Τι μπορεί να αναζητά σε μια Λέσχη Ανάγνωσης μια καθωσπρέπει κυρία, ντυμένη πάντοτε στην τρίχα, με τα σουαρέ, τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και τις ανάλογες φωτογραφίσεις για τα social, αλλά και με τα επίσημα καλέσματα στο σπίτι της; Να αποτελεί άραγε άλλη μια δραστηριότητα που επιθυμεί να προσθέσει στη μακροσκελή ατζέντα της για να εντυπωσιάσει τον κύκλο της ή μήπως είμαστε εμείς, οι εκτός αυτού του κύκλου, που την αντιμετωπίζουμε καχύποπτα εξαιτίας των δικών μας «προοδευτικών» στερεότυπων;
Η Ελίζαμπεθ πριν από πολύ καιρό, τότε που είχε άλλο κατά κόσμο όνομα, μια ωραία πρωία ή νύχτα πήρε την απόφαση να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Θολά τα αρχικά της κίνητρα έως και ανεξήγητα στα τρίτα μάτια, διότι φαινομενικά η προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντά της διόλου δεν συμβάδιζαν με τούτη την ενδοσκοπική ασχολία. Όμως, το φαίνεσθαι τυγχάνει να παραπλανεί μια και η Ελίζαμπεθ, πίσω από την εικόνα της, ήταν μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα και ευτυχώς τα στερεότυπα, κάτω από την καλλιέργεια, ενίοτε αποκαθηλώνονται τόσο για τον εαυτό όσο και για τους γύρω.
Σοβαρά τώρα: γίνεται μια άνθρωπος που για χρόνια και χρόνια την απασχολούν οι δαντέλες της γιαγιάς της, τα Botox, οι τάσεις τις μόδας και το στρώσιμο του τραπεζιού σύμφωνα με το σαβουάρ-βιβρ, ταυτόχρονα να επιτρέπει να τη συνεπαίρνουν ανατρεπτικά μυθιστορήματα που αμφισβητούν και κριτικάρουν τον ίδιο της τον κόσμο; Και, πέρα από αυτό, να κάνει και συμμετοχική κριτική σε Λέσχη Ανάγνωσης με την ονομασία «Αναρχικές»;
Τα βιβλία δεν επιλέγουν τα χέρια και το πνεύμα που θα τα εξερευνήσουν. Είναι διαθέσιμα σε όλους. Η Ελίζαμπεθ τα άνοιξε και τόλμησε να τα διαβάζει ακόμη κι όταν οι λέξεις τους προσέκρουαν στο μέχρι τότε σύμπαν της και το ξήλωναν. Δεν σταμάτησε ούτε καν όταν οι χαρακτήρες τους την έδειχναν με το δάχτυλο και τη θύμωναν. Η αστική της ευγένεια, μαζί με το όπλο του μόνιμου χαμόγελού της, την συγκρατούσαν να εκφράζει με τακτ τα όσα βίωνε, χωρίς διόλου να την αποθαρρύνουν από το να γίνει σιγά σιγά ένα από τα σταθερά και βασικά μέλη των «Αναρχικών».
Πολλές από τις βεβαιότητές της σταδιακά ρευστοποιούνταν όπως το νερό που κυλά αθόρυβα κάτω από τ’ άχυρα. Ξεκίνησε με την ανάγνωση του βιβλίου Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου, το οποίο αρχικά απέρριψε κάθετα. Μετά όμως από την παθιασμένη συζήτηση που έγινε στη Λέσχη, της φανερώθηκε σαν ένα άλλο βιβλίο. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε! Στο Φαρενάιτ 451 που ακολούθησε, ένιωσε τη σκέψη της να ταρακουνιέται συθέμελα. Αναψοκοκκινισμένη και με τρεμάμενη φωνή, δήλωσε στις υπόλοιπες πως ένιωθε ότι αυτό το βιβλίο είχε γραφτεί για κείνη. Στο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μιλούσε και δάκρυζε. Μονάχα ο σεβασμός στη γνώμη των άλλων τη σταμάτησε από τον να μονοπωλήσει τη συζήτηση, αντλώντας από τις πολυσέλιδες σημειώσεις της, ξέχειλες από αποσπάσματα, σχόλια και προβληματισμούς – μια πρακτική που εφαρμόζει από τότε και μετά για όλα τα βιβλία.
Οι αναγνώσεις, τρυφερά αλλά ύπουλα διάβρωναν το συμπαγές περίβλημά της και εξωθούσαν την άνθρωπο να αναδυθεί από τις ρωγμές. Μια άνθρωπο περίεργη και διψασμένη να προχωρήσει πέρα από τα όριά της, να ψηλαφίσει, να εξερευνήσει και να δοκιμάσει να πατά σε νέα γη.
Αφομοιώθηκε στις σελίδες του Confiteor. Αρκετά βιβλία αργότερα, στην ανάγνωση του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, ρουφούσε πλέον το γράμμα του συγγραφέα προς την αναλφάβητη μητέρα του, συμπάσχοντας με όσα κάποτε θα απέρριπτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Τα ουσιαστικά μετατοπίζονταν, άλλαζαν πρόσωπο και υφή. Ήταν, θαρρείς, και μετακόμιζε σε άλλο γαλαξία. Τώρα, επέστρεφε από τη δουλειά και χωνόταν στο κρεββάτι της για να διαβάσει. Δημιουργούσε ελεύθερο χρόνο για τα βιβλία, κόβοντας ακόμη και από τον ύπνο της. Αναζητούσε βιβλιόφιλους και εκτός λέσχης για να μιλήσει για βιβλία ή να μάθει από αυτούς. Μέσα της πλέον γινόταν επικριτική σε καταστάσεις και συμπεριφορές που πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν το φυσικό της περιβάλλον. Κι όταν την βρήκαν τα δύσκολα και δύσβατα στην προσωπική της ζωή, τα βιβλία γίνηκαν το καταφύγιο κι η παρηγοριά της.
Στο Βαμμένο Πουλί και Το Δέρμα είχε πλέον γίνει οργωμένη γη για να δεχθεί, να συναισθανθεί, να συμπάσχει με τη βαναυσότητα και την ισοπεδωτική δυστυχία που σαρώνουν τις ζωές στα απότομα γυρίσματα της Ιστορίας. Σαν ήρθε και η ανάγνωση του Μια γυναίκα, η ματιά της στράφηκε πίσω, στο δικό της οικογενειακό γίγνεσθαι, στα πώς και τα γιατί που είχαν αποσιωπηθεί. Τα βιβλία είχαν γίνε πια αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης της. Δειλά ξεκίνησε να δοκιμάζει να γράφει και ολοκληρωμένους σχολιασμούς για όσα τη χάραζαν.
Έτσι, όταν η Ορλάντο της πρότεινε να γίνει συντονίστρια σε μια άλλη λέσχη, μετά την πρώτη έκπληξη και απορία, δέχτηκε! Το Φοβάμαι Ταυρομάχε ήταν εκεί για να την συνδράμει με τον κόντρα για την προσωπικότητά της ήρωά του, όπως κόντρα στην προηγούμενη ζωή της την είχαν φέρει τα βιβλία που είχε διαβάσει. Ο συγκερασμός του τότε με το τώρα, στάθηκε αφορμή και για το βιβλιοφιλικό όνομά της: Ελίζαμπεθ Λεμεμπέλ. Εκείνη ήταν που πλέον βάδιζε στον Δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο.
Σήμερα, αν τύχει και συναντήσετε μια γλυκιά, κομψή γυναίκα ντυμένη με το ατσαλάκωτο κοστούμι της να κάθεται χωρίς ενδοιασμό στα λασπωμένα σκαλοπάτια για να πιάσει ψιλή κουβέντα με μια συγγραφέα που τη συγκινεί, μην απορήσετε. Γιατί τα βιβλία μπορεί να μην αλλάζουν το φαίνεσθαι, αλλάζουν όμως το είναι.
Είναι επικίνδυνα!
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου
. Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου, Μυριέλ Μπαρμπερί
. Φαρενάιτ 451, Ρέι Μπράντμπερι
. Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, Πρίμο Λέβι
. Confiteor, Ζάουμε Καμπρέ
. Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, Όσιαν Γουάνγκ
. Το Βαμμένο Πουλί, Γιέρζι Κοζίνσκι
. Το Δέρμα, Κούρτσιο Μαλαπάρτε
. Φοβάμαι Ταυρομάχε, Πέδρο Λεμεμπέλ