Όταν η αναγνωστική απόλαυση παρέλκει
Χριστίνα Λιναρδάκη

Όλοι έχουμε υπόψη μας έργα που η ανάγνωσή τους γίνεται με παραδειγματική δυσκολία, εξαιτίας προσκομμάτων που ο συγγραφέας συμπεριέλαβε εσκεμμένα στο βιβλίο του. Χαρακτηριστικά, η Οδύσσεια του Τζέιμς Τζόις, μολονότι βιβλίο-ορόσημο του νεωτερισμού, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εύκολο ανάγνωσμα για πολλούς λόγους, σημαντικότερος από τους οποίους είναι η καθολική υπονόμευση της χρονικής συνέχειας και συνέπειας, αφού τα γεγονότα παρουσιάζονται ανάμικτα, με τη θέαση ενός πράγματος να προκαλεί συγχρόνως την ανάκληση σκηνών πίσω στον χρόνο αλλά και προβολές προς το μέλλον τη στιγμή που ολόκληρη η δράση του πολυσέλιδου βιβλίου τοποθετείται σε μία και μοναδική μέρα. Από την άλλη, ο δυσώδης χαρακτήρας του πρωταγωνιστή προκαλεί επίσης προβλήματα στον αναγνώστη, ο οποίος – κατά τη συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα – πιθανώς αντικρίζει τα ακατονόμαστα του ίδιου του εαυτού του (ή του ανθρώπινου είδους εν γένει) στον σκοτεινό καθρέφτη που τοποθετεί μπροστά του ο Οδυσσέας Μπλουμ. Για να μη μιλήσω για την παντελή απουσία στίξης στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η οποία ίσως να μην αποτελεί και τόσο πρόβλημα τελικά, αφού είναι βέβαιο πως λίγοι θα φτάσουν έως εκεί.

Αλλά και τα βιβλία του μεταμοντερνισμού δεν πάνε πίσω. Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας του Τόμας Πύντσον είναι επίσης δυσπρόσιτο – για διαφορετικούς λόγους. Αν στην Οδύσσεια του Τζόις είχε καταρρεύσει ο χρόνος, εδώ έχει καταρρεύσει το ίδιο το νόημα. Η προσπάθεια για την εξαγωγή οποιουδήποτε λογικού συμπεράσματος ακόμη και από την ίδια την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, την Οιδίπα Μάας, καθίσταται σύντομα μάταιη. Η πολυσημία, αλλά και οι φαινομενικά απροσμέτρητες δυνατότητες εναλλακτικής ερμηνείας του οτιδήποτε μέσα στο μυθιστόρημα διαρκώς υπονομεύουν το νοηματικό κέντρο του, γεμίζοντας ανασφάλεια τον αναγνώστη, ο οποίος μένει αποσβολωμένος να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που μόλις διάβασε.

Προφανώς τα παραπάνω έργα είναι ορόσημα επειδή ακριβώς είναι τόσο ανατρεπτικά. Και έχουν τύχει ενθουσιώδους υποδοχής από την κριτική και τη θεωρία της λογοτεχνίας επειδή ακριβώς ωθούν στα άκρα το έργο της γραφής αλλά και της ανάγνωσης, αμφισβητώντας την ίδια την ύπαρξη τέτοιων άκρων.

Έχουμε αντίστοιχα σύγχρονα ελληνικά παραδείγματα; Ναι, αν και όχι τόσο δυσπρόσιτα. Επίσης, τα δικά μας είναι σαφώς πιο ευανάγνωστα. Το πρώτο βιβλίο που μου έρχεται στον νου είναι Το μηνολόγιο ενός απόντος του Σταύρου Κρητιώτη (2005). Το βιβλίο απαρτίζουν εξ ολοκλήρου αυτούσια ή παραλλαγμένα αποσπάσματα κειμένων άλλων συγγραφέων, αφού ο θεματικός άξονας αλλά και ο τρόπος συγγραφής του είναι η αντιγραφή ή αλλιώς η λογοκλοπή. Συγχρόνως, ο Κρητιώτης είναι ταυτόχρονα συγγραφέας και πρωταγωνιστής του βιβλίου. Μάλιστα, είναι ένας συγγραφέας που τραβάει την πλοκή (και τα πράγματα γενικά) στα άκρα αφού σκοτώνει τον εαυτό του και ήρωα του βιβλίου του, ενώ υποτίθεται ότι αυτό κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση μετά τον θάνατό του!

Έπειτα σκέφτομαι το βραβευμένο βιβλίο Οι τυφλοί του Νίκου Μάντη (2017), το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως δαιδαλώδες: ιστορίες πλέκονται πάνω και μέσα από άλλες ιστορίες, συνθέτοντας παράλληλους κόσμους και επισύροντας σύγχυση μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού. Οι πολυάριθμες αφηγήσεις από πάμπολλους αφηγητές ακολουθούν ισάριθμους διαδρόμους και υιοθετούν αμέτρητες οπτικές γωνίες, για να καταλήξουν ενίοτε σε αδιέξοδα, οργανωμένες γύρω από νοήματα που ολοένα διαφεύγουν. Η έννοια του τέλους καταρρέει, ενώ ο στόχος φαίνεται να μην είναι άλλος από την ηδονή της αφήγησης για την αφήγηση.

Οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλα παλιότερα παραδείγματα που δεν έχω πρόχειρα, πάντως πρόσφατα διάβασα τη Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα του Κώστα Βούλγαρη (2023). Το βιβλίο παρουσιάζει την ιστορία μιας γυναίκας η οποία φέρεται να έζησε στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, τη βρίσκουμε όμως και σε διαδοχικές εκδοχές της μέχρι σήμερα. Το βιβλίο είναι δύσκολο να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία: δεν είναι ούτε π.χ. μυθιστόρημα ούτε δοκίμιο, αν και κάποιος πρότεινε τον όρο «μυθιστορία» και ο ίδιος ο συγγραφέας τον όρο «πολυφωνική μεταμυθοπλασία». Είναι μια συναρμογή από τεκμήρια και μαρτυρίες πραγματικά ή επινοημένα (ο ίδιος ο Βούλγαρης αναφέρεται στην «τεκμηριωτική φαντασία» του), οι οποίες χτίζουν ψηφίδα-ψηφίδα το πέρασμα αυτής της γυναίκας (και των μετέπειτα εκδοχών της) από τη σκηνή της ιστορίας, σχολιασμένες από έναν αφηγητή που φαίνεται κι αυτός αμήχανος στα σημεία (έχουμε δηλαδή την κατάρριψη του συνηθισμένου παντογνώστη αφηγητή) και που τις διανθίζει με τις προσωπικές του αναμνήσεις. Μολονότι παρατίθενται με φαινόμενη πρόθεση γραμμικής χρονικότητας, το γεγονός ότι πρόκειται για μαρτυρίες και τεκμήρια αναγκαστικά συντελεί σε μια αποσπασματική παρουσίαση της φασματικής τελικά Νικηταρούς, αλλά και των μετέπειτα γυναικών που την απαρτίζουν, οι οποίες ουσιαστικά καθίστανται παζλ προς επίλυση. Εν τω μεταξύ, το περίγραμμα της παρουσίασής τους διαρκώς θολώνει, καθώς το σύνορο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον θρύλο καταρρίπτεται συστηματικά.

Προσωπικά πιστεύω ότι τέτοιου είδους εξερευνήσεις και καταργήσεις ορίων στη λογοτεχνία είναι υγιείς, αναψυκτικές και παράγουν νέα γεγονότα – εν προκειμένω, αμφιβολίες επί παραδεδομένων και βεβαιοτήτων που μόνο χρήσιμες μπορεί να είναι.

Με βασανίζει όμως μια σκέψη: Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ο αναγνώστης κατ’ αρχήν να απωθηθεί αφού μπορεί, με όλα τα τεχνάσματα που υιοθετεί ο εκάστοτε συγγραφέας, η ανάγνωση να καταστεί έργο δυσχερές και κοπιώδες. Αναφέρομαι ασφαλώς σε έναν αναγνώστη που ανήκει στην πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού και όχι στους απαιτητικούς εκείνους που έχουν πιο εξεζητημένες προσδοκίες.

Αλλά είναι ακριβώς εκεί, στο δυσπρόσιτο της ανάγνωσης, που βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν εκδοχές όπως η ροζ (προσοχή: όχι η επονομαζόμενη ως «γυναικεία») λογοτεχνία, η feel-good λογοτεχνία και τα συναφή. Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν για τη δημοφιλία αυτών των ειδών, που στο τέλος-τέλος επιτελούν το έργο της προστασίας του αναγνώστη από το θανάσιμο αμάρτημα της ακηδίας. Είναι όμως μια δημοφιλία που ενίοτε αναγκάζει τη σοβαρή λογοτεχνία να ρίξει λοξές ματιές στον εαυτό της, διερωτώμενη τι δεν πάει καλά, και να τον αμφισβητήσει.

Η εκδίκηση του αναγνώστη; Ίσως.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα