Κείμενα ανάμεσα σε ποίημα και πεζό, ούτε πεζά ούτε ποιήματα ούτε πεζοποιήματα όπως υποδεικνύει στο οπισθόφυλλο ο Σωκράτης Σκαρτσής που τα ανθολόγησε, αλλά πρωτογενές υλικό από το οποίο θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν όλες αυτές οι μορφές. Πρωτόλειες σκέψεις αλλά σκέψεις πολύτιμες, ειπωμένες από έναν άνθρωπο που ήξερε να διαλέγεται με τον έξω κόσμο μέσα από τον εσωτερικό του κόσμο, αποκαλύπτοντας πτυχές του δεύτερου μέσα από τον πρώτο – πτυχές δουλεμένες και συγχρόνως αγνές, μια απαλή μα βαθιά ματιά πάνω στις πολλές διαστάσεις της πραγματικότητας.
Η συλλογή, που αποθησαυρίζει αδημοσίευτα κείμενα του Γιώργου Τσιρώνη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πέρυσι, περιλαμβάνει τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο «Σινεμά ο Παράδεισος» και είναι μια παρατήρηση των ποδηλατών σε μια προκυμαία. Το ποίημα καταλήγει: «Ματιές στα καλοκαίρια της ζωής που σβήνουν έτσι απλά, σαν ένα πρόσωπο που φεύγει απ’ το παράθυρο και χάνεται η μορφή, και μένει η ανάμνηση, πιο δυνατή και από τη μορφή, που χάραζε πριν λίγο αυτό τον πίνακα που, απ’ το δικό μας το παράθυρο, είχαμε, στα κλεφτά, κοιτάξει».
Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσει ο Τσιρώνης και τα επόμενα κείμενα, προσφέροντας στιγμιότυπα από πόλεις που εντυπώθηκαν μέσα του, από βλέμματα που εγγράφηκαν στο δικό του, από στιγμές πλήρεις από μια δική τους αξία, συνυφασμένη με τη στιγμή.
Η δεύτερη ενότητα έχει να κάνει λιγότερο με τη μνήμη και περισσότερο με την αντίληψη της ζωής. Το ποίημα «Ηλικία» είναι χαρακτηριστικό:
Τώρα που μεγάλωσα δεν βλέπω τόσο καλά,
Τα χρώματα λίγο ξεθωριάζουν
μα το φως είναι πιο δυνατό.
Οι στιγμές είναι γεμάτες φως για τον Τσιρώνη που ξέρει να βλέπει την ουσία πίσω από τα πράγματα και να γεμίζει από γαλήνη και χαρά εξαιτίας της: «Η μέρα φαινόταν να συγχωρεί, να ξεχνά τα λάθη της προηγούμενης. Έφεγγε όμορφη, με δύναμη, λαμπρή και όλα πάλι ξεκινούσαν» («Πρωινά»). Υπάρχει ένας κόσμος, ιδιωτικός για τον καθένα μας, ένας κόσμος που κρύβεται πίσω και μέσα στον κόσμο που αντικρίζουμε καθημερινά. Όταν ερχόμαστε σε επαφή μαζί του, ερχόμαστε σε επαφή με την καρδιά της ζωής. Επιδιώκουμε όμως να τον δούμε; Είναι ο κόσμος που βλέπουν οι ποιητές. «Γυρεύω εκείνο που ανάβει μέσα και κάτω απ’ τη φωτιά που φέγγει όταν τ’ αστέρια όλα έχουν σβήσει», όπως γράφει ο Τσιρώνης («Το αυθεντικό»).
Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τα περισσότερα ποιήματα και είναι, αναπόφευκτα ίσως, η λιγότερο συνεκτική από τις τρεις. Και εδώ ωστόσο ο ποιητής καταφέρνει να μιλήσει για τον πλούτο με τον οποίο αισθάνεται τον κόσμο, τον πλούτο που γεμίζει την καρδιά του και την κάνει να σπάζει από ομορφιά. Είναι ένας πλούτος που αναλύεται σε πράγματα μικρά: τη θάλασσα, μια ελιά, ένα άγαλμα, ένα πιάνο, ένα λιμάνι. Αυτά μετασχηματίζονται με τη βοήθεια και της μνήμης σε στιγμιότυπα από τη ζωή τη δική του ή από άλλες ζωές, στιγμιότυπα-γέφυρες προς την ουσία των πραγμάτων.
ΖΩΗ
Γύρω μας μεγαλώνει μια αθέατη ζωή. Οι κρυμμένοι βολβοί που θα δώσουν λουλούδια, τα λουλούδια που θα χαρίσουν καρπούς, τα παιδιά που θα γίνουν έφηβοι, οι νέοι που θα γίνουν γονείς, οι μεγάλοι που αλλάζουν σε γέροντες, οι αναμνήσεις που θα μπουν στο σκοτάδι του χρόνου.
Άλλες φορές τη φωνή ακούς κι άλλες όχι. Ανασαίνει σ’ έναν κόσμο μυστικό. Σ’ ένα Τώρα που αθόρυβα γίνεται Μέλλον, σ’ ε΄ναντ όπο μυστικό, μυστηριακό.
Ζούμε σε μια αθέατη ζωή.
Αυτή που μας κάνει «αύριο», ενώ πια είμαστε σχεδόν χθες.
Ο Γιώργος Τσιρώνης (1960-2021) γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, για να στραφεί τελικά στον δικαστικό κλάδο. Μετά τον γάμο του, εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Έζησε μια ζωή ποιότητας και αγάπης, αναπτυσσόμενη με αυτομελέτη και πλατιά, ουσιαστική καλλιέργεια. Πηγή της πνευματικότητάς του ήταν η πρωτογενής επαφή με τον άνθρωπο και τα πράγματα. Τις πληροφορίες αυτές αντλώ από το αυτάκι της συλλογής.
Πράγματι, η συλλογή όπως είδαμε έχει την ποιότητα των πραγμάτων που είναι αφηγημένα «από πρώτο χέρι», μια βιωματική ποιότητα που της δίνει αμεσότητα και που, χάρις στη βαθιά ματιά του Τσιρώνη, εκπέμπει αγάπη και κατανόηση για τη ζωή. Η δε τρυφερότητά της είναι απαράμιλλη.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Διαβάστε την ανάρτηση, ακούγοντας το Paris s’enflemme του Joep Beving: