Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα (Για το βιβλίο “Εγκέφαλος Ψάρι” της Λίλιας Τσούβα)

Τι μπορεί να κρύβει, άραγε, ο θαλάσσιος κόσμος, μέσα στον οποίο τοποθετεί η Λίλια Τσούβα τα θεμέλια της πρόσφατης ποιητικής της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Εγκέφαλος Ψάρι; Και τι μπορεί να κρύβει ο στεγανά κλεισμένος εγκέφαλος ενός ψαριού επίσης στεγανά απομονωμένου από τον κόσμο του αγέρα και της ξηράς και καταβυθισμένου σε άπατα νερά; Περιβεβλημένος από το τόσο διάφανο, ο εγκέφαλος ψαριού ίσως να έχει πιο καθαρή εικόνα για τα ανθρώπινα και να είναι σε θέση να αποφανθεί με σοφία περισσή για αυτά. Ίσως στο σκοτάδι του βυθού να ενδημούν περισσότερο οι μεγάλες αλήθειες, που θα αποκαλυφθούν μοναχά σε επιδέξιους δύτες. Τούτη την καταβύθιση επιχειρεί η Λίλια Τσούβα, σε έναν βυθό ατάραχο, στον οποίο μεταπήδησε για να γλιτώσει από την εξωτερική φουρτούνα. Οι  καταιγίδες του έξω κόσμου υποτάσσονται στη νηνεμία του θαλάσσιου και διαμορφώνουν έναν κόσμο κρυστάλλινο, καθαρό.

Διαπερνώντας το βάθος, πιάνει στο χέρι της το υγρό χώμα της αρχής των πάντων και οδεύει προς την αμφίβολη επιφάνεια έχοντας μια πολύ καλή πρώτη ύλη για τη στερέωση του στοχασμού, για το λάβωμα της ιδέας: ο κόσμος ο θαλασσινός αποκτά τη δική του καθημερινότητα, μεταπλάθεται συχνά σε κόσμο ανθρώπινο, που φιλοξενεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τις τάσεις, τις αντιστάσεις, που ο ίδιος ο άνθρωπος μοιάζει να έχει από καιρό καταχωνιάσει στον δικό του προσωπικό βυθό, και αποκλείει τις παραπλανητικές και υποκριτικές παραστάσεις. Όλα μεταφράζονται μέσα από θαλάσσιους συμβολισμούς, στην υγρή, ρευστή τους μορφή, μιας και ρευστός είναι ο κόσμος που εκπροσωπούν, ρευστή κι αβέβαιη η ανθρώπινη σκέψη κι ανάσα.  Θαυμαστή η ανάβαση στην επιφάνεια, με θαλάσσιους αποτοξινωτικούς οργανισμούς να κοσμούν το θαλάσσιο ταξίδι, φυτρωμένα φύκια και μελανά μελάνια να εκτοξεύονται από σφριγηλά ασπόνδυλα κορμιά, που κάποτε αποκτούν σάρκα και οστά και μεταλλάσσονται σε ανθρώπινους οργανισμούς. Μα και επώδυνη συνάμα, καθώς εκεί στο ύψος του αφρού αρχίζει να αντικατοπτρίζεται ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος που μόνο από την ανάποδη ιδωμένος μπορεί να πει την αλήθεια του τη μελανή και μελανωμένη, γιατί από την εξωτερική του πλευρά παραμένει αφιλόξενος και υπονομευτικός για την ευκρίνεια της ματιάς: Κλείνουν τα όστρακα / στην ακτή / Χήνες αποδημητικές / στον ουρανό. / Λευκοί καρχαρίες / στη θάλασσα. / Έρημος / στον εγκεφαλικό φλοιό («Λέπια Ημέρας, II», σελ. 12).

Το ποιητικό υποκείμενο περιδιαβαίνει τον άφιλο πραγματικό κόσμο μέσα από τη φιλική θαλάσσια εκδοχή του και καταμετρά τις πολλαπλές εκδοχές του θανάτου, τις οποίες ο άνθρωπος τεχνηέντως μηχανεύεται αυτοφαλκιδευόμενος. Πρώτος στη σειρά, ο θάνατος που ενσπείρει το  κέρδος, ο αργός, δυσδιάκριτος, μα πάντα τελεσφόρος στα χτυπήματά του. Κρανίου τόπος η στεριά, τερατούργημα ενός ανθρώπου-δυνάστη, που ναρκισσιστικά μηχανεύεται την επόμενη πύρρειο νίκη και καταδικάζει όποιον την αντιμάχεται: Γάλα τα παιδιά ζητούν / βόμβες ολόγυρα σφυρίζουν / σκοτάδι στον πλανήτη επικρατεί / πίνουν χημικά τα παιδιά […] ο Γαλιλαίος την πυρά του επιμένει να δει, / ενώ αναζητά ακόμη / την εξίσωση αγάπης / ο Αϊνστάιν («Μεσάνυχτα», σελ. 59). Η αναπήδηση των τεσσάρων στοιχείων, των προσωκρατικών ριζωμάτων, που έσπειραν κάποτε αισιόδοξα τη ζωή, παγίδεψε τα «πρέπει» των Μοιρών στις επιβουλές της Επιστήμης, που ενδύθηκε το τερατώδες πρόσωπο της Μέδουσας και σφράγισε για πάντα το μπουκάλι που μετέφερε πλέοντας στο αρχέγονο ουράνιο ποτάμι το αντίδοτο της φθοράς: Οι Μοίρες κρύφτηκαν στο σπήλαιό τους. / Νέα Κλωθώ, Λάχεσις κι Ατροπός μαζί, κι η Επιστήμη. / Όταν κοιτιέται όμως στον καθρέφτη / μέσα εμφανίζεται μια Μέδουσα: / η άλλη όψη της. / Φ ί δ ι α τα μαλλιά της. / Πυροβόλα ό π λ α η φωνή της. / Και πάλι δεν / ο άνθρωπος κατανοεί / το μήνυμα που / από τ’ αστέρια ήρθε («Ένα μπουκάλι από τ’ αστέρια», σελ. 49). Βορά το φυσικό περιβάλλον στη λύσσα του κάθε αλγόριθμου· ο τελευταίος καθίσταται λόγος καθοριστικού διαζυγίου μεταξύ ανθρώπου και φύσης και μακριά από αυτήν ο άνθρωπος με τη σειρά του στέκει αμήχανος στις επικείμενες μεταλλάξεις: Μέσα από μοντερνιστικά συμφραζόμενα, τυποποιημένες κομψές καρικατούρες, έχουν αποκτήσει κεφάλια-αυγά, πυρηνικές βόμβες στην άκρη του κορμιού τους έτοιμες να εκραγούν, παρέα με άλλα κεφάλια από τους απέναντι ουρανοξύστες, κεφάλια άρρωστα, με αποκαλυπτική τη χλωμάδα της νόσου: Ο κύριος Γουλφ / είναι ταραγμένος. / Το αυγό που έχει για κεφάλι / ποθεί να εκραγεί. […] Και τελευταία, αυγά / ανατινάζονται συνέχεια / στα κτίρια χλωμά («Ο Κύριος Γουλφ», σελ. 45).

Παρήγορη αποκάλυψη ότι μόνο στη συντριβή θα βρεθούν με τους άλλους, θα συγκλίνουν, επιτέλους, στο τέρμα οι παράλληλοι μονόδρομοι της πορείας τους στη γη, για να έρθουν αντιμέτωποι με την πικρή διαπίστωση ενός ακόμη ήδη συντελεσμένου θανάτου, αυτού των σχέσεων. Τα ανθρώπινα πρόσωπα έχουν εν ζωή ακόμη την κρυάδα του νεκρού. Κάθε  διαδρομή παραμένει μοναχική, γεμάτη από τα αποσιωπητικά που συγκαλύπτουν επιδέξια όσα ξεχάσαμε, δειλιάσαμε ή αδιαφορήσαμε να πούμε: Σε ονομάζω ξένο. / Τις νύχτες / στις ξεχασμένες όχθες / απλώνονται μικρές τελείες, οι / λέξεις που δεν θα προφέρουμε ποτέ («Πολύ μακριά», σελ. 58). Όλη η ζωή ένα κενό από χάδια, από λόγια, από βλέμματα αλήθειας. Οι άνθρωποι οξυγονώνονται μόνο κατ’ επίφασιν, καθώς το νερό τους, κατά την ποιήτρια, στέκει στάσιμο, παρμένο από βαλτώδεις πηγές που τρέφουν αμοιβάδες-μοναξιές, οι οποίες πέρα από την ακινησία που της χαρακτηρίζει, έχουν την ιδιότητα να πολλαπλασιάζονται διαιρούμενες: Πίνω κανάτες στάσιμο νερό. Η /μοναξιά μου αμοιβάδα («Εγκέφαλος Ψάρι, V», σελ. 27).

Σε μια ρεαλιστική αποδόμηση των κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, εκεί στο τέρμα της ζωής, όταν οι απολογισμοί επιβάλλονται ‒ή, τουλάχιστον, γητεύουν με την παρηγορητική ενστάλαξη μιας κάποιας σοφίας‒ η ποιήτρια αποτολμά τη μόνη αδιάψευστη αλήθεια: ο άνθρωπος αδυνατεί να πλησιάσει τον συνάνθρωπο, επειδή δεν μπορεί να αγγίξει τον δικό του εαυτό. Απομακρύνεται από κάθε τι αυθεντικό, από κάθε τι που συνιστά τον δικό του ανθρωπογεωγραφικό χάρτη, από κάθε τι που σφραγίζει τη δική του συναισθηματική κι αξιακή  πατρίδα. Μεγαλώνει μακριά από τον ίδιο του τον εαυτό, παλεύει ανάμεσα στην επιθυμία του για αυτόν και τη δυσκολία του να πιάσει λιμάνι, για να μείνει τελικά  νικημένος εκεί στην προκυμαία, να ατενίζει το νησί που φέρει το όνομά του να καταβυθίζεται. Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού, συμφωνεί με την ποιήτρια Μαργαρίτα Παπαγεωργίου το ποιητικό υποκείμενο και υπερθεματίζει: Γι’ αυτό ίσως μεγαλώνουμε, / καθώς η πατρίδα ολοένα / απομακρύνεται («Ο νόστος του (ε)αυτού» I, σελ. 65). Πόσο εμπνευσμένη η ποιητική σύλληψη, όταν καλείται να αποδώσει έναν εαυτό μετανάστη από το ίδιο του το είναι, από την ίδια του τη μνήμη. Που αποποιείται τον νόστο του Αινεία που σήκωσε κειμήλια προγονικά για  να παγιδέψει τη μνημοσύνη, τον νόστο του Οδυσσέα, που του αρκούσε να έβλεπε τον καπνό της πατρίδας του κι ας πέθαινε, και συναινεί παραιτημένος να πιει το νερό της λησμονιάς: Μεγάλη είναι ξενιτιά / το ξερίζωμα της μνήμης, δεν / χωρά σε ποιήματα / που δεν διαβάζει πια κανένας [(«Ο νόστος του (ε)αυτού, II», Σελ.66)].

Η ποιητική ματιά, ευαίσθητη στην κοινωνική αδικία, διαμαρτύρεται για έναν συντελεσμένο εδώ και αιώνες θάνατο, τον οποίο η κοινωνία βαυκαλίζεται ότι καθημερινά νικά. Παρά τις ηχηρές περί ισότητας βεβαιότητες, το γυναικείο φύλο παραμένει τεχνηέντως θήραμα στα  ηδονοβλεπτικά ένστικτα σαρκοφάγων κυνηγών, που φαίνεται να έχουν εξασφαλίσει μόνιμη άδεια σε μια ατέρμονη κυνηγετική περίοδο. Οι γυναίκες-πουλιά καθίστανται στόχοι σε επίδοξα τουφέκια, που καταλήγουν βορά σε στόματα σκυλιών με σάλια τρεχούμενα μπροστά σε ένα γυμνό κορμί που γεννήθηκε για να υπηρετεί τη γέννηση. Εργαλείο ικανοποίησης για το «αριστοκρατικό» φύλο, που καταπίνεται ως συνοδευτικό για να κορέσει ζωώδεις πείνες σε κάθε εποχή, επάξιο βραβείο για ευτελείς πρωτιές σε έναν αγώνα επίδειξης της αρσενικής ματαιοδοξίας: Οι έξι γυναίκες όταν στάθηκαν / ημίγυμνες στην πασαρέλα / κεφάλι είχαν πουλιού. / Γνώριζαν πως κάτω απ’ την εξέδρα / παραμονεύει ο κυνηγός. / Το σκυλί του με  / τα δυνατά σαγόνια ξε- / σκίζει εύκολα τα μεγαλόσωμα πτηνά («Γυναίκες φασιανοί», σελ. 51). Στίχοι που σφάζουν με το γάντι, παρουσιάζοντας με εύσχημο και γλαφυρό τρόπο, εμμέσως πλην σαφώς, το οδυνηρά ρεαλιστικό περιεχόμενο της φθοράς, της παραφθοράς, της διαφθοράς και της κάθε είδους συμφοράς.

Βαθιά φιλοσοφημένη η ποίηση της Τσούβα δεν θα μπορούσε να μην αγγίξει την πραγματικότητα του βιολογικού θανάτου με τον τρόπο που του αξίζει, ως του πιο ευγενούς θανάτου, που ισοπεδώνει την ανθρώπινη αλαζονεία και αναδεικνύει το μεγαλείο της ψυχής. Τη δική του αδιάψευστη αλήθεια μόνο τα τυφλά μάτια του σοφού θα μπορούσαν να διακρίνουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπόρχες, μέσα από το σκοτάδι των ματιών του, κάπου εκεί στο λαβύρινθο της Κνωσσού προτείνει σε κάθε Μινώταυρο μια άλλη στάση απέναντι στο αναπόφευκτο, αυτή του ζεστού, αξιοπρεπούς αποχαιρετισμού μετά το τέλος της διαδρομής: Ασύλληπτος ο χρόνος / κι η μοίρα του ανθρώπου δεδομένη. / Δεν ξέρω γιατί / ένα τέρας / και τόσοι αιώνες χρειάστηκαν / για την αλήθεια αυτή. / Σίγουρα θα σου άρεσε / ένα ποτήρι δροσερό νερό, / λίγο γλυκό καρπούζι / ύστερα από τέτοιον άθλο. / Κι έχει  μια ζέστη θάνατο («Ο Μπόρχες στην Κνωσσό», σελ. 33).

Με την ίδια ζέση τα λόγια του στωικού πατέρα στο αγαπημένο του παιδί λίγο πριν από την κόψη του νήματος της ζωής ανάγουν τον θάνατο σε μια οικεία επιστροφή, σε ένα απαλό λίκνισμα από το φύσημα ενός ευνοϊκού αγέρα, που επιτέλους οδηγεί στη μόνιμη, κοινή κατοικία: Οι άνεμοι σε λίγο θα / Κάποια στιγμή / Όλοι φυσώντας /  Φτάνουμε / Σπίτι («Λέπια Ημέρας, VII», σελ. 17).  Εσκεμμένα ανυποψίαστος ο άνθρωπος βιώνει την παροδική του λάμψη στη γη αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τα μαύρα σύννεφα που τον περιμένουν στην απέναντι όχθη. Ένα πείσμα, ένα γινάτι να αρνηθεί τη μοναδική αλήθεια, ίδιο με αυτό της «Μιχαέλας και της Φλοράνς» (σελ. 34), που δεν παρατήρησαν ποτέ τον μαύρο του τρένου καπνό, που τις αποτέφρωνε, μα και της Σου ακόμη («Tea Time», σελ. 35), που ερωτοτροπούσε με το παραμύθι της ζωής και δεν είχε τον κροταλία /  δει ‒σιωπηλός καθώς κρυβόταν / στις φυλλωσιές της μουσμουλιάς.

Είναι κι αυτός, λοιπόν, ένας τρόπος για να γίνει υποφερτό το ανυπόφορο τέλος του θανάτου·  το να ζει κανείς εθελοτυφλώντας απέναντι στη μόνιμη παρουσία του. Το να σπέρνει ζωή και να την προικίζει με όνειρα, μα κυρίως το να αντιτάσσει στη δική του ελεγειακή πρόταση απουσίας το ρυθμικό και ξέφρενο τραγούδι της παρουσίας. Τον ρυθμό σε αυτό αξιώνει να κρατήσει η ποιήτρια, ένα αδιάκοπο τέμπο, θλιβερό κάποτε κι άλλοτε μελαγχολικό, μα πάντοτε παραμυθητικό και κατευναστικό, ένα τέμπο που αντλεί τις δυνάμεις του από αστείρευτες πηγές και υπόσχεται να δίνει παλμό ακόμη και στην άυλη σάρκα, να βρίσκει την ομορφιά και να τη διαχέει, για να ομορφαίνει την πιο δυστοπική πραγματικότητα: Δεν έχω ακόμα ως φαίνεται τελειώσει το τραγούδι μου / Δεν έχω όλη τρυγήσει / την πάχνη από την τριανταφυλλιά στον κήπο. / Δεν θόλωσαν τα μάτια μου στην ομορφιά του φθινοπώρου («Ο αειθαλής άνδρας με την κατάμαυρη στολή», σελ. 67).

Η ποίηση της Τσούβα είναι εκφραστικά πυκνή και θεματικά πληθωρική. Με μοναδική δεξιοτεχνία χρησιμοποιεί τη νεωτερική της γραφή, για να αποδώσει μέσα από τη μοντερνιστική της μορφή τις παραδοσιακές κι ατράνταχτες αλήθειες της ζωής. Το καθημερινό λεξιλόγιο, κεντημένο με την κλωστή του ελλειπτικού και συμβολικού λόγου, ανάγει το απτό και συγκεκριμένο σε καθολική αλήθεια και με τη μέθοδο της επαγωγής ψιθυρίζει τα αιώνια μυστικά που κινούν την κοσμική νομοτέλεια. Το καταθλιπτικό μοτίβο της φθοράς και του θανάτου, αισθητοποιημένο με ευρηματική εικονοποιία, ζωντανά χρωματισμένο κυρίως με το άλικο χρώμα και αρωματισμένο με τις μυρωδιές της Άνοιξης, μετατρέπεται σε τελική κατάφαση στη ζωή, η οποία ‒παρά το βέβαιο της ήττας της‒ επιμένει  να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της.  Λέξεις μεταξύ τους θεωρητικά ασύμβατες (δάκρυα κύματα, νόστος έρωτας, υδαρής καθρέφτης, μισοφέγγαρα ψαλίδια) σιμώνουν περιπαικτικά και σε ένα στοχαστικό στροβίλισμα  επεκτείνουν η μια της άλλης τις νοηματικές διαστάσεις και, τελικά, το βάθος της ερμηνευτικής ανταπόκρισης. Αγαπημένο σχήμα η προσωποποίηση, που με την επίκτητη ανάσα που χαρίζει, προσφέρει αφενός στην αδράνεια σωματική κίνηση, προωθώντας το αφηγηματικό υπόστρωμα της ποιητικής σύλληψης, αφετέρου συναισθηματική συν-κίνηση, εκτοξεύοντας στα ύψη την αισθητική απόλαυση και την ψυχική ολοκλήρωση του αναγνώστη.

«Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», ομολόγησε ο Φρόυντ, και σίγουρα η συλλογή Εγκέφαλος Ψάρι υπήρξε ένας από τους πρώτους επισκέπτες των θεωρητικών τόπων. Μια συλλογή γεμάτη από στοχασμούς ενδεδυμένους το πιο ταιριαστό στιχουργικό και λεξιλογικό περίβλημα, ενσαρκωμένους στην πιο πνευματώδη μορφή, μια συλλογή στην οποία το εύρος και το βάθος της ποιητικής ιδέας συναντά την απελευθέρωσή της από κάθε νοητό φραγμό. Παρέα με πρόσωπα μυθικά και ιστορικά, με απλούς και αναγνωρισμένους ανθρώπους ή ονομαστούς ήρωες, η ποιήτρια περιδιαβαίνει τον κόσμο στη διαχρονία του, για να καταδείξει ότι οι ανθρώπινες αγωνίες είναι ίδιες, ίδια η μεγαλοσύνη του ανθρώπου και ίδια η ροπή του στην αριστοτελική «ακρασία». Ίδια, όμως, και η αγωνία της ποιήτριας να μεταφέρει «από το βάθος του  πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, / απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα, / μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιόητητας». Να δώσει φωνή στη σοφία της θάλασσας, να ψαρέψει τα αιώνια μυστικά της, να μεταφέρει ως σύγχρονη Σίβυλλα από το σκοτάδι του βυθού δυσερμήνευτους χρησμούς. «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα», ψιθύρισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Πράγματι, η Λίλια Τσούβα μεθόδευσε με αριστοτεχνικό τρόπο τη θαλάσσια κατάβασή της και ανέβηκε στην επιφάνεια με γεμάτα όλα της τα αγκίστρια.

 

Ισιδώρα Μάλαμα

Φιλόλογος, συγγραφέας εκπαιδευτικών βιβλίων, επιμελήτρια κειμένων

Περισσοτερα αρθρα