Σε πρώτη δημοσίευση “Το δικό τους βιβλίο” της Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου
Το τζάκι έκαιγε στο καθιστικό από νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής. Απόγευμα πια, η ανάλαφρη θαλπωρή που εξέπεμπε διαχεόταν σε όλο το χώρο, συντροφεύοντας τη
Το τζάκι έκαιγε στο καθιστικό από νωρίς το μεσημέρι της Κυριακής. Απόγευμα πια, η ανάλαφρη θαλπωρή που εξέπεμπε διαχεόταν σε όλο το χώρο, συντροφεύοντας τη
Λέξεις Τούτο το καλοκαίρι η θάλασσα δεν μέρεψε. Κύματα στίχων φλυαρούν στην παραλία. Οι λέξεις γδύθηκαν και κοίταζαν αδιάντροπα. Μάταια το ποίημα έψαχνε φύλλο
Είναι γυμνοί Τόσοι γυμνοί αυτοκράτορες να παρελαύνουν στη σειρά σε μια ηχηρή παρέλαση με μπάντες με πολύχρωμα μπαλόνια με πυροτεχνήματα Και οι υπήκοοι
Το ξεφτισμένο ρούχο Η μητέρα της ήταν μοδίστρα. Εκείνη κάτω απ’ το τραπέζι, μάζευε κλωστές και ξέφτια. Ήθελε να ράψει ένα ρούχο δικό της.
C’est pourquoi maintes fois, au hasard d’une veille, Ouvert sur l’infini, mon regard s’émerveille Renée Vivien Σε έναν από τους περιπάτους μου
Μπλόκο στις ράγες Στη μνήμη του αδελφού μου Λεύκιου Άνοιξε ο καιρός Ήρθε η άνοιξη Τεντώνει η μνήμη πιο πολύ τις αναμνήσεις Γεγονότα