“‘Οταν με βρήκε ο λύκος” της Μαρίας Ψωμά-Πετρίδου

Το βιβλίο της Μαρίας Ψωμά – Πετρίδου, «Όταν με βρήκε ο λύκος» είναι μια καταβύθιση στα ταραγμένα ψυχικά έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης ενός παντρεμένου ζευγαριού. Ο σύζυγος, Αχιλλέας Παναγιωτόπουλος, γιατρός, επιφανής επιστήμων και ενεργός κοσμικός, περιγράφεται στο βιβλίο, ως κατ’ ουσίαν μέθυσος, βίαιος, επιθετικός και επικίνδυνος, από την σύζυγό του Ερατώ Ευθυμίου, εκπαιδευτικό. «Ο Αχιλλέας είναι ο πρώην άντρας μου, ο πατέρας της κόρης μου, Ζωής, το πιο τρομακτικό και επίμονο φάντασμά μου», τον περιγράφει η αφηγήτρια. Πίσω απ’ τη ρήση αυτή κρύβονται βιασμοί, βία, ύβρεις, εγκλεισμοί, προσβολές και ευτελισμοί. Η κόρη του Αχιλλέα Παναγιωτόπουλου και της Ερατούς, η Ζωή, ψυχολόγος, ζώντας την πραγματικότητα του αποτυχημένου γάμου των γονιών της, αναπόφευκτα εμπλέκεται στο οικογενειακό δράμα, υποστηρίζοντας φυσικά τη μητέρα της. Σταδιακά διαμορφώνεται μια αναγκαία και βιώσιμη συμμαχία μάνας-κόρης εναντίον του προβληματικού πατέρα.

Η συγγραφέας Μαρία Ψωμά-Πετρίδου οδηγεί έντεχνα την αφήγηση πότε πρωτοπρόσωπη και πότε τριτοπρόσωπη. Παλινδρομεί συνεχώς στο χρόνο, με πρόδρομες αφηγήσεις και αναδρομές, για να εξηγεί τα γεγονότα και να περιγράφει τις ασυνήθιστες καταστάσεις που γεννήθηκαν σε έναν άρρωστο γάμο. Δυστυχώς η πραγματικότητα συναντά, όχι σπάνια, αυτό το μοντέλο σχέσεων, που κρύβεται μέσα στις οικογένειες, έστω και αν ξεκίνησαν με άλλους οιωνούς.

Αστάθμητο pulsar και ανατροπέας της κειμενικής αφήγησης ο πατέρας Αχιλλέας, πληθωρική και άκρως απρόβλεπτη προσωπικότητα, που εξελίχθηκε άσχημα από έναν γοητευτικό, ασυνήθη φοιτητή, σε έναν ενήλικα γιατρό, μέθυσο, ραδιούργο και βάρβαρο, παραβιάζοντας συνεχώς κάθε φυσικό όριο. Παραδόξως, ο ίδιος υποκρύπτει και μια μεταπτωτική φύση, που ξεχνάει την απαράδεκτη συμπεριφορά του, ζητώντας συγγνώμες με δάκρυα και υποσχόμενος διόρθωση και μεταμέλεια. Κι αυτές οι αλλαγές είναι που ξεγελούν την Ερατώ και τον υπομένει, περιμένοντας σ’ όλη της τη ζωή την οριστική μεταστροφή του, την εκλογίκευσή του και την επαναφορά σε μια βιώσιμη πραγματικότητα, που δεν θα έρθει ποτέ.

Άλλωστε από το ζευγάρι έχει χαθεί εξ αρχής ο έρωτας – πυρήνας των γάμων – και τελικά δεν επέζησε ούτε μια ήμερη συμβατικότητα συνήθους κορεσμού, με τα όποια συντροφικά συναισθήματα, (φυσικού ορίου σχέσης). Ως πατέρας της Ζωής ο Αχιλλέας ήταν ουσιαστικά η αδύναμη «απούσα» παρουσία, όπως πολλών αστών πατέρων. Όχι σπάνια η κόρη του έκανε σοβαρές παρατηρήσεις συμπεριφοράς και σωστών τρόπων, ακόμα και για τη συμπεριφορά του προς τις φίλες της. Η ρήξη οδηγούσε πάντα σε άγριο καυγά.

Οι οξυμένες αντιθετικές συμπεριφορές της Ερατούς και του άντρα της Αχιλλέα, κινούν το δίπολο της διαρκούς ρήξης. Η μητέρα σταδιακά υποχωρεί, προστατεύοντας την κόρη της, για να φυλάξει το οικογενειακό πρότυπο – υπόδειγμα. Δυστυχώς, όμως, ακόμα και τότε οι ιδιάζουσες ενδοοικογενειακές συνθήκες δεν επιτρέπουν μια ομαλή συναισθηματική ζωή, όπως την περιγράφει η κλασσική ψυχολογία, που να χαρακτηρίζεται από μια ήσυχη  ομοιομορφία διαρκείας. Το μόνο που βελτιώνεται είναι η μερική ανεξαρτοποίηση της Ερατούς από τον Αχιλλέα, με την πίεση της κόρης, Ζωής, που είναι ο τρίτος παράγοντας στο οικογενειακό δράμα.

Η Μαρία Ψωμά-Πετρίδου αναλύει με λεπτουργική δεινότητα, ένα δύσκολο πρόβλημα των κοινωνιών μας. Την αδυναμία κάποιων ανθρώπων να συνυπάρξουν όμορφα ή να χωρίσουν. Πρόκειται για μια προσκόλληση στη δυστυχία, όπου οι άνθρωποι κινούνται σε λανθασμένες και αδιέξοδες τροχιές, με μεγάλο ψυχολογικό κόστος. Εξ αρχής το νεανικό ζευγάρι Ερατούς – Αχιλλέα των φοιτητικών χρόνων, δεν χάραξε την αναμενόμενη ευτυχή πορεία του. Η ψυχολογία του Αχιλλέα στάθηκε πάντα απρόσμενη κι αλλόκοτη. Κάποια πρώιμα σημάδια έδειχναν την προβληματική φύση του, αλλά η Ερατώ τα παράβλεπε. Κι αυτά πέρασαν στο γάμο και στην υπόλοιπη ζωή τους. Κυρίαρχος στη ζωή της Ερατούς φαίνεται να είναι ο φωλιασμένος φόβος στην ψυχή της, που απομειώνει το άτομο σταδιακά σε ένα μηδενικό. «Ο φόβος που καταργεί κάθε σκέψη και αφήνει τα ένστικτα να επελαύνουν στην κόψη του ξυραφιού» (αναφέρει η συγγραφέας). Εδώ γεννιέται, ξανά και ξανά η κυριαρχία των φόβων, από την εποχή που η Ερατώ ζει τον ανεξιχνίαστο φόνο της αδερφής της, ως την αινιγματική αυτοκτονία του πατρός Αχιλλέα, τώρα τελικά στην Αθήνα.

Η συγγραφέας επιχειρεί τη χαρτογράφηση της άγριας φύσης του ανθρώπινου κτήνους, μιας συνεχούς προσπάθειας της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό τα αναφερόμενα συμβαίνουν σε πάμπολλες οικογένειες, πίσω από πόρτες σπιτιών κλειστές, από σιωπές ζωής, από προκαλύμματα δραμάτων και από χώρους που κυριαρχεί η έμφυλη βία, φυσική ή λεκτική.

Το τέλος παρουσιάζει μια ανακούφιση για τα χειρότερα και πολλά ερωτήματα για τα διαδραματισμένα. Έτσι το βιβλίο μένει σκοπίμως με ασαφές τέλος, που τονίζει με αυτόν τον τρόπο περισσότερο τον προβληματισμό επί του θέματος. Ο «λύκος» του τίτλου είναι ο φόβος στο πρόσωπο του συζύγου, που συνειρμικά συνδέεται και με τον παλιό φόνο της αδερφής της Ερατούς, αλλά και η μετάλλαξη σε «λύκο» της Ερατούς και της Ζωής, που γίνονται συμβάσει λύκοι για να αντέξουν την οικογενειακή τους ζωή. Η ίδια η Ερατώ είναι καταδικασμένη να ζει μια ζωή αφύσικη, στην επικράτεια της ανασφάλειας και του τρόμου, στα πλαίσια μιας ανύπαρκτης οικογένειας, που όμως συνέχιζε να υπάρχει για το κακό και τη βία. Και τέλος δεν υπάρχει….

 

Νίκος Τακόλας

Συγγραφέας

Περισσοτερα αρθρα