Το τζάκι έκαιγε στο καθιστικό από νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής. Απόγευμα πια, η ανάλαφρη θαλπωρή που εξέπεμπε διαχεόταν σε όλο το χώρο, συντροφεύοντας τη διάθεση της Στόουνερ που πήγαινε κι ερχότανε στην κουζίνα, βάζοντας τις τελευταίες πινελιές στο τραπέζι της τραπεζαρίας μπροστά στη βιβλιοθήκη. Κουλουράκια πορτοκαλιού, ζουμερό κέικ σοκολάτας φτιαγμένο από τα χέρια της, φρεσκοψημένη τραγανή πίτα, φλιτζάνια για το τσάι και τον καφέ, χρωματιστές χαρτοπετσέτες στο πλάι και μια μεγάλη κανάτα δροσερό νερό για να σβήνει τα στόματα που θα στέγνωναν κάθε τόσο από τις φλογερές κουβέντες. Η Στόουνερ συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες με ένα ελαφρύ χαμόγελο στο πρόσωπο, αυτό που φορούσε ασυναίσθητα κάθε φορά που ήταν να συναντηθεί με τις άλλες οκτώ αναρχικές* της παρέας.
Αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει, κάθισε στον καναπέ απέναντι από το τζάκι να τις περιμένει. Ν’ αναμένει την έναρξη ενός ακόμη ταξιδιού που θα κάνανε όλες μαζί, όπως τόσα άλλα. Η αναμονή ετούτη πολύ πιο ευχάριστη από το να έχεις έτοιμες τις αποσκευές σου μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για ν’ αναχωρήσεις προς τον όποιο προγραμματισμένο προορισμό. Μαζί τους, ο προορισμός ήταν πάντοτε έκπληξη, άσχετα με τον τόπο όπου διαδραματιζόταν το κάθε βιβλίο που είχαν επιλέξει να διαβάσουν.
Κοίταξε το ρολόι: 5.45 μ.μ. Σ’ ένα τέταρτο θα χτυπούσε το κουδούνι. Καμιά δεν αργούσε στο ραντεβού, ούτε κανη Πολυάννα και η Ντόλγκα που έρχονταν από μακριά. Καμιά δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό από την εκάστοτε περιπλάνησή τους εντός και εκτός.
Η Μπαμπαλού πήδηξε στην αγκαλιά της Στόουνερ και κουλουριάστηκε εκεί, γουργουρίζοντας. Της χάιδεψε ελαφρά το κεφάλι. Εκείνη δεν είχε το χάρισμα να εκφράζει μ’ έναν ήχο όσα αισθανόταν. Και αισθανόταν τόση γαλήνη, περιμένοντάς τες! Με το καλησπέρα θα μπαίνανε σύσσωμες στο δικό τους σύμπαν για 3-4 ώρες, όπου θα κινούνταν με πλήρη ελευθερία ψυχής και πνεύματος. Θα έπλαθαν το σύμπαν τους, θα το αποδομούσαν, θα το ξαναέπλαθαν, θα το εμπλούτιζαν σε συνάφεια αλλά και σε απόσταση από τη σκληρή, στεγνή πραγματικότητα. Απροστάτευτες θα ακουμπούσαν προσωπικές εξομολογήσεις, που ίσως ούτε στον εαυτό τους δεν είχαν κάνει, επάνω στις άλλες που τις άκουγαν (τι μοναδικό!) με ευλαβική προσοχή. Πόσα και πόσα δεν είχαν μοιραστεί μέχρι τώρα! Δάκρυα, πειράγματα και γέλια τρανταχτά, ευφρόσυνα, από εκείνα τα σπάνια που γιατρεύουν ό,τι κι αν σε ταλανίζει.
Αργά κυλούσαν τα λεπτά για την άφιξή τους. Απολάμβανε αυτή την αργόσυρτη βουβή αναμονή, από τη μια παιδί που αδημονεί να ξεκινήσει το πάρτι του κι από την άλλη ενήλικας που γνωρίζει πόσο γρήγορα θα περνούσε ο χρόνος, σαν ένα όμορφο όνειρο που στο ξύπνημα αφήνει μια τρυφερή επίγευση άλλης ζωής. Η λέσχη τους είχε εξελιχθεί σε αναρχική στάση-αντίδραση στο καθημερινό αγχωτικό γκρίζο που απομονώνει, αποξενώνει και αδειάζει τους ανθρώπους ολοένα και πιο πιεστικά.
Τα βιβλία, οι υπαίτιοι των συναντήσεων και του δεσίματός τους. Πολλά βιβλία! Πόσα άραγε από εκείνη την πρώτη λέσχη ανάγνωσης όπου γνωρίστηκαν για πρώτη φορά πριν από χρόνια; 100; 120; Πώς να μάντευαν ότι από βιβλίο σε βιβλίο θα έφταναν ως εδώ; Η Ορλάντο, η Πολυάννα, η Ταχυδρόμος των Βιβλίων, η Καταρίνα Μπλουμ, η Τατού Γκέρλ, η Ντόλγκα, η Μισέλ Μέρκουρι και βεβαίως βεβαίως η Ελίζαμπεθ Λεμεμπέλ!
Έτσι όπως χάιδευε την Μπαμπαλού, χαμένη στις σκέψεις της, της ήρθε η εικόνα της Ντόλγκα όταν χάιδεψε τρυφερά το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος*, ψιθυρίζοντας με υγρά μάτια πόση ευγνωμοσύνη ένιωθε που αξιώθηκε να διαβάσει αυτό το βιβλίο πριν πεθάνει. Αμέσως μετά, της ήρθε η Ταχυδρόμος των Βιβλίων, σ’ εκείνη τη φορτισμένη συνάντηση εξαιτίας του Μια Γυναίκα*, όπου κατάφερε να τους μιλήσει για τους γονείς της, τρέμοντας από συγκίνηση. Μετά ακολούθησε η εικόνα της Ορλάντο, της ανεμίστακα (όπως την αποκαλούσε η Ελίζαμπεθ), διαρκώς να τους προτείνει καινούργια θέματα και βιβλία, να τις τσιγκλάει, να τις ξεσηκώνει. Η Ελίζαμπεθ Λεμεμπέλ με το χειμαρρώδες πάθος της, σαν την ενθουσίαζε ένα βιβλίο, να τις παίρνει όλες και να τις παρασύρει στα ορμητικά νερά της. Η Μισέλ Μέρκουρι με το χιούμορ της, τις λεπτομερείς αναγνώσεις της που επεσήμαναν ό,τι τα άλλα μάτια παράβλεπαν. Η Τατού Γκερλ, η φωτεινή, ν’ αντιμετωπίζει με λεπτότητα και ευγένεια όλα τα θέματα. Η Πολυάννα, η φιλολογική ματιά της παρέας, όλο αγάπη για τη γλώσσα και τις λέξεις, αλλά και η δυναμική Καταρίνα Μπλούμ η ονειροπόλα μαθηματικός!
Θα ήθελε να τις σφίξει όλες στην αγκαλιά της, να τις κρατήσει εκεί μέσα. Εκείνη όμωςήταν η Στόουνερ, που ένιωθε άβολα με τέτοιες διαχύσεις. Παρ’ όλα αυτά τους το είχε εκφράσει αλλιώς πολλές φορές, λέγοντας πως η ομάδα τους ήταν το πλέον δραστικό αντικαταθλιπτικό.
5.55 μ.μ. Όπου να ‘ταν, θα χτυπούσε το κουδούνι. Απόψε η αφετηρία τους ήταν Η Φόνισσα*. Τούτο το φορτισμένο διήγημα προς τα πού θα τις τραβούσε; Σε ποια μονοπάτια θα τις έβαζε να πορευτούν; Κάθε βιβλίο, όσο γνωστό κι αν ήταν, γινόταν ένα μοναδικό ταξίδι που το έκαναν πρώτα κατά μόνας κι έπειτα αφήνονταν στη συλλογική περιήγηση μέσα από τις ιδιαιτερότητες του πνεύματος της καθεμίας που το εμπλούτιζε με πολλαπλές πτυχές και αποχρώσεις.
Το κουδούνι! Ήρθαν επιτέλους!
Η Στόουνερ ακούμπησε βιαστικά στο πάτωμα την Μπαμπαλού, που έτρεξε να χωθεί κάτω από την τραπεζαρία ,και έσπευσε να ανοίξει την εξώπορτα.
Καλώς τες! Καλώς τες!
Ένα φλυτζάνι τσάι και πάμε! Μια κούπα καφέ και φύγαμε!
Ανοίγουμε τα βιβλία μας! Η Φραγκογιαννού είχε το αποψινό πρόσταγμα. Ερχότανε σκονισμένη και ταλαίπωρη από το μακρινό 1900, με τα πάθη και τους καημούς της στους ώμους, να καθίσει ανάμεσά τους να την ψηλαφίσουν εκ νέου – σαν να μην το είχε κάνει ποτέ άλλος κανείς.
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου
Σημειώσεις:
. Οι εννιά αναρχικές, Λέσχη Ανάγνωσης με ονομασία εμπνευσμένη από το Δέκα μικρές αναρχικές, Ντανιέλ ντε Ρουλέ
. Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, Πρίμο Λέβι
. Μια Γυναίκα, Αννί Ερνώ
. Η Φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
. Όλα τα ονόματα των ηρωίδων του διηγήματος είναι εμπνευσμένα από βιβλία ή συγγραφείς