Πολυσυζητημένο και διεθνές bestseller το συγκεκριμένο βιβλίο (εκδόσεις Key Books, 2023), θίγει ένα τεράστιο ζήτημα που διαισθητικά ή εμπειρικά ορισμένοι από εμάς έχουμε ήδη συλλάβει, ενίοτε με ιδιαίτερα δυσάρεστο τρόπο. Δεν είναι άλλο από τα ψυχοσωματικά προβλήματα.
Με επιστημονικό, μα όχι δυσπρόσιτο, τρόπο ο Gabor Maté αναλύει δεκάδες περιπτώσεις ασθενών που είδαν το σώμα τους να νοσεί, μερικές φορές με σοβαρές ή χρόνιες ασθένειες, επειδή δυσκολεύτηκαν ψυχολογικά από συναισθήματα που αναδύθηκαν μέσα τους συνεπεία προβληματικών καταστάσεων ήδη από την παιδική τους ηλικία, αλλά μετά απωθήθηκαν ή καταπιέστηκαν με αποτέλεσμα να προκαλούν χρόνια στρες. Τα ευρήματά του υποστηρίζονται και από πρωτοποριακές έρευνες στον τομέα της ψυχονευροανοσολογίας (psychoneuroimmunology) και όχι μόνο.
Ασθένειες λοιπόν όπως οι καρδιοπάθειες, ο διαβήτης, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, ο καρκίνος, η αρθρίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλα αυτοάνοσα οφείλονται, κατά τον συγγραφέα, στο εσωτερικό στρες που είναι τόσο υποδόριο ώστε συχνά δεν το αντιλαμβάνεται ούτε καν ο παθών. Μάλιστα, όσοι έχουν συνηθίσει να ζουν με υψηλά επίπεδα εσωτερικού στρες από την παιδική τους κιόλας ηλικία νιώθουν ανήσυχοι όταν αυτό απουσιάζει από τη ζωή τους, βαριούνται και έχουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει νόημα. Δεν πρόκειται για κάτι άλλο παρά σύνδρομο στέρησης από τις ορμόνες του στρες από τις οποίες έχουν, ακόντες, αναπτύξει εξάρτηση: την αδρεναλίνη και την κορτιζόλη.
Το στρες εμφανίζεται φυσιολογικά σε καταστάσεις που ο οργανισμός έρχεται αντιμέτωπος με μια απειλή για την ύπαρξη ή την ευημερία του. Εμφανίζεται όμως και όταν οι απαιτήσεις από αυτόν υπερβαίνουν τις λογικές δυνατότητές του να τις καλύψει. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με τις συναισθηματικές ανάγκες που είχαμε σαν παιδιά, ανάγκες που απωθήσαμε συστηματικά για να κερδίσουμε την αποδοχή, απλά δηλαδή για να επιβιώσουμε; Οικογένειες ολόκληρες μαθαίνουν στα παιδιά τους να αντιμετωπίζουν τον συναισθηματικό πόνο απωθώντας τον, γιατί έτσι επιβίωσαν (με χιλιάδες προβλήματα, ενδεχομένως) και τα υπόλοιπα μέλη τους.
Προφανώς υπάρχει ένα όριο στην ενέργεια που μπορεί να ξοδέψει το νευρικό σύστημα για να καταπιέσει τα δυνατά συναισθήματα που έχουν φυσιολογική ανάγκη να εκφραστούν. Όταν ξεπερνιέται αυτό το όριο, επηρεάζονται κυρίως το ορμονικό σύστημα (ορατές αλλαγές στα επινεφρίδια), το ανοσοποιητικό σύστημα (σπλήνας, θύμος αδένας και λεμφαδένες) και το πεπτικό (εσωτερικό τοίχωμα του στομάχου και του εντέρου).
Το νευρικό σύστημα επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα συναισθήματα. Επίσης, το νευρικό συστημα σχετίζεται άμεσα με τη ρύθμιση της ανοσοαπόκρισης και της φλεγμονής. Τα νευροπεπτίδια, τα μόρια πρωτεΐνης που εκκρίνονται από τα νευρικά κύτταρα, είτε ενισχύουν είτε εμποδίζουν τη φλεγμονή. Σε συνθήκες στρες, κάνουν το πρώτο.
Τα έντερα, από την άλλη, δεν είναι απλώς ένα όργανο για την πέψη. Είναι ένα αισθητηριακό σύνολο με δικό του νευρικό σύστημα και αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του φράγματος που βάζει το σώμα ενάντια σε επιβλαβείς ουσίες, παίζοντας πολύ σημαντικό ρόλο στην άμυνα του ανοσοποιητικού. Καθώς τα ανοσοκύτταρα υπάρχουν μέσα στο σώμα και σε όλους τους ιστούς και τα μέρη του σώματος, μπορούμε να φανταστούμε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα είναι κάτι σαν ένας «αιωρούμενος εγκέφαλος», ο οποίος έχει τα εφόδια να διακρίνει οτιδήποτε ξένο προς τον εαυτό. Σημαντικό μεταξύ αυτών των εφοδίων και η μνήμη: δουλειά των λεμφοκυττάρων είναι να θυμούνται τα ξένα αντιγόνα. Τι συμβαίνει λοιπόν και τα ανοσοκύτταρα επιτίθενται στα κύτταρα του οργανισμού στον οποίο και τα ίδια ανήκουν;
Τι μπορούμε να κάνουμε για να μη συμβαίνουν παράλογα πράγματα μέσα στον οργανισμό μας; Για να μην απειλείται η ομοιόστασή του; Ας ξεκινήσουμε χαρίζοντας του συμπονετική περιέργεια. Συμπονετική περιέργεια δεν σημαίνει πως θα μας αρέσει ό,τι ανακαλύψουμε για τον εαυτό μας, σημαίνει ότι θα τον κοιτάξουμε με την ίδια μη επικριτική αποδοχή που θα προσφέραμε σε κάποιον που υποφέρει και χρειάζεται βοήθεια.
Κρύβουμε τον πόνο και τη θλίψη μας, συχνά ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό μας. Αν αποκτήσουμε το κουράγιο να σεφτούμε αρνητικά, απομυθοποιώντας καταστάσεις τόσο παλιές όσο η παιδική μας ηλικία, τότε πιθανώς θα δούμε τον εαυτό και την κατάστασή μας όπως πραγματικά είναι. Η αποδοχή τους από μέρους μας κατόπιν θα είναι απλώς η θέληση να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε τα πράγματα όπως έχουν. Θα είναι το κουράγιο να επιτρέψουμε στην αρνητική σκέψη να μας βοηθήσει να καταλάβουμε, χωρίς να της επιτρέψουμε να καθορίσει τι θα κάνουμε.
Εγώ η ίδια, για παράδειγμα, έχασα τη μητέρα μου όταν ήμουν εννέα ετών. Πάντοτε μιλούσα για την απεριόριστη αγάπη που μου έδινε, για τη φροντίδα με την οποία με περιέβαλε. Όμως κάποια στιγμή θυμήθηκα ότι, όταν πέθανε, ένιωσα ανακούφιση που επιτέλους θα έφτιαχνα μόνη μου τις ζωγραφιές μου για το σχολείο. Στην προσπάθειά της να με βοηθήσει, η μαμά μου υπερέβαλλε και τις ζωγράφιζε εκείνη, για να πάρω καλύτερο βαθμό, αποστερώντας μου όμως τη χαρά που προσφέρει η δημιουργικότητα – εγώ άλλωστε δεν καιγόμουν τόσο για τους βαθμούς, εκείνη ήθελα πάντα να ευχαριστήσω. Σε τι άλλο η αγάπη της από τρυφερότητα γινόταν τυραννία; Να μια μικρή ιστορία για το πώς μπορούμε να βγούμε έξω από τον εαυτό και την κατάστασή μας και να τα κοιτάξουμε ψύχραιμα. Και ίσως ένα τέτοιο βλέμμα να είναι η απαρχή της λύτρωσης. Κανείς γύρω μας δεν είναι άγιος, ούτε εμείς οι ίδιοι. Χωρίς να το θέλουν οι άλλοι, μας προκαλούν πόνο και τραύματα – ορισμένα πολύ βαθιά. Αξίζει να τα φέρουμε στο φως και να τα αντικρίσουμε. Ίσως εκεί να βρίσκεται η αρχή της θεραπείας.
Δεν ξέρω αν αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο έχουν καθολική ισχύ, προσωπικά όμως βρίσκω ανακουφιστικό το να ξαναμπαίνει στον πυρήνα της ιατρικής η σύνδεση νου-σώματος: μας δίνει περισσότερες πιθανότητες να καταλάβουμε καλύτερα το πώς λειτουργεί ο οργανισμός μας και να προφυλάξουμε την υγεία μας.
Χριστίνα Λιναρδάκη