ένα αντίστοιχα ζοφερό μέλλον και επειδή ίσως απλώς δεν θα προλάβουμε το αύριο, το καλύτερο, το οτιδήποτε.
Χιουμοριστικός ο Ντίνος, συχνά κυνικός, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής μας, που δυστυχώς είναι κακώς κείμενα κάθε εποχής, με το εκάστοτε ένδυμα απλώς να δέχεται τον εκμοντερνισμό που επιβάλλει η συγκυρία. Έτσι, ο ποιητής μιλάει για «οπλικά συστήματα καλοσύνης», για πολιτικούς ηγέτες που «σε κενό μέσα καγχάζουν», για θέματα που τον αναγκάζουν ν’ αγοράσει «γυαλιά βαρηκοΐας, ακουστικά ασυναρτησίας, πατερίτσες απερισκεψίας» και άλλα χρειαζούμενα που θα του επιτρέψουν να αντεπεξέλθει(;) των συγχύσεων και συγχίσεων που κατά καιρούς προκύπτουν.
Τα οποιαδήποτε όνειρα ακυρώνονται από τα διαρκή νεά ευρήματα: τους ομαδικούς τάφους που αποκαλύπτουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, το εμπόριο λευκής σαρκός και δη παιδικής, τον κάθε λογής πόνο και τα βάσανα που ο άνθρωπος προκαλεί στον άνθρωπο μέσα στους αιώνες.
Κι αν φτάσει το αύριο, θα είναι ίδιο με το σήμερα, «οι ρυθμοί του κόσμου» θα «παραμένουν άρρυθμοι», τα ιδεώδη λέξεις κούφιες, οι ανθρώπινες σχέσεις αναιμικές, η ψυχή σε αποδρομή, το πνεύμα – αρχαίο ή σύγχρονο – πάντα ακρωτηριασμένο.
Μα η ελπίδα έχει το χούι να πεθαίνει τελευταία:
…οπότε ας πάμε
να χαθούμε σε μια νοσταλγία νεωτερική, όπου οι ποιητές,
οι διανοητές, οι σοφοί θα κατέχουν εξέχουσα θέση, αυτή
είναι η Ελλάδα, χίλιες και μία νύχτες ενός πανάρχαιου
Τίποτα, σφαγή των φτωχών, περίσσευμα επιδοτήσεων για
τους επιτήδειους που γράφουν πατριωτικούς επικήδειους,
κεφάλια που γέρνουν, παραγγελίες νεκρών για έναν πιο
άνετο τάφο, επιδόματα θέρμανσης, αυτή δεν θέλω να
είν’ η Ελλάδα, πάντως εμένα πανέτοιμες είναι οι ρίζες
μου να διεκδικήσουν έναν ουρανό πιο φωτεινό, μια
θάλασσα πιο πλατιά, έναν κόσμο πιο δίκαιο, που θα ‘χει
για όλους δουλειά, ψωμί, έρωτα και φαντασία, ρίζες που
δεν θα βουλιάζουν στη μαυρίλα αλλά θα μας φωτίζουν
με το αρχέγονο φως τους, ρίζες που τις διακρίνω
να πλησιάζουν μέσα από ένα πυκνό σχεδόν αύριο
Το δεν είμαι ακόμα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη
Σε τρία μέρη χωρίζεται η νέα ποιητική συλλογή της Κλεοπάτρας Λυμπέρη. Ανατρεπτικές κατακλείδες που αποκαλύπτουν βαθύ χιούμορ, καταφανής εμβρίθεια που διαποτίζει τους στίχους, η θηλυκότητα σαν προσωπική υπόθεση και το εναλλακτικό βλέμμα στις στερεοτυπικές παραδοχές: ιδού μερικά από τα βασικά στοιχεία της γραφής της Κλεοπάτρας Λυμπέρη.
Το πρώτο μέρος, ομότιτλο της συλλογής, μιλά για το παιχνίδι ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, τη γλώσσα και τον θεό-Λόγο, τον ποιητή και την ποίηση, το άτομο και το Όλον. Η λέξη γίνεται η στοιχειώδης ψηφίδα που δομεί τον κόσμο, συνδιαλέγεται με τον χρόνο – ενίοτε τον καταργεί – και ορίζει τις σχέσεις ανάμεσα σε ετερόκλητα αλλά και ομοιογενή στοιχεία που τίθενται σε τροχιά τα μεν γύρω από τα δε.
Το δεύτερο μέρος, «Το ποίημα είναι ένα γυμνό άστρο» διερευνά πιο ενδελεχώς τα θέματα του πρώτου, με ερωτικές ή και σεξουαλικές προεκτάσεις, αλλά και ανασκευάζει, στο μέτρο που ο ανατρεπτικός λόγος της ποιήτριας το επιτρέπει, τη δύναμη των λέξεων του ποιητή:
Ο μη εστεμμένος ποιητής, όταν στην ουσία του μπαίνει, αναγκάζεται να σκεφτεί αν θα ζήσει στο χώμα ή θα πετάξει. (Το ερώτημα φυσικά οφείλει να μείνει αναπάντητο.)
Όταν χιμάει με τ’ άλογό το στο κενό, ο ποιητής σπάζει σε πολλά, γίνεται κομματάκια από ιπτάμενες ορχιδέες. Ο χρόνος ρωτάει το κάθε κομμάτι: Τι είσαι; Κι αυτό απαντάει: Είμαι ο θηριοδαμαστής, ο μη εστεμμένος ποιητής.
(από το ποίημα «Ποιητές»)
Το τρίτο και τελευταίο μέρος, “Remedia amoris” (αντίδοτα για τον έρωτα), αναδεικνύει περισσότερο τη διαφορά οπτικής μεταξύ των δύο φύλων και διερευνά την αναγκαιότητα του συνυπάρχειν, την ηδονή που ενίοτε ξεπηδά από αυτήν, αλλά και την έμπνευση που η τελευταία γεννά – πάντα με τρόπο ανατρεπτικό που αρνείται να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του (και γι’ αυτό δροσερό), με απόηχους από τη Βίβλο οι οποίοι, με τον τρόπο που παρατίθενται, αποδομούν τα οικεία εδάφια.
ars amatoria
Βυθίζεστε ως τον λαιμό σε άνοιξη, η κλίνη των Μουσών
να τρέμειˑ άρπες να παίζουν γλυκανάλατα
«δος ημίν, Μήτερ, το μαύρο ψωμάκι του έρωτα»
κάτι κάτι ν’ αρπάξετε
από την αποθήκη των στεναγμών,
των δυόσμων.
Είναι η πλήξη των ημερών ασήκωτη
ολίγον έρωτας θα σπάσει την ανία.
(απόσπασμα από το ποίημα “Amores”)
Πρέπει να αναφέρω το τσιτάτο του Γάλλου ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν με το οποίο κλείνει η συλλογή: “Je ferme les yeux pour voir” («κλείνω τα μάτια για να δω»). Η φράση παραπέμπει στη μετατόπιση του καλλιτέχνη από τη συμβατική όραση προς την ενορατική σύλληψη του κόσμου. Αυτός άλλωστε είναι ο στόχος της Λυμπέρη σε ολόκληρη τη συλλογή της.