Δεν είχα ακούσει τίποτα για το βιβλίο, όταν το αγόρασα. Είδα απλώς το όνομα του Γιάννη Ξανθούλη, στον οποίο οφείλω μερικά από τα πιο ωραία μου αναγνώσματα ελληνικής πεζογραφίας. Και, όταν άρχισα να το διαβάζω, έπεσα από τα σύννεφα. Μα, είναι δυνατόν ο Ξανθούλης να μιλάει για πορνό; Τα είχα χαμένα μέχρι την πρώτη φορά που λύθηκα στα γέλια και αναλογίστηκα ότι ανέκαθεν ο Ξανθούλης είχε καλό χιούμορ. Μόνο που, σε αυτό το βιβλίο, το απογείωσε κανονικά.
Για την ιστορία που ξεδιπλώνει η αφήγηση μπορεί κανείς να διαβάσει οπουδήποτε, γι’ αυτό δεν θα αναφέρω τίποτα σχετικά. Θα πω όμως ότι, με αυτό το βιβλίο, ο Ξανθούλης αναδεικνύεται σε έναν από τους αξιότερους νεοέλληνες απογόνους του παππού Αριστοφάνη, σκαρώνοντας μια πραγματική φάρσα με αρκετές καρικατούρες-κλισέ της σημερινής εποχής (κούφιους πολιτικάντηδες, πιο υποψιασμένους παρεπιδημούντες συμβούλους, άκαμπτους δικηγόρους, Γερμανούς που ξανάρχονται και πάει λέγοντας), αλλά και με χαρακτήρες στους οποίους προσδίδει μεγαλύτερο βάθος και κερδίζουν οπωσδήποτε τη συμπάθεια του αναγνώστη, αφού εξελίσσονται και μεταστρέφονται, διεκδικώντας –κυριολεκτικά με τον κόπο τους– μια πιο ανθρώπινη διάσταση. Έτσι, π.χ. στη σελίδα 210, διαβάζουμε για τον Πέτρο Μακκαβαίο ή Μπαλαρίνο, τον βασικό αφηγητή της ιστορίας: «Άναψε τσιγάρο, να βάλει καπνό μέσα του σαν τιμωρία. Κι ένιωσε ξανά μόνος, αποκομμένος απ’ όλους, καθώς γερνούσε με μια αναδρομική δόση νεότητας που πιθανότατα δεν του ανήκε».
Κατά τα λοιπά, μολονότι τα τεκταινόμενα στο βιβλίο επιτρέπουν ηθικοπλαστικά διδάγματα, δεν πιστεύω ότι πρωταρχικός σκοπός του Ξανθούλη ήταν να χαρίσει στον αναγνώστη έναν καθρέφτη της πραγματικότητάς του. Πρωταρχικός σκοπός του ήταν να τον κάνει να γελάσει και να χαρεί – κάτι απίστευτα πολύτιμο μετά τη μιζέρια και την κατήφεια της τελευταίας διετίας, πρώτα με τον κορωνοϊό και μετά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την τουρκική προκλητικότητα, την ακρίβεια και όλα τα άλλα δεινά που μας έχουν βρει. Και είναι πιο πολύτιμο ακόμη, γιατί δεν πρόκειται απλώς για άλλη μια φάρσα, πρόκειται για μια φάρσα ιδιαίτερα καλογραμμένη, όπως μόνο ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Γιάννη Ξανθούλη μπορεί να σκαρώσει τόσο αριστοτεχνικά!
Φυσικά, καθένας είναι ελεύθερος να βρει συμβολισμούς και αλληγορικά στοιχεία που μπορούν να ερμηνευθούν με διάφορους τρόπους – για τις πέτρες, τους σκορπιούς, τις καμπάνες, κ.λπ. Για λογοτεχνικό έργο πρόκειται, άλλωστε. Αλλά είναι ένα λογοτεχνικό έργο που δανείζεται κάτι από την ατμόσφαιρα των ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του ’60 και του naiveté που απέπνεαν. Έτσι, ήταν ίσως αναμενόμενο ότι η ατιμασμένη μεγαλοκοπέλα Πολυχρονία, που εξιλεώνεται εξαιτίας της αυταπάρνησης και της μαγειρικής της, θα παντρευόταν εντέλει τον Πέτρο Μακκαβαίο, σε ένα happy end που κάνει τον αναγνώστη να νιώθει ωραία μέσα στα γνώριμα μοτίβα αυτών ακριβώς των ταινιών που ανέφερα, όπου οι ιστορίες πλέκονταν ελαφρά τη καρδία, ελαφραίνοντας και τις καρδίες των απανταχού θεατών μέχρι τις μέρες μας, τόσα χρόνια μετά…
Στις ταινίες αυτές, το όνειρο είχε πάντα σημαίνουσα θέση και συχνά παρεμβαλλόταν εν είδει χορευτικού. Στο Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη, όμως, το όνειρο είναι αφηγημένο: «Ο Πέτρος Μακκαβαίος είχε ανάψει την παλιά ξυλόσομπα και ονειρευόταν τη Σανγκάη. Από την τεράστια επιτυχία του ξαδέρφου Λάκη Μπούγα εκεί, του είχε μείνει πως αυτή η πολιτεία της Κίνας πρέπει να ήταν στρωμένη με σκιές αρχαίων ερώτων. Και, παρά το κομμουνιστικό καθεστώς, που είχε επιβάλει για χρόνια σε όλους ένα αντιπαθητικό prêt-à-porter ρούχο που θύμιζε στολή φυλακής, στον καινούργιο αιώνα η Σανγκάη εξελισσόταν σε μια πολιτεία πολύχρωμη και επιβλητική, που ανάσαινε τη νοσταλγία και τις μελλοντικές υποσχέσεις μιας αέναης ευτυχίας με σάουντρακ κελαηδίσματα καναρινιών» (σελ. 253).
Γέλασα μέχρι δακρύων με την τετράφαλλη (ή τετράψωλη) αρχαία υδρία που έχασε την πρωτοκαθεδρία από μια αντίστοιχη οκτάφαλλη, με το αυτόματο τσουτσούνι της πλαστικής κούκλας στο Μπούγειον Μουσείο που ορθωνόταν φωνάζοντας «κούκου βιλκόμεν!», με τους υπνοβάτες που είχαν τον νου τους σταθερά κολλημένο στα σεξουαλικά, με τις λέξεις Πουτανόρεμα, φικιφικικός και πολλές άλλες αντίστοιχες, με τα επώνυμα που ήταν δεικτικά του εκάστοτε χαρακτήρα, με το διατηρημένο στη φορμόλη πέος του κληροδότη Λάκη Μπούγα που ένας σεισμός το έστειλε κάτω από ένα βαρύ έπιπλο και τελικά το έθαψαν στο νεκροταφείο, και με τόσα άλλα μικρά και μεγάλα πράγματα που ειλικρινά μου έφτιαξαν τη διάθεση κατά πρωτοφανή τρόπο τις τρεις μέρες που χρειάστηκα για να διαβάσω το βιβλίο… κάτι που είναι πραγματικό επίτευγμα, αφού κατά γενική ομολογία φλερτάρω εσαεί με μια καταθλιπτική διάθεση.
Must read του καλοκαιριού λοιπόν, το Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη. Χωρίς δεύτερη κουβέντα! Πόσο συχνά μας δίνεται η ευκαρία να γελάσουμε με την καρδιά μας τη σήμερον ήμερα; Πολύ σπάνια, είναι η απάντηση. Καλή σας λοιπόν ανάγνωση!
Χριστίνα Λιναρδάκη