O Παύλος Ανδρέου γεννήθηκε το 2000 στη Λάρνακα και σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Reading. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Παγωτό δακρυγόνο» είναι διαποτισμένη από νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα της παιδικής ηλικίας, το παρελθόν και τις μνήμες της ιδιαιτέρας του πατρίδας που διαφυλάσσει σαν θησαυρό μες στην καρδιά του. Ο ποιητής, ακολουθώντας την εσωτερική του φωνή, γνωρίζει το βαθύτερο εαυτό του και καταγράφει ποιητικά μια ιστορία ενηλικίωσης, η οποία έρχεται να τον αφυπνίσει για τα δεινά της εποχής μας και να προσδιορίσει τη θέση του στον κόσμο, μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι με τις λέξεις.
Πυξίδα πάντοτε στη ζωή του είναι οι αγαπημένοι του άνθρωποι και τα ιδανικά τους, οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Ανάμεσά τους, σημαντική θέση κατέχει η παιδική του φίλη, η μικρή σύντροφός του στα παιχνίδια, στην οποία αφιερώνει ένα τρυφερό ποίημα, θυμίζοντάς της το αγαπημένο τους παιχνίδι: το κρυφτό. Οι λέξεις του, προσεκτικά διαλεγμένες, αποκαλύπτουν σαν δώρο που ξετυλίγεται σιγά-σιγά τη μυστική λέξη που δεν αναφέρεται, την αγάπη:
ΚΑΛΠΙΚΟ ΑΣΤΕΡΙ
Α μπε μπα μπλομ
κι εσύ έδειχνες εμένα.
Να κλείνω μάτια
να μετρώ κρυμμένα χρόνια.
Έφυγες και μ’ άφησες
να τα φυλάω.
Φτου και βγαίνω
από μια κούνια πέρασες.
Κοντανασαίνοντας
τρίζουν τα βήματά σου.
Πού κρύφτηκες και δεν σε βρίσκω;…
Η τσουλήθρα που σκαρφάλωνες
ξαπόσταινε σ’ οροσειρές.
Να μη χαθεί ξανά κανείς
είπα στον εαυτό μου.
Φτου ξελευθερία
και τα φυλάω απ’ την αρχή.
Α μπε μπα μπλομ
κι εσύ πυξίδα
να δείχνεις πάντα εμένα.
Ο ποιητής μοιάζει να λέει ότι η αγάπη δεν χάνεται ποτέ, βρίσκεται κάπου θαμμένη μέσα μας και κάποτε εμφανίζεται, αλλιώς δεν είναι αγάπη αληθινή παρά ένα κάλπικο αστέρι. Όταν ξεχνάμε το παρελθόν μας, ό,τι ζήσαμε χάνει το νόημά του και μοιάζει ψεύτικο.
Αυτό το κρυφτό με τις λέξεις και τα ανομολόγητα συναισθήματα διατρέχει όλη τη συλλογή του, αποκαλύπτοντάς μας τα τοπία της ψυχής του, μεταμορφώνοντας σε ποίηση τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του και διαμόρφωσαν τη δική του θεώρηση για τον κόσμο. Η συμβολική φιγούρα του αγαπημένου του παππού εμφανίζεται σε ένα άλλο ποίημα, αδιάκοπα να του μιλά για τη χαμένη πατρίδα, την κατεχόμενη Κύπρο, την αγαπημένη Αμμόχωστο και μέσα από τις αφηγήσεις του να του μεταγγίζει τη συλλογική μνήμη.
ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ
Ο παππούς ένδακρυς σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
επέστρεφε απ’ τον ουρανό πίσω σ’ αυτόν.
Παππού είμαι η επαλήθευσή σου.
Κι αν τώρα στένεψε η μνήμη
εγώ θυμάμαι την Aμμόχωστο.
Το χρώμα που οικειοποιήθηκε το μισοφέγγαρο.
Το ποίημα δεν είναι μόνο ένας συγκινητικός αποχαιρετισμός αλλά και μια αλλαγή φρουράς, όπου η βαλίτσα των αναμνήσεων παραδίδεται από τον παππού στον εγγονό, μαζί με την κρυφή ευχή να αγωνιστεί για ένα δίκαιο κόσμο. Ο ποιητής γίνεται ο φύλακας της μνήμης, ο υπερασπιστής μιας αλήθειας που με τις λέξεις του επιθυμεί να φέρει στο φως και αυτή η ευθύνη τον αλλάζει και τον ωριμάζει σαν άνθρωπο, πυροδοτεί μέσα του μια αλλαγή ταυτότητας. Κάποτε, γράφει, με αποκαλούσαν «καταθλιπτικό ον», μα τώρα «είμαι κύμα και η ζωή μου μουσκεμένη εξεγείρεται»… Οι μνήμες αυτές ενσωματώνονται θαρρείς μες στην ψυχή του και στέκονται μετέωρες να τον στοιχειώνουν, να τον γεμίζουν θλίψη για την άδικη μοίρα των ανθρώπων του τόπου του και οργή για την αδικία που κυβερνά τον κόσμο. Ο δρόμος του τον οδηγεί στην πράσινη γραμμή, στην «εσχατιά του κόσμου»:
ΠΑΛΙΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Από παλιό λεωφορείο
αποβιβάστηκα
στην εσχατιά
μιας πράσινης γραμμής.
Κουβάλησα
την προσφυγιά στους ώμους
άρπαξα
τις αποσκευές στα χέρια
σκουρόχρωμες κηλίδες έσταζαν
στα πόδια
στο πουθενά οδοιπορώντας
μονοσάνδαλος.
Και να που μπαίνουν
δάκρυα στην παρέλαση
υγροί στρατιώτες
με ανυπόκριτο το βήμα
«εν-δυο-εν»
πενήντα χρόνια
στη σειρά μου
«εν-δυο-εν».
Από εκείνη τη στιγμή η ποίησή του περνά σε ένα καθαρά συμβολικό πεδίο και αποκτά καθολικότητα, γίνεται η ακτινογραφία της ψυχής και η φωνή της διαμαρτυρίας του εξόριστου, του πρόσφυγα, του εκτοπισμένου ανθρώπου. Η μαρτυρική Αμμόχωστος δεν είναι μόνο η δική του χαμένη πατρίδα, αλλά συμβολίζει όλες τις χαμένες πατρίδες και η πράσινη γραμμή δεν συμβολίζει μόνο τη διχοτομημένη Κύπρο αλλά και το διχασμένο κόσμο μας. Ο ποιητής ορκίζεται στις λέξεις ότι θα ξαναβρούν τη δύναμη που είχαν κάποτε να αλλάζουν τον κόσμο.
ΣΤΕΨΗ
Έσταξαν πρόκες
τα κηροπήγια
οι μύγες
υποσιτισμένες
παρεφρόνησαν
κοιμάται στο παλιό σφαγείο
η Αμμόχωστος
άνθρωποι χωρίς μοίρα
κοσκίνισμα του αίματος
στο πραιτώριο
προβάρουν τη χλαμύδα
της ταπείνωσης
στου Γολγοθά το χώμα.
Στριμώχτηκαν όλα
στη βαλίτσα της απόγνωσης
μέχρι που σκίστηκε από το βάρος.
Τώρα
ταξιδευτής σε ξένους τόπους
το βλέμμα προσγειώνω
στον ιμάντα
που μεταφέρει βασανιστικά
κάποια αποσκευή στα αζήτητα
γεμάτη μνήμες.
Στάσου!
Βλέπω μονάχα
μια σκισμένη ετικέτα.
Καθώς εισβάλλει στη ναρκοθετημένη περιοχή των αναμνήσεων συμβαίνουν εκρήξεις και η ποίησή του μετατρέπεται σε διαμαρτυρία, έρχεται να ταράξει τα νερά μιας γενικευμένης απάθειας, να εμποδίσει το ξεπούλημα της μνήμης. Με όπλο το χλευασμό, καταγγέλλει την υποκρισία και τους συμβιβασμούς που κρύβονται πίσω από τα ωραιοποιημένα λόγια των πολιτικών, τα παιχνίδια εξουσίας, τα διεθνή συμφέροντα που κυβερνούν τον κόσμο. Το κρυφτό αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο παιχνίδι της πολιτικής ζωής «κόντρα στον παιδικό κανόνα και το νόμο»:
ΚΟΦΙ ΜΠΡΕΪΚ
Μεταμφιέστηκαν, που λες, σε σταχτοπούτες
κι ήρθαν με ρούχα ταπεινά
κακοραμμένα
να δοκιμάσουν τα γοβάκια
της ειρήνης.
Τους ξαποστείλαμε
χωρίς διατυπώσεις.
Αδύνατον οι ψεύτικες στολές
να κρύψουνε τις κόκκινες κιλότες.
Ο ποιητής επιθυμεί να προκαλέσει εκρήξεις με τις λέξεις του για να πάψουν οι λέξεις να είναι υπάκουα στρατιωτάκια στο στόμα αυτών που επιλέγουν να ξεχάσουν την ιστορική αλήθεια. «Εν δυο, εν δυο», γράφει ειρωνικά και μετατρέπει τα παραμύθια σε αλληγορία της πολιτικής ζωής, τη σταχτοπούτα, τον παπουτσωμένο γάτο… Η ποίηση είναι ο δρόμος που επιλέγει για να εκφραστεί, μια μορφή δράσης ενάντια στη γενικευμένη θλίψη, ο απινιδωτής που μεταγγίζει την αθωότητα σαν μολυσμένο μυελό και βραχυκυκλώνει την καρδιακή ανεπάρκεια του συστήματος:
KAΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
Απινιδωτής
με τροφοδοτεί ρεύμα.
Εν τέλει του μεταγγίζω μολυσμένο μυελό.
Βραχυκυκλώνεται.
Οι στίχοι του, υπερρεαλιστικοί, γεμάτοι αλληγορίες, αμφίσημες λέξεις, συμβολισμούς, λογοπαίγνια, σκιαγραφούν γεγονότα και καταστάσεις. Αίφνης, τα δάκρυα στο «Παγωτό δακρυγόνο» δεν είναι πια δάκρυα θλίψης αλλά προξενούνται από τα δακρυγόνα που διαλύουν τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στις άδικες πολιτικές αποφάσεις και τσούζουν τα μάτια. Ο ποιητής μεταμορφώνεται από λάτρης παγωτού σε διαδηλωτή, παίζει το δικό του παιχνίδι με τις λέξεις, φανερώνοντας την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τις επίσημες ανακοινώσεις για συνεργασία και ειρήνη:
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ
Η μουσική ξεκίνησε
παίκτες προβάλλονται στον κύκλο.
Πολίτευμα το κασετόφωνο
αναβοσβήνοντας
κατέχει ρόλο ενεργό
στους υποψηφίους
για τη μοναδική θέση.
Η μουσική σταμάτησε.
Δύο μοιράστηκαν το κάθισμα
κόντρα στον παιδικό κανόνα και τον νόμο.
Το στεφάνι που καταθέτουν στις επετείους στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, εκείνος το καταθέτει συμβολικά στο μνημείο του έρωτα, θυμίζοντάς μας τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις και τα συνθήματα της δεκαετίας του ’60, διαπιστώνοντας ότι ο κόσμος βρίσκεται ακόμα στον ίδιο φαύλο κύκλο:
EΡΩΤΑΣ
Φωτοστέφανο.
Χωρίς στεφάνη.
Κύκλος φαύλος
αρκούντως διαφωτιστικός.
Στην επέτειο
τον καταθέτεις
σε μνήματα αγνώστων
τιμώντας
τον μπαλαντέρ.
Η ποίηση είναι ο δρόμος που επιλέγει ο Παύλος Ανδρέου για να θυμίσει τα γεγονότα που κάποιοι επιλέγουν να αποσιωπήσουν ή να ξεχάσουν, γιατί ό,τι γράφεται δεν χάνεται ποτέ, αλλά μένει για πάντα. Ο ποιητής διακατέχεται από την ανάγκη να επιστρέψουμε σε μια ενσυνείδητη αθωότητα, να γίνουν τα λόγια διάφανα και να υπηρετούν το νόημά τους σε όλα τα επίπεδα της ζωής, για να υπάρξει επιτέλους ειρήνη και δικαιοσύνη στον κόσμο. Αυτό είναι και το τελευταίο κρυμμένο μυστικό, το ιδανικό που εκφράζει η ποίησή του ως κυρίαρχο αίτημα της νέας γενιάς.
Κατερίνα Τσιτσεκλή