αστέρια που τρεμοπαίζουν
‘[…]maybe that’s what life is,
a wink of the eye and winking stars’
Jack Kerouac
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα γινόμουν ένα από εκείνα τα άτομα που κάνουν διάδρομο. Όμως κοίτα τώρα: τρέχω στον διάδρομο που οι γονείς μου έβαλαν στο μέρος εκείνο που κάποτε ήταν το παιδικό μου δωμάτιο, μπορεί και πέντε φορές την εβδομάδα. Έχω αλήθεια γυρίσει σελίδα στη ζωή μου.
Τέρμα πια τα τσιγάρα. Τέρμα οι πέντε καφέδες τη μέρα. Τέρμα το πολύ κρασί. Τέρμα οι κακοί σύντροφοι. Τέρμα οι άυπνες νύχτες. Τέρμα και οι βαριές σκέψεις. Κοίτα, πλέον ούτε τη δουλειά μου δεν μισώ τόσο πολύ. Μισώ κάπως το ότι είμαι καλή σ’ αυτήν. Απέκτησα αυτήν την ικανότητα τελευταία. Να διώχνω τις σκέψεις. Να τρέχω στον διάδρομο. Να νικώ στη ζωή. Το ημερολόγιο δείχνει 2014.
Η μουσική εκρήγνυται με δύναμη στ’ αυτιά μου. Πάντα προσπαθώ να βάζω τη μουσική πιο δυνατά από τις σκέψεις μου. Το κινητό αρχίζει να δονείται στο χέρι μου. Το πρόσωπό μου συσπάται, αλλά γρήγορα θυμάμαι πως είμαι πλέον ένα από εκείνα τα άτομα που δεν αφήνουν τις κλήσεις αναπάντητες. Συνεπής και αξιόπιστη. Η φωνή στο τηλέφωνο μου ζητά να κατέβω από τον διάδρομο. Με ρωτά αν με ακούει κάποιος. Μου υποδεικνύει να κλείσω την πόρτα. Υποψιάζομαι ότι πρόκειται για κάτι τρομερό. Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Κακά μαντάτα. Μπορείς πάντα να νιώσεις ότι έρχονται λίγο πριν τα μάθεις.
Τινάζομαι με τον ήχο της πόρτας που ανοίγει. Είναι η μητέρα μου. Πόση ώρα κάθομαι έτσι εδώ; Δεν είμαι έτοιμη γι’ αυτό. Χρειαζόμουν περισσότερο χρόνο. Χρειαζόμουν ένα πλάνο. Να σχηματίσω την πρόταση στο μυαλό μου, να διαλέξω όλες τις κατάλληλες λέξεις, να τις αρθρώσω σε ήρεμο τόνο. Γαμώτο! Δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να σκεφτώ γρήγορα. Μπορώ βέβαια να το αφήσω γι’ αργότερα, να κερδίσω λίγο χρόνο. Όχι. Γαμώτο. Πρέπει να της το πω τώρα. Ανακτώ ένα ξέφτι συνείδησης και αρχίζω αργά να αντιλαμβάνομαι πού βρίσκομαι. Είμαι καθισμένη στην άκρη του διαδρόμου, φορώντας ακόμη τα ακουστικά , με τον ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό μου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα, καρφωμένα στον τοίχο. Γυρίζω να την κοιτάξω και βλέπω στα μάτια της πως κι εκείνη, όπως κι εγώ μερικά λεπτά πιο πριν, ήδη περιμένει να ακούσει τα κακά νέα. Χρειαζόμουν περισσότερο χρόνο. Εκείνος είχε μόλις κλείσει τα 25.
Αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι από κείνη τη μέρα.
Με απασχολεί πολύ το ζήτημα της μνήμης τελευταία. Η μνήμη μου κι εγώ παίζουμε διελκυστίνδα κάμποσο καιρό τώρα. Απλώς δεν μπορείς να την εμπιστευτείς. Η λήθη φαίνεται κάθε φορά να κερδίζει. Η φωνή στο κεφάλι μου κάνει την εμφάνισή της για να μου υποδείξει, με καυστικό τρόπο, ότι ήμουν εγώ που σκόπιμα και ηθελημμένα κάλεσα τη λήθη να στρογγυλοκαθίσει στον καναπέ μου. Σταμάτησα να κρατάω σημειώσεις. Ήθελα να ξεχάσω. Αυτή τη φορά όμως θα την κερδίσω.
Αυτό είναι βέβαια ένα κατάφωρο ψέμα: απλά μερικά πράγματα είναι αδύνατο να ξεχαστούν. Όλα έρχονται και με συνθλίβουν κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να ξαναζεί αυτές τις αναμνήσεις. Και δεν υπάρχει τρόπος να τις σκεφτώ χωρίς να τις ξαναζήσω. Ένα μείγμα απροσδιόριστης ενοχής και τρόμου με κατακλύζει, το πάντοτε επικείμενο άγχος μου έτοιμο να πυροβολήσει κατά βούληση. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο όλο αυτό σαν να ναι η περίπτωση του τώρα ή ποτέ και νιώθω υποχρεωμένη να δώσω στον αντίπαλο μια ίση ευκαιρία. Είναι ώρα να σταματήσω να διώχνω τις σκέψεις.
Θα αφήσω λοιπόν τον νου μου να ταξιδέψει πίσω σε μια άλλη σκηνή. (Γαμώτο! Είναι τόσο δύσκολο. Το μισώ.)
Ήταν λίγοι μήνες προτού πεθάνει. Ίσως και περισσότερο. Πάντως όχι πάνω από έναν χρόνο. Ήμασταν στην κηδεία του θείου μας. Συνήθισα τις κηδείες μεγαλώνοντας. Η ενηλικίωση σου τα κάνει κάτι τέτοια. Στενάχωρες κοινωνικές εκδηλώσεις ενώ τα λες και λίγο με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Όχι κάτι πολύ διαφορετικό από τους γάμους και τα βαφτίσια.
Ο Νίκος εμφανίστηκε φορώντας ένα άσπρο πουκάμισο. Χαιρόμουν που τον έβλεπα. Στεκόταν εκεί ψηλός και αδέξιος, με τη γνωστή παράξενη, ελαφριά κύρτωση της πλάτης, λεπτός και κουρασμένος, τα υγρά καστανά του μάτια να λάμπουν στον ήλιο. Τα μανικετόκουμπά του σε άβολη απόσταση από τους καρπούς. Σκέφτηκα ότι η παρουσία του εκεί ήταν μάλλον το αποτέλεσμα μιας βιαστικής απόφασης. Μιας σκέψης εκ των υστέρων.
Είχαμε μία αμοιβαία κατανόηση που δεν εκφράσαμε ποτέ με λέξεις, όπως κάνουν συνήθως άνθρωποι σαν και μας. Σιωπηλοί συνωμότες. Οι παράταιροι. Μια κοινότητα αποτυχημένων.
Όλοι περπάτησαν μέχρι το νεκροταφείο μετά.
Μείναμε λίγο πιο πίσω από τους υπόλοιπους και πιάσαμε την κουβέντα. Ο Νίκος να επιμένει να κάνει αστεία, εγώ να επιμένω να υποκρίνομαι πως είναι ανάρμοστο να γελάμε, που και που να αφήνω όμως ένα μειδίαμα, ώστε να μη σταματήσει να μιλάει. Αναρρωτιέμαι αν το χαμόγελό μου μοιάζει ανήσυχο και λυπημένο. Οι κηδείες μάλλον του πέφτουν βαριές. Όλα του πέφτουν βαριά. Εκείνος, μονίμως έξω από τα νερά του, εγώ πάντοτε να προσπαθώ να είμαι φίλη του.
Ο τσιμεντένιος φράχτης είναι χαμηλός και επιτρέπει την ανεμπόδιστη θέα στο νεκροταφείο. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο θείος μας θα ταφεί στον ίδιο τάφο με τον γιο του, τον ξάδερφό μας τον Παύλο. Καθώς παίζω με τις σκόρπιες παιδικές μου αναμνήσεις, τότε που ο Παύλος ζούσε ακόμα, παρακολουθώ τον Νίκο να κάνει ένα βήμα μπροστά και να σταματά απότομα. Το βλέμμα του καρφώνεται στην ταφόπλακα. Αναρωτιέμαι αν αυτή είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ. Διαβάζω την επιγραφή. Αποθανών στις 13 Φεβρουαρίού 1995, ετών 23, στο Μάντσεστερ.
Μικρά θραύσματα αναμνήσεων που περιβάλλουν τον θάνατο του Παύλου αρχίζουν να τρέχουν στο κεφάλι μου. Είμαι συγχρόνως συντετριμμένη και έκπληκτη από τη ζωντάνια τους. Ήμουν απλά παιδί. Γυρίζω να κοιτάξω τον Νίκο. Τα μάτια του είναι ακόμα καρφωμένα στην ταφόπλακα. Τον φωνάζω και γυρίζει να με κοιτάξει. Ένα κενό ανέκφραστο βλέμμα. Η ανάσα μου πιάνεται. Αισθάνομαι ένα πόνο στο στήθος. Ανοίγω το στόμα, οι λέξεις μου άηχες κολλούν στον λαιμό. Στρέφω το βλέμμα στο έδαφος. Το μέλλον με κοιτά καταπρόσωπο και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αποστρέψω τη ματιά μου. Μα δεν ήθελα αυτό. Ήθελα να τον σώσω.
Ο πατέρας του Νίκου, ο θείος μου, πέθανε από καρκίνο όταν ο Νίκος ήταν δώδεκα χρονών. Ο Νίκος μου είχε πει κάποτε ότι μπλόκαρε κάθε ανάμνηση από την κηδεία. Δεν θυμόταν τίποτα. Όχι. Κάποιος άλλος μου το είπε αυτό στην κηδεία του Νίκου. Τι σημασία έχει τώρα πια;
Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές, όταν τον κοίταζα ή του μιλούσα, ένιωθα σαν να έβλεπα την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη. Αυτό ήμουν; Έτσι έμοιαζα; Μακάρι να μπορούσα να τον είχα σώσει. Μακάρι να μπορούσε κάποιος να τον είχε σώσει. Κανείς δεν διαβαίνει τη ζωή χωρίς πληγές. Μερικές φορές η ζωή σου μοιράζει μια κακή παρτίδα και άλλες φορές σου μοιράζει πολλές. Αναρωτιέμαι αν αυτή η συλλογιστική με τις κακές παρτίδες ακολουθεί τη λογική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Είναι μια άσχημη σκέψη, αν και η ασχήμια της δεν με εμπόδισε να την κάνω.
Αναρωτιέμαι επίσης αν αυτοκτονούν περισσότεροι άνθρωποι τον χειμώνα παρά το καλοκαίρι. Συγκρατούμαι να μην πληκτρολογήσω την ερώτηση αυτή σε μια μηχανή αναζήτησης. Δεν είναι κάτι που χρειάζεται να ξέρω. Δεν θέλω να το ξέρω. Η εικόνα του να κοιτάζει με άδειο βλέμμα την ταφόπλακα μου έρχεται κάθε φορά που τον σκέφτομαι. Όπως και το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε. Θα σβήσουν ποτέ αυτές οι αναμνήσεις μου από κείνον; Έβαλα σε κάδρο ένα από τα σχέδιά του. Κρέμεται σε έναν τοίχο του σαλονιού μου. Ηλιοτρόπια του Βανκ Γκωγκ με σκούρο μολύβι. Σπάνια πια το κοιτάζω.
Θέλω εξίσου να σβήσουν και να μη σβήσουν. Σκόρπιες αναμνήσεις. Σκόρπιες σκέψεις. Αχνές φλόγες φωτός μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, σαν αστέρια που τρεμοπαίζουν. «Νιώθω ήρεμος», μου έγραψε.
Μια μηχανή αναζήτησης σε ξέρει καλύτερα από όσο ξέρεις εσύ τον εαυτό σου. Το συλλογικό ανθρώπινο ασυνείδητο κουρνιασμένο στα βάθη αόρατων μηχανών. Έχω αυτή την εικόνα στο κεφάλι μου, μιας αόρατης μηχανής με όλες μου τις μνήμες αποθηκευμένες σε ένα μακρινό μέρος. Παράξενο πράγμα η μνήμη. Συνέχεια αλλάζει. Εύχομαι οι μηχανές αναζήτησης να είχαν όλες τις απαντήσεις.
Το έτος είναι 2020. Το είκοσι είναι ο αγαπημένος μου ο αριθμός. Αυτόν τον χρόνο ήρθαν τα πάνω-κάτω. Τι χαζά πράγματα οι αριθμοί. Και η κατάτμηση του χρόνου σε έτη. Και η ίδια η έννοια του χρόνου. Ξανάρχισα να τρέχω στη διάρκεια της καραντίνας. Μου λείπει συχνά ο διάδρομος. Τον έχει πια η αδερφή μου. Προτιμώ να τρέχω έξω όπως και να ‘χει: μου δίνει μια φευγαλέα αίσθηση ελέγχου που ξέρω πως είναι καθ’ όλα ψευδής, όμως κολυμπώ μέσα της. Επίσης, ξανάρχισα το κάπνισμα. Μου θυμίζει πόσο εύκολο είναι να χάσεις τον έλεγχο, ακόμη και των πραγμάτων που είσαι σίγουρος ότι έχεις κατακτήσει. Το σιχαίνομαι όταν το τηλέφωνο χτυπά ενώ τρέχω.
Να είσαι χαρούμενος, να είσαι υγιής, να είσαι ισορροπημένος. Πρέπει να ξεφορτωθείς τη λύπη που έχει συσσωρευθεί σε κείνο το παράξενο μέρος ακριβώς πάνω από τους ώμους σου. Δεν πειράζει αν αποτύχεις, λένε, πρέπει απλώς να συνεχίσεις να προσπαθείς. Γάμα την ισορροπία. Η ζωή είναι γεμάτη ομορφιά. Το έμαθα πια, πως η λύπη σε τραβά πιο κοντά της.
Απέκτησα πρόσφατα μια νέα φίλη. Το όνομά της είναι Αλεξία. Η Αλεξία πιστεύει ότι η ζωή καίγεται με λάμψη αναλώνεται ανάμεσα στην ευτυχία και στην απόγνωση. Δεν την ήξερα σχεδόν καθόλου, όταν μου έδωσε να διαβάσω ένα από τα διηγήματά της. Ούτε τώρα την ξέρω. Στις πρώτες παραγράφους υπάρχει ένας χαρακτήρας που σκέφτεται να πηδήξει από τον τέταρτο όροφο. Αισθάνθηκα εκείνο τον γνώριμο πόνο στο στήθος να επιστρέφει. «Ξέρω κάποιον που πέθανε έτσι», είπα χωρίς πρώτα να το σκεφτώ για να το μετανιώσω αμέσως.
Οι άνθρωποι γράφουν για τον ίδιο λόγο που διαβάζουν. Επειδή θέλουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, επειδή έχουν την ανάγκη να αγγίξουν και να αγγιχτούν. Να νιώσουν λιγότερο μόνοι στον κόσμο. Φλογίτσες φωτός μες στο σκοτάδι. Ίσως έπρεπε να είχα πει αυτό στην Αλεξία.
Μικρές φωτεινές τελείες που αγγίζονται. Το μόνο που σε σώζει.
Καθώς πληκτρολογώ αυτές τις τελευταίες προτάσεις, σταματώ και κοιτάζω την οθόνη. Είμαι σίγουρη ότι η συγκεκριμένη αλληλουχία σκέψεων είναι κάπως επιτηδευμένη, το σύνορο με την κοινοτοπία πολύ στενό, αλλά δεν μπορώ να τη σβήσω, όχι ακόμη. Καλωσορίζω μια ειδοποίηση στο τηλέφωνο γεμάτη ευγνωμοσύνη για τη διακοπή.
Μαζεύω το λάπτοπ, φοράω ένα κόκκινο φόρεμα και βγαίνω να συναντήσω την Κατερίνα. Πίνουμε ποτά, γελάμε, επιστρέφω σπίτι, κάθομαι στο μπαλκόνι και ανάβω τσιγάρο. Χάνομαι πάλι στις σκέψεις μου. Μέσα από τα ακουστικά ηχεί το ‘Straight into darkness’ του Tom Petty και γυρίζω να κοιτάξω την οθόνη. Είναι σχεδόν 4 το πρωί. Μια λιγότερο κυνική εκδοχή του εαυτού μου ίσως το ερμήνευε αυτό σαν μια μορφή επιβεβλημένης αφύπνισης. Χα! Η τεχνητή νοημοσύνη μασκαρεμένη σε θεϊκή παρέμβαση.
Καταλήγω κάπου λιγότερο μεταφυσικά. Είναι εκείνες οι αόρατες μηχανές και πάλι, που μου παίζουν παιχνίδια. Τις τροφοδοτείς με τις σκέψεις σου και αυτές το θεωρούν απαραίτητο να σου τις στείλουν πίσω. Μια τρομακτική, αν και απεριόριστα κωμική, σκέψη. Λες και ο σκοπός της ύπαρξης τους είναι να σου υπενθυμίζουν διαρκώς ότι είναι πράγμα ακατόρθωτο να ξεφύγεις ποτέ πραγματικά από τον εαυτό και τις αναμνήσεις σου. Οφείλω να ομολογήσω ότι, κατά κάποιον τρόπο, το βρίσκω αυτό καθησυχαστικό.
Είναι ώρα για ύπνο. Τα άστρα θα τρεμοσβήσουν και πάλι. Θα τ’ αφήσω.
Θεογνωσία Κουσπή
Ιούλιος 2020
* H Θεογνωσία Κουσπή είναι απόφοιτος Νομικής, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Διεθνές Δίκαιο και μεταπτυχιακού τίτλου στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ζει στη Λευκωσία και τις περισσότερες ώρες της ημέρας ασκεί τη δικηγορία. Πιστεύει ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από ιστορίες, που πλάθουν και πλάθονται από τη ζωή, πλανούνται γύρω μας αδιάκοπα και κάπου-κάπου μας ζητάνε να τις κρατήσουμε για λίγο, να τις περιεργαστούμε, να τις γράψουμε ή να τις ζωγραφίσουμε.