Με την έβδομη ποιητική του συλλογή (Προσεγγίσεις μετά την απόσταση, εκδ. Δωδώνη 2022) ο καταξιωμένος Ρόδιος ποιητής Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ, με λιτό και πυκνό λόγο που φτάνει ώς τον υπερρεαλισμό, μέσα από τριάντα ποιήματα προσπαθεί να ισορροπήσει τις υπαρξιακές του αγωνίες και τις ευαισθησίες της ζωής, μέσα σε μια μνήμη ζώσα και ενεργή που δυναστεύεται καθημερινά από τη μοναξιά, τα αδιέξοδα της αγάπης και του έρωτα, το πένθος και την αδικία, με την ελπίδα να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο, εξαγνίζοντας το «μισόσβηστο φως» να γίνει απαστράπτον, να μη βαραίνει άλλο τους έρημους δρόμους που δοκιμάζουν τις αντοχές των ανθρώπων.
Τα ποιήματα έχουν σφριγηλότητα και κρύβουν το νόημά τους πολύ βαθιά, λες και είναι ζωντανοί οργανισμοί ανεξερεύνητοι, που επιτρέπουν όμως περαιτέρω προβληματισμούς και εμβαθύνσεις. Τα κάνει ελκυστικά η πλούσια εικονοποιία, ο λυρικός τονισμός και η άρτια γλωσσική τους απεικόνιση, με όλα τα υλικά διαλεγμένα με μόχθο και δοσμένα με έξυπνο τρόπο: «Προς τα πού βρίσκεται η λάμψη-/ Αυτή που αντανακλά/ το αναρρίγημα της μοναξιάς/ Κι άλυτες παραμένουν μια ζωή/ Οι εξισώσεις της Αιωνιότητας;» (σελ. 17, «Οι εξισώσεις της Αιωνιότητας»).
Είναι μια ποίηση περισσότερο του αισθητικού νοός, όπως πολύ σωστά μας προϊδεάζει και το εξώφυλλο του βιβλίου, αλλά τα συναισθήματα δεν παύουν να κυριαρχούν και να ερεθίζουν τη σκέψη του αναγνώστη να ψάξει να βρει σημεία που προσθέτουν χρώμα στης ζωής του το νόημα.
Το όραμα που ο ποιητής έχει βάλει ως μότο όλης της ποιητικής συλλογής, εκφράζεται από τα λόγια του Arthur Rimbaud: «Φτάνουν αυτά που είδα/ Το βρήκα το όραμα/ Σ’ όλους τους ουρανούς.» (μτφρ. Διώνη Δημητριάδου). Ναι, σε όλους τους ουρανούς μπορεί ο χρόνος να μένει «ανέκφραστος», αλλά ανακαλύπτει ο ήλιος διαβάσεις που μπορούν να συμβούν μέσω του φωτός τις «ανατροπές», ακόμα και όταν βρισκόμαστε «στην έρημο της μοναξιάς» και της απόγνωσης.
Ίδιοι είμαστε. Περιπλανώμενοι. Με το ίδιο καραβάνι διασχίζουμε το χρόνο χτίζοντας τις δικές μας μνήμες, με τα δικά μας εφόδια και τις δικές μας αντοχές, ακολουθώντας τα ιδανικά πιστεύω μας. Τι κι αν ο δρόμος είναι δύσβατος κι ο καιρός που περνά κάνει τις δυνάμεις μας να συρρικνώνονται, εμείς συνεχίζουμε απτόητοι το ταξίδι, γιατί μένει αναλλοίωτη η ανάγκη της αγάπης για συνεχή ανατροφοδότηση, η ζωή να ξανανιώνει με τον έρωτα, η φλόγα να μη σβήνει. Ο ποιητής μάς αφήνει να καταλάβουμε, πως δε μένουμε ποτέ άπρακτοι, γιατί: «Με τα θραύσματα του ανέμου…/ Μας ταξιδεύουν οι ήχοι που ξεκολλούν/ Απ’ το τίποτα κι απ’ τον ψευδάργυρο του χτες./ …με πόδια μουσκεμένα και βήματα θολά/ …(ν’ απομακρυνθούμε) απ’ τη βασιλεία/ Του λασπόνερου και της πράσινης χαλαζόπτωσης» (σελ. 22, «Η άκαμπτη σιωπή»).
Μπορεί να μην το θέλουμε, αλλά οι αναμνήσεις είναι τόσο τυραννικές, που μας θολώνουν το μυαλό, και έτσι δεν κάνουμε σωστή διαχείριση του χρόνου: «Φεύγαμε και ξαναγυρνούσαμε ακροπατώντας/ στα συντρίμμια των αναμνήσεών μας. Εκεί που/συχνά συνηθίζουμε να λέμε «Γιατί να είναι άραγε/ έτσι φτιαγμένη η φύση των πραγμάτων -δίχως/ απαντήσεις- μέσα στο πλήθος της σιγαλιάς;/ Γιατί να κοπιάζουμε σε μέρη σκιερά μονάχα για τον επιούσιό μας;» (σελ. 9, «Ο χρόνος ανέκφραστος»).
Μα, είναι πολύ δύσκολη η καθημερινότητα, γιατί προϋποθέτει συνεχή προσπάθεια. Κι ευτυχώς που συμβαίνουν, όπως λέει ο ποιητής κάποιες ανατροπές, που την κάνουν λίγο υποφερτή: «Ανοιγοκλείνουν πόρτες παράθυρα/ Δροσίζοντας τους ταλαιπωρημένους» (σελ. 10, «Μικρές ανατροπές»). Το να μένουμε όμως απλώς να κοιτάμε τη σκληρότητα του καθημερινού και του εφήμερου που διαβρώνει τα πάντα, δεν είναι γενναία πράξη, είναι μια προσπάθεια απόσυρσης της ευθύνης, σκέτη δειλία. Κουβαλώντας το εσωτερικό μας χάος περπατάμε και δεν ακούμε γύρω μας τα πουλιά να κελαηδάνε κι ο δρόμος μοιάζει έρημος και μοναχικός: «Προς τα πού πηγαίνετε;/ Μας ρωτούν οι άγνωστοι του τόπου./ Βαραίνουν τα βήματα στην έρημο της μοναξιάς/ Και μόνον οι ζωγράφοι/ Γνωρίζουν καλά τα χρόνια,/ Όταν αποτυπώνουν με χρώματα/ Τις υπεκφυγές του σύμπαντος/ Με το θρηνητικό νανούρισμα/ Των πουλιών που αγάπησαν.» (σελ. 11, «Στην έρημο της μοναξιάς»).
Μόνο η ανεκτικότητα ταιριάζει σ’ αυτούς που ακολουθούν στερημένη ζωή. Αλλά όταν συνεχίζεις να παλεύεις, υποβάλλεσαι σε περιπέτειες και δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο παρά να φτάσεις στο ποτάμι, να βρεις την όποια λύτρωση. Εκεί στα κλαδιά των δέντρων «αιωρούνται οι ψυχές/ Όσων κατοίκησαν στη στέρηση/ Κυματίζοντας την ανεκτικότητα/ Σαν ανταύγεια φωτός/ Που επιτάσσει το άλγος της νοσταλγίας». Αλλά, όπως συμπληρώνει ο ποιητής: Δεν είναι η ώρα «για συνειρμούς αδικοχαμένων» (σελ. 12, «Είναι πολύ νωρίς»).
Δεν έχουν χρόνο ν’ ασχοληθούν οι άνθρωποι με τη φθορά του σώματός τους, με τα γηρατειά, που παραμονεύουν σε κάθε τους βήμα, με τις σκιές που πίσω τους τρεμοπαίζουν συνέχεια. Μόνο στον ύπνο τους αφήνονται ν’ αναρωτιούνται: «Ποια να ’ναι εκείνη – / Της απουσίας η αυγή/ Που όλοι μαζί κάποτε θα τραγουδήσουμε/ Ενωμένοι./ Και ποιοι θα μας δώσουν τη βεβαιότητα/ Της θέλησης για μια πάλη/ Ενάντια στα χιλιοειπωμένα/ Με το πιο αχνό αποτέλεσμα -/ Less is more and not anymore» (σελ. 14, «Η αυγή της απουσίας»). Και ο χρόνος σα νερό κυλά… «Αναφωνεί ξάφνου κι η μάνα που δακρύζει./ Παρατηρώ την παλιά σκουριασμένη βιτρίνα/ Το πώς απλώνεται το ξεθωριασμένο βελούδο/ Κι αλλάζει χρώματα με την αφή/ Έτσι όπως φεύγουν κι οι μέρες/ Μέσα απ’ τα δάχτυλά μας διαρκώς/ Κι απομακρύνονται αχνά στη στιγμή/ Απ’ όλα τα υλικά πράγματα/ Που άδολα πλήττουν τον καιρό μας» (σελ. 16, «Η μάνα που δακρύζει»). «Κι οι άνθρωποι πενθούν…/ Πενθούν λες τις μυρωδιές που χάσανε…// Κι όλα τα συναισθήματα τέμνονται/ Από την απουσία». Αλλά στο γεράκο που μένει μέσα στο ερημικό σπίτι «διακρίνεις μια λεπτότητα κίνησης/ Που ενθαρρύνει τις αποφάσεις του αύριο/ Ενώ παραμένουν πάντα άκλαυτοι/ Πάνω απ’ τα ερείπια των σπιτιών οι πολλοί» (σελ. 19-20, «Μέσα στο ερημικό σπίτι»).
Υπάρχει βέβαια και η άκαμπτη σιωπή, που με κάποια «λίγα προσανάμματα», μας διασώζει, αν και… «Ο συμφυρμός των λέξεων/ Τα τραγούδια των αιώνων/ Η δυναστική του νερού δύναμη…/ Λειτουργούν όλα διαχωριστικά/ Και συνηθίζουμε να βλέπουμε με τ’ αυτιά/ Ν’ ακούμε με τα μάτια,/ Έτσι ψιθυριστά/ Με την επαύξηση των ερωτηματικών/ Μέσα στην πιο βαθιά νύχτα/ αγνοώντας το καλοκαίρι» (σελ. 21, «Η άκαμπτη σιωπή»).
Πόσο θα μας βοηθούσε μες στην περιπλάνηση ν’ ακούγαμε πιο αισιόδοξα μηνύματα, να μας λεν, πως: «Με φωνές συλλογικές,/ Σαν αρχαίας τραγωδίας,/ Γεννιούνται μπροστά μας πρόσωπα νέα…// Αναζητώντας διεξόδους αντίστασης// Μ’ ενάργεια αισθημάτων,/ Ολοένα (να) ξεμακραίνει το σκοτάδι…» (σελ. 23-24, «Διέξοδοι αντίστασης»). Θα ήμασταν κι εμείς μέσα σ’ αυτούς και θ’ άλλαζε πορεία η ζωή μας. Μ’ αυτήν όμως, τη μεταμόρφωση χωρίς αληθινά αισθήματα, χωρίς να βλέπουμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη, που έχει θρυμματιστεί, θα νιώθουμε μόνοι, γιατί θα λείπει η αγάπη: «Παραμένουμε εμείς και ο καθρέφτης/ Που θρυμματίζεται στο πρόσωπό μας/ Κι όμως ανέπαφη πώς – πώς διατηρείται/ Η στέρηση της αγάπης;» (σελ. 25, «Η στιγμή των μεταμορφώσεων»). Κι απορούμε, γιατί: «Όταν θέλουμε όλα να τα ξαναστήσουμε/ Δίχως συμβιβασμούς απ’ την αρχή/ Νήματα λεπτεπίλεπτα αιωρούνται/ Και μας ενώνουν με λέξεις αιχμηρές» (σελ. 26. «Δίχως συμβιβασμούς»). Αλλά συμβαίνει να μη σβήνει «ο τρόμος των θυελλωδών ανέμων», κι έρχεται ένα κορίτσι πίσω απ’ την τζαμαρία, σα να «θέλει ν’ αποσύρει όλες/ Τις αποθηκευμένες λέξεις/ Και να τις βάλει ενέχυρο/ Στο θησαυροφυλάκιο των επιθυμιών/ Για ένα έρωτα που ποτέ δεν υπήρξε»… Παρ’ όλα αυτά «συνηθίζει να παραμένει στην ίδια θέση/ Ξεχνώντας μέχρι αργά πως πρέπει/ Να διατηρηθούν ζωντανά τα προσχήματα.» (σελ. 27, «Το κορίτσι πίσω από την τζαμαρία»).
Είναι και «Το αχαλίνωτο της νιότης», σελ. 32, που φανερώνει πως «Τα ερωτηματικά μέσα στα βλέφαρα/ Κυλούν ασταμάτητα σαν αντηχεία/ Των γιαλών που λειαίνουν τα βότσαλα/ Κι εισάγουν το αχαλίνωτο της νιότης/ Δίχως να ’χουν κάτι να μας πουν». Υπάρχουν φορές που «… οι συγκινήσεις προεξέχουν/ Από τις φλόγες και το αίμα,/ Όπως τα επιτύμβια που είναι ανάγλυφα/ Και προβάλλουν μέσα από τις πικροδάφνες» (σελ. 34-35, «Στη γειτονιά των Αμπελόκηπων»). «Όταν ζωντανεύουν τ’ αγάλματα», σελ. 29, «Ίσως θέλουν να ξαναφιλήσουν τ’ αποτυπώματά τους/ Για όσα δεν πρόλαβαν εγκαίρως…// Κι ίσως η άλλη ζωή έξω από το αίμα/ Να είναι γεμάτη με τα παραμιλητά/ Του πιο λευκού λεπτού μέλλοντος.»
Πάλι αυτή η Ηρακλείτεια και Παρμενίδεια σύγκρουση: Σύγκρουση του φωτός με το σκοτάδι: «Κι όμως είμαστε ζωντανοί/ Στο επέκεινα και στο άχρονο θησαύρισμα/ Της πάχνης του ωραίου…// Αναμοχλεύοντας το άγνωστο πένθος της ζωής…// Υπάρχει πάντα μια ποινή όπου/ Μας αφαιρούν όλους τους χαρούμενους ήχους/ Που ανασύρονται από το φως της αγάπης/ Αυτούς που μας διδάσκουν πως τα καλοκαίρια/ Δεν ευδοκιμούν οι έρωτες/ Και τελειώνουν συνήθως/ Στης μοναξιάς το σκοτάδι» (σελ. 36-37, «Η πόρτα του ερέβους»).
Κι αυτή η αίγλη η ανεξήγητη και η σωτήρια, θεωρεί τη σιωπή απαραίτητη να μας ηρεμήσει, να μπουν σε τάξη τα γεγονότα, για να μην αποκτήσει έδαφος η θλίψη και ραγίσουμε: «Όνειρα αφημένα στο φως/ Και στην απόκρημνη ησυχία/ Ανασυντάσσονται/ Αδειάζοντας τ’ αγγίγματα των ανθών/ Στιγμών στον έρωτα πιο δυνατών/ Με τον αναγραμματισμό των πόθων./Άστρα πέφτουν κι εξαφανίζονται/ Κι αστράλια ανέγγιχτα παραμένουν/ Στης νύχτας την ποδιά/ Όταν απροσδιόριστα λεπτό προς λεπτό/ Δημιουργούν μιαν αίγλη ανεξήγητη/ Που εξοργίζει ακόμα και τους σοφούς» (σελ. 48, «Μια αίγλη ανεξήγητη»). Αφού, «κι ο Θεός κάπου κάπου τάσσεται υπέρ/ Των μυστικών συνομωσιών./ Δυο βήματα παραπάνω/ Και βουλιάζουμε συριστικά στις αντεγκλήσεις/ Ιεραρχώντας το κενό…». Όμως, «υπάρχει πάντα ένα σύνορο,/ Ένα σύνορο που αγκαλιάζει τα φωνήεντα/ Και την απαλότητα χνώτων ζεστών.» (σελ. 30-31, «Υπάρχει πάντα ένα σύνορο»).
Κι ύστερα παραμονεύουν κίνδυνοι, που καθιστούν δύσκολο να μείνει αλώβητη η ομορφιά και να μη συμβιβαστούμε. Αλλά ευτυχώς κρατάμε μέσα μας στη μνήμη ένα τόσο πανέμορφο μπουκέτο ευωδιάς, που έχει το δικό του τρόπο να μιλά και να εκθέτει τα πράγματα, για να μην τα νοθεύσει κανείς… Και γίνεται το θαύμα: «Πνοές ανέμου/ Καλπάζουν με τ’ αλογάκια της Παναγιάς./ Σκέψη πρώτη και σκέψη τελευταία/ Πηγάζουν μέσα απ’ τα αποσιωπητικά/ Γιατί πάντα το υλικό της μνήμης/ Είναι φτιαγμένο από πέτρα και σύννεφο/ Σαν τις απίθανες μέρες των χελιδονιών.» (σελ. 38-39, «Ενάντια στην ασχήμια»).
Μπορεί να κουραστήκαμε να ονειροπολούμε, να περιπλανιόμαστε «σε τοπία ερημικά/ …μέσα στη γύμνια της μοναξιάς/ Εκπέμποντας το αμυδρό φως της μελαγχολίας», δεν μπορεί να μένουν όμως, «…στ’ αζήτητα/ Ο έρωτας και η αλήθεια» (σελ. 46-47, «Κουράστηκαν οι άνθρωποι»). Αγωνιούμε, «πότε θα φανεί ο μεγάλος άγνωστος των ονείρων;» (σελ. 43), να μας εγκαρδιώσει, να κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή και να μην παρασυρθούμε από την αιωρούμενη σχετικότητα, που κυκλοφορεί ασύστολα στις μέρες μας, για να μην προκληθεί σύγχυση και αναιρέσουμε αυτά που αγαπήσαμε. Γιατί εμείς «θέλουμε να μείνουμε για πάντα εδώ στους/ ιδιότυπους κήπους της χαράς», (σελ. 49), όταν ξημερώνει να ψάχνουμε και ν’ ανακαλύπτουμε μέσα από μια πλέρια κι αέναη αναζήτηση και άλλες πολύτιμες απαντήσεις σε κάθε μας ζήτημα.
Αυτές τις σπουδαίες δυνατότητες, αυτά τα σπουδαία δώρα θα συνεχίσουμε ν’ απολαμβάνουμε εμείς οι αναγνώστες απ’ την ενασχόλησή μας με την εξαιρετική ποιητική συλλογή του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ Προσεγγίσεις μετά την απόσταση και, όσο θα εμβαθύνουμε σ’ αυτήν, θ’ ανακαλύπτουμε και άλλους ξεχωριστούς θησαυρούς από την ανεξερεύνητη ποιότητα ενός βαθυστόχαστου και μεγαλόπνοου ποιητικού λόγου με άρτια αισθητική αποτύπωση και σύνθεση.
Γιώργος Καραγιάννης
Συγγραφέας, ποιητής