«Όταν με βρήκε ο λύκος» της Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου
Χριστίνα Λιναρδάκη

Η ενδοοικογενειακή βία είναι το θέμα του βιβλίου της Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου Όταν με βρήκε ο λύκος (εκδόσεις Τύρφη, 2020), ένα ευαίσθητο θέμα που εδώ συναντά δεξιοτεχνική διαχείριση από τη συγγραφέα. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «δεξιοτεχνική» με επιτήδευση, αλλά κυριολεκτώντας: ο τρόπος που η Ψωμά-Πετρίδου χτίζει το σασπένς, τοποθετώντας τα τρία πρόσωπα-κλειδιά, την Ερατώ που είναι η πρωταγωνίστρια και το βασικό θύμα, τον Αχιλλέα που είναι ο κακοποιητικός σύζυγος και τη Ζωή που είναι η κόρη τους, αλλά και η χρήση της χρονικότητας (με τα φλας μπακ, τον αντικειμενικό αλλά και τον υποκειμενικό, ενίοτε ονειρικό, χρόνο) αναδεικνύουν τη σταδιακή μετατροπή του θύτη σε θηρίο, τους πανικούς και τους τρόμους της Ερατούς, τις παράπλευρες απώλειες στην κόρη και τα δικά της συναισθήματα. Με δεξιοτεχνία λοιπόν αποκαλύπτεται ανάγλυφο το σκηνικό της φρίκης σε όλες του τις ερεβώδεις λεπτομέρειες.

Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος, με την είδηση ότι ο Αχιλλέας – ευυπόληπτος γιατρός – βρέθηκε νεκρός στο ιατρείο του. Η Ερατώ, όταν μαθαίνει το νέο, είναι ήδη άδεια συναισθηματικά: το μόνο που σκέφτεται είναι πως έχει να παραδώσει μια μετάφραση. Αμέσως μετά όμως ξεκινά η αναπόληση. Μια αναπόληση διόλου εύκολη που οδηγεί τον αναγνώστη βήμα βήμα στους δαιδάλους της κακοποιητικής σχέσης, η οποία περιλαμβάνει – φυσικά – και τη συνιστώσα της πάση θυσία διατήρησης μιας καθωσπρέπει οικογενειακής εικόνας: «Διαρκώς ετοιμοπόλεμη η Ερατώ. Κάθε στιγμή επί ποδός, να δικαιολογήσει, να κουκουλώσει, να προστατεύσει την οικογένεια, τον σπουδαίο γιατρό της. Δεν συνειδητοποιεί πως το κάνει. Οι φοβίες της, δεύτερη φύση που καθορίζει τις κινήσεις της. Σταμάτησε τα ιδιαίτερα μαθήματα και περιορίστηκε μόνο στις ώρες του σχολείου. Φοβάται να αφήνει τον Αχιλλέα μόνο του με τη Ζωή. Φοβάται να μένει κι εκείνη μονάχη μαζί του».

Πολλές φορές όμως δεν έχει επιλογή από το να μένει και μονάχη μαζί του. Ο Αχιλλέας προφανώς είναι ψυχικά άρρωστος. Μολονότι παίρνει φάρμακα που συνταγογραφεί ο ίδιος στον εαυτό του, δήθεν για τη σύζυγό του στο βιβλιάριο υγείας της, η συμπεριφορά του γίνεται όλο και πιο παραβατική. Κάποια στιγμή την κλειδώνει στο σπίτι και παρακολουθεί κάθε βήμα της, ακόμα και στην τουαλέτα: «Να την παρακολουθεί πώς κάνει ντους, πώς κοιμάται, πώς ανασαίνει, πώς τρώει, ποιος την καλεί στο τηλέφωνο, τι κοιτάζει όταν στέκεται κοντά στο παράθυρο». Ασκώντας της ψυχική βία, παραβιάζοντας τα προσωπικά της όρια, μετατρέποντάς την σε υπ-άνθρωπο.

Έπειτα, έρχεται το αλκοόλ. Πίνει τόσο πολύ που ξεχνάει κλεισμένα ραντεβού με ασθενείς, ξεχνάει να ζητήσει αμοιβή ή να κόψει απόδειξη. Πίνει τόσο πολύ που βασανίζει τις γυναίκες, εκείνες που ψαρεύει τις νύχτες για σεξ. Το μαθαίνουμε διά στόματος της κόρης του: «Ένα βράδυ που ήμουν εκεί [στο σπίτι του πατέρα της], ξύπνησα έντρομη από κραυγές και χτυπήματα στον τοίχο. Νόμιζα πως μπήκαν κλέφτες ή έπαθε κάτι ο μπαμπάς. Σηκώθηκα ξυπόλυτη, αλαφιασμένη, με κάθε επιφύλαξη, να δω τι συμβάνει, να καλέσω το ασθενοφόρο ή την αστυνομία. Η πόρτα του δωματίου του ήταν μισάνοιχτη […] από το χολ  μπορούσα να διακρίνω μια τύπισσα γυμνή, δεμένη στο κρεβάτι και φιμωμένη. Το κορμί της τρανταζόταν ολόκληρο. Ο μ παμπάς, όρθιος από πάνω της με το μαστίγιο, τη χτυπούσε ξανά και ξανά, ξεστομίζοντας με μένος απίστευτες βρισιές με σάλια». Τη βλέπουμε να τα εκμυστηρεύεται αυτά στη μητέρα της έξαλλη, ενώ η Ερατώ συνθλίβεται από τη σταθερή συμβουλή που έδινε στην κόρη της: «“Εσένα μπαμπάς σου είναι, να πηγαίνεις να τον βλέπεις”, τη χαστουκίζει η διαρκής προτροπή της εδώ και χρόνια». Ο φόβος μιας γυναίκας για τον εαυτό της είναι ένα πράγμα, ο φόβος όμως για το παιδί της είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: «Η Ζωή μου. Σαρωτική στην αθωότητά της. Εισχωρεί εμβόλιμη παντού, με το τεράστιο γιατί να αιμορραγεί, να απαιτεί επούλωση, απαντήσεις.» Μα απαντήσεις δεν υπάρχουν ή δεν είναι πάντα εύκολες. Γιατί δεν έφυγε νωρίτερα; Γιατί;

Ο Αχιλλέας είχε σχέση εξάρτησης και μίσους με την Ερατώ κι εκείνη στην αρχή αισθανόταν υπεύθυνη για κείνον. Τον αγαπούσε άλλωστε. Πότε μετατράπηκε εκείνος σε εκφοβιστή της; Πότε έγινε δέσμιός της; Πότε άρχισε να τη θεωρεί αντικείμενο υπό την κατοχή του; «Ο ιδρώτας τρέχει μες στα μάτια του από τις άκρες των μουσκεμένων γκρίζων μαλλιών. Το πουκάμισο κολλημένο πάνω στην ξέχειλη κοιλιά του. […] βρωμάει αδρεναλίνη, αλκοόλ και καυσαέριο». Στην κακοποιητική σχέση, αρχικά πιστεύει κανείς πως ό,τι συνέβη ήταν τυχαίο, μια κακιά στιγμή. Μόνο μετά από πολλές φορές, από πολλές επαναλήψεις, αρχίζει να καταλαβαίνει πόσο έκτροπη είναι η κατάσταση. Ο ίδιος ο εαυτός στέκεται εμπόδιο στη συνειδητοποίηση, γιατί αρνείται να πιστέψει αυτό που συμβαίνει. Κι όταν εντέλει το πιστέψει, έρχεται η κατάρρευση. Και μετά ο θυμός, ένας ολοκληρωτικός θυμός – αν προλάβει.

Η Ερατώ πρόλαβε, όμως την πρόλαβε πρώτος ο Αχιλλέας. Μολονότι κατάφερε επιτέλους να βρει την ψυχική δύναμη και να μιλήσει για όλα όσα ζούσε, πρώτα σε μια τυχαία κοπέλα κι έπειτα σε έναν καλό της φίλο, βρέθηκε πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τον καταπιεστή της. Μα δεν είχε παθάνει; Της έπαιξε λοιπόν κάποιο διαστροφικό παιχνίδι; Ότι τάχα πέθανε, για να την ξαναεγκλωβίσει και να την ξαναβασανίσει; Ή μήπως ήταν ήδη πολύ αργά; Είχε τόσο πολύ διαποτιστεί από τον τρόμο που τη διαπερνούσε τη μισή της ζωή που δεν μπορούσε να ησυχάσει πια ποτέ; Αυτά τα ερωτήματα ακολουθούν τον αναγνώστη μετά το τέλος του βιβλίου και καθένας φυσικά είναι ελεύθερος να δώσει την απάντηση που ο ίδιος επιθυμεί. Μακάρι να γινόταν και στη ζωή το ίδιο. Μακάρι επίσης να είχαν περισσότεροι συγγραφείς τη βούληση να γράψουν για παρόμοια θέματα αλλά και τη δυνατότητα να δώσουν πρόσωπο στον τρόμο με τη μαεστρία που το έκανε η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Περισσοτερα αρθρα