«Πρόσεχε τι εύχεσαι» του Παναγιώτη Δημητρόπουλου

Ξέρουμε από άλλα, κλασικά παραμύθια ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις ευχές μας, ιδίως όταν αναλαμβάνουν να τις υλοποιήσουν υπερφυσικές δυνάμεις. Το παραμύθι αυτό του Παναγιώτη Δημητρόπουλου, σε ωραία εικονογράφηση της Μαριάννας Φραγκούλη, πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα, μόνο που εδώ την ευχή την κάνει ένα παιδί: η Ζωή.

Αχ, η Ζωή, η Ζωή! Δεν είναι ευχαριστημένη με τίποτα και όλο θέλει κι άλλα: κυρίως παιχνίδια! Οι γονείς της τής κάνουν όλα τα χατίρια, μολονότι θέλει ακόμη και πράγματα φίλων της που της αρέσουν. Και, στο σχολείο, γιατί να κουράζεται να βγάζει τα πράγματά της από τη σάκα της, όταν μπορεί να πάρει τα πράγματα των συμμαθητών της;

Σε μια τέτοια περίπτωση, η δασκάλα της ενημερώνει τους γονείς της πως η Ζωή ανακατεύει την τάξη και… μαντέψτε! Η Ζωή μπαίνει τιμωρία. Η μικρή εκνευρίζεται τόσο πολύ, που ξεστομίζει: «Είστε οι χειρότεροι γονείς που θα μπορούσα να έχω!!! Σας μισώ!!» και αμέσως μετά εύχεται να εξαφανιστούν…

Το επόμενο πρωί συναντά δύο δίδυμα κορίτσια, που την περιμένουν στον κήπο. Όπως αποδεικνύεται, είναι δύο νεράιδες που την παίρνουν για μια βόλτα στο δάσος. Μην σας φαίνεται παράξενο που είναι νεράιδες ενώ δεν έχουν ούτε φτερά ούτε μαγικά ραβδάκια ούτε χρυσόσκονη. «Σήμερα οι νεράιδες δεν μοιάζουν καθόλου με τις νεράιδες των παραμυθιών. Ντύνονται με κανονικά ρούχα, ζουν σε συνηθισμένα σπίτια και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να τις ξεχωρίσεις».

Σύντομα το δάσος εξαφανίζεται και η Ζωή με τις νεράιδες μεταφέρονται σε ένα μέρος όπου υπάρχει πόλεμος. Κι όταν η Ζωή αναρωτιέται τι κάνουν εκεί, οι νεράιδες με σοβαρότητα της εξηγούν ότι την πήγαν εκεί για να γίνει η ευχή της πραγματικότητα, να εξαφανιστούν οι γονείς της… Είναι εκεί, μέσα στη δύσκολη πραγματικότητα που βλέπει γύρω της, που η Ζωή  καταλαβαίνει πως, αν ήταν με τους γονείς της, δεν θα φοβόταν. Είναι εκεί που σκέφτεται πόσο τυχερή είναι που τους έχει. «Θα χάριζα όλα μου τα παιχνίδια μόνο και μόνο για να γυρίσω στο σπίτι», σκέφτεται.

Δεν προλαβαίνει να κάνει αυτή τη σκέψη και αμέσως ξαναβρίσκεται στο δάσος. «Άντε βιάσου… γύρνα πίσω στους γονείς σου. Και μην ξεχάσεις ποτέ πόσο τυχερή είσαι που τους έχεις!», της λέει η μία νεράιδα, αποχαιρετώντας την.

Επιστρέφοντας στο σπίτι, η Ζωή πέφτει στην αγκαλιά των γονιών της και αμέσως μετά γεμίζει δύο μεγάλες σακούλες με παιχνίδια για να τα δώσει σε παιδιά που δεν έχουν. Αποφασίζει επίσης να μαζεύει το χαρτζιλίκι της για να μπορέσει να κάνει κάτι ακόμα για αυτά τα παιδιά…

Αργότερα εκείνο το βράδυ, ανακοινώνει στους γονείς της τις αποφάσεις της και, πριν κοιμηθεί, κάνει μια ακόμη ευχή στις νεράιδες που αυτή τη φορά δεν αφορά την ίδια ή την οικογένειά της, αλλά τα άλλα παιδιά του κόσμου. Και είναι μια ευχή πολύ σωστή και γλυκιά!

Παρά το όμορφό του τέλος, θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ακόμη και σκληρό αυτό το παραμύθι, με το είδος της σκληρότητας που βρίσκαμε στα κλασικά παραμύθια, γιατί δεν διστάζει να τοποθετήσει το παιδάκι-ήρωά του μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον, αυτό του πολέμου, προκειμένου να το διδάξει. Όμως είναι αφενός η παρουσία των νεραιδών και αφετέρου οι γρήγορες εναλλαγές ανάμεσα στην κανονική πραγματικότητα της Ζωής και εκείνη του πολέμου που βιώνει στιγμιαία, οι οποίες κάνουν ξεκάθαρο το φανταστικό κομμάτι της ιστορίας και δεν αφήνουν περιθώρια να φοβηθεί το παιδί ότι μπορεί να συμβεί κάτι αντίστοιχο και στο ίδιο.

Το παραμύθι προτείνεται για παιδιά 5+ ετών, προσωπικά όμως θα το έδινα σε παιδιά άνω των 7 ετών, στα οποία η μαγική σκέψη έχει ατονήσει και μπορούν να εκλογικεύσουν τα πράγματα περισσότερο, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να πιστέψουν ότι μπορεί όντως να πραγματοποιηθεί ό,τι αρνητικό εύχονται – γιατί, όταν είναι θυμωμένα, μπορεί πράγματι να ευχηθούν κάτι άσχημο που δεν εννοούνˑ δεν υπάρχει λόγος να ενοχοποιηθούν γι’ αυτό, είναι απλά μια ανθρώπινη αντίδραση.

Άλλωστε, το παραμύθι δεν έχει σκοπό ούτε να ενοχοποιήσει ούτε να τρομάξει. Σκοπός του είναι να δείξει ότι μερικές φορές καταλαβαίνουμε την αξία που έχουν οι άλλοι για μας, όταν τους χάνουμε για λίγο, έστω και στη φαντασία μας. Η Ζωή επέστρεψε στους γονείς της πολύ γρήγορα, όμως αυτό το λίγο που έλειψε από κοντά τους τη βοήθησε να γίνει πιο σοφή και πιο ώριμη, αλλά και να αποκτήσει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση για τον κόσμο γύρω της. Μέσα από την ιστορία της, τα παιδιά θα διδαχθούν το ίδιο.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα