«Οι προσκεκλημένοι» του Pierre Assouline (μτφρ.: Ρίτα Κολαΐτη)
Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου

«..Υπάρχουν άνθρωποι που η ευτυχία των άλλων τους πληγώνει.  Δεν τους αρκεί να ζουν ανάμεσα στους ευτυχισμένους του κόσμου.  Γι’ αυτούς η ολοκληρωμένη απόλαυση απαιτεί την αποκλειστικότητα.  Αν εγκατέλειπαν έστω και ένα μόριο από αυτό το προνόμιο, θα ένιωθαν ότι στερούνται κάτι που αυτοδικαίως τους ανήκει, λόγω καταγωγής, τις περισσότερες φορές παρά γιατί το αξίζουν.  Μια τέτοια αποκλειστικότητα τη μοιράζεται κανείς μόνο με τους ομοίους του. Αυτά τα πράγματα δεν τα λες, τα αισθάνεσαι.»

Σε μια εποχή που ο οδοστρωτήρας του πρόσκαιρου και του επιφανειακού, της ισοπέδωσης, της αλλαγής συνηθειών, τρόπων αλλά και προσεγγίσεων επιβάλλει ένα νέο modus vivendi, ο Pierre Assouline με ένα αμάλγαμα εμβάθυνσης πέραν του προφανούς, εμμονής  στον καλλιεργημένο λόγο και υποδόριας ειρωνείας  μας προσκαλεί ως συνδαιτημόνες σε ένα δείπνο της σημερινής θεωρούμενης «ελίτ».

Στο διάκοσμο και το πρωτόκολλο, η απόλυτη τελετουργική συμμόρφωση και ο εμφανής διαχωρισμός των τάξεων λειτουργούν ως μοχλός και εκτοξεύουν τον αναγνώστη στην καρδιά θεμάτων όπως η διαφορετικότητα, ο αποκλεισμός κάθε «ξένου», οι συμβατικές αρχές και τα ήθη μιας παραπαίουσας κοινωνικής τάξης – και όχι μόνον.  Το έργο είναι μία εντυπωσιακής διεισδυτικότητας απεικόνιση της εποχής μας, με γοητευτική αλλά συνάμα και παρακμιακή ατμόσφαιρα, γεμάτη από ερωτηματικά.

Το σκηνικό, από την αρχή «προκλητικό».  Στη χώρα όπου η Γαλλική επανάσταση και ο Διαφωτισμός έθεσαν τα θεμέλια για μια κοινωνία των Ίσων με το τρίπτυχο Ισότητα, Ελευθερία και Αδελφοσύνη,  η κραταιά κυρία Ντυ Βιβιέ ετοιμάζει ένα από τα γνωστά, απαράμιλλης χλιδής, ουρανομήκους κόστους και άψογης οργάνωσης δείπνα της, στο πλέον αριστοκρατικό έβδομο διαμέρισμα του Παρισιού.

Οι καλεσμένοι της είναι ένας ολόκληρος κόσμος των «λίγων», με τις σχέσεις εξουσίας, με τις ελπίδες και τις διαψεύσεις του, αλλά και με τα συμπλέγματα, τις επιθυμίες και τις προδοσίες του.  Ένα αναπόσπαστο σύμπαν δουλεμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια ώστε να φαντάζει απόλυτα ρεαλιστικό με έντονο το στοιχείο του κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού, μέσω της λεπτής αλλά αισθητής δηκτικότητας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.

«….Ήξεραν να συμπεριφέρονται, ακόμα κι όταν η αρμονία χανόταν. Οι υπερβάσεις περιορίζονταν στα αποδεκτά όρια, χάρη σε ένα είδος αυτολογοκρισίας, η οποία υποδείκνυε στο καθένα μέχρι πού μπορούσε να φτάσει. Σπάνια δείπνο κατέληγε σε πυγμαχία· τότε η οικοδέσποινα έπρεπε να φανεί βίαια μετριοπαθής και η τάξη επανερχόταν. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα μιντιακά ήθη δεν είχα επηρεάσει τους προσκεκλημένους σε βαθμό που να τους κάνουν να ξεχάσουν τοις στοιχειώδεις κανόνες της κατ’ ιδίαν συνομιλίας. Οι παραβιάσεις ήταν ανεκτές εφόσον δεν διαιωνίζονταν και δεν πολλαπλασιάζονταν. Όχι άτοπες διακοπές, όχι αποκλειστικό μονοπώλιο του λόγου. Καμία από αυτές τις ανυπόφορες συνήθειες της τηλεόρασης, που απεχθανόταν ο Νταντιέ, επαναλαμβάνοντας πως το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν το μοναδικό μέσο να μιλά χωρίς να το διακόπτουν.»

Η ανατροπή έρχεται όταν με αφορμή το ξαφνικό πρόσκομμα ενός από τους προσκεκλημένους, περιορίζονται οι συνδαιτημόνες στον ανεπιθύμητο αριθμό των δεκατριών και παρουσιάζεται ως ύστατη λύση και τελικά κομμάτι της ομήγυρης η Μαροκινής καταγωγής αλλά γαλλικής υπηκοότητας Σόνια, μια κοπέλα από το Μάλι, η οικιακή βοηθός του σπιτιού.

Η αλλαγή στην ομογενοποιημένη σύσταση των ομοτράπεζων είναι τόσο ξαφνική και προκλητική που οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή και ο μανδύας του  πρωτοκόλλου εξανεμίζεται, οι λεκτικές ξιφασκίες διαρρηγνύουν το περίβλημα μιας ελιτίστικης κοινωνίας που εμμονικά δεν θέλει να αλλάξει αλλά ούτε και να συμπεριλάβει ως ίση κάποια «ξένη» και η έννοια της ματαιότητας παίρνει σάρκα και οστά σε αυτό το κινηματογραφικής ενδοσκόπησης αστικό παραμύθι.

«..Η Σόνια δηλώνει ότι κάνει το διδακτορικό της στην ιστορία της τέχνης. Τελειώνει και την ακούνε όλοι μισο-ενοχλημένοι, μισο-εμβρόντητοι.  Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάποια σαν και αυτήν ήταν δυνατόν να ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα  (την ώρα που η κυρία Κοστιέρ δεν ήξερε καν που βρίσκεται η Σορβόννη και της λέει ο σύζυγος «το μεγάλο κτίριο απέναντι από το κατάστημα Vieux Campeur»)…. 

Μερικοί σαν να ζαλίστηκαν από το σοκ της διπλής αποκάλυψης ότι μία υπηρέτρια, ξένη επιπλέον και, σαν να μην έφτανε αυτό, αραβικής καταγωγής, είχε τη δυνατότητα  πρόσβασης σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο που, εν γένει, προοριζόταν για άλλες ελίτ.  Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.  Δεν ήταν φυσιολογικό.  Σαν να υπήρχε κάτι άλλο…

Και σας αρέσει στη χώρα μας;  Μα είμαι στη χώρα μου!  Θέλω να πω η χώρα σας είναι και δική μου.  Είμαι Γαλλίδα όπως και εσείς!  Πάντως όχι όπως εγώ! απάντησε η κυρία δίπλα της…..» 

Ολόκληρη η πλοκή του βιβλίου υποθετικά  διαρκεί ένα δίωρο, όσο περίπου και ένα δείπνο, αλλά είναι από εκείνες τις συμπυκνώσεις στιγμών όπου με τον ευρυγώνιο φακό του ο αριστοτέχνης Εβραίος, Μαροκινής καταγωγής Pierre Assouline παρατηρεί και υφαίνει τους ήρωές του, τους εντάσσει στο κοινωνικό περιβάλλον που τους διαμορφώνει και τους καθορίζει για να συγκρουστούν και τελικά να συνθλιβούν από τις ιδεολογικές μέγγενεις της υπεροψίας, της προκατάληψης, της έπαρσης και – γιατί όχι – της βαναυσότητας. Άλλωστε, όπως λέει και ο Ουμπέρτο Έκο: «Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα αλλά πολλές φορές την επικυρώνει».

Η μοναξιά, η υπαρξιακή αγωνία, η αναμονή και η προσδοκία για την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων αναμετρώνται με τον  συμβιβασμό, την ματαιότητα και την ακινησία της ανθρώπινης ύπαρξης όταν είναι σκλάβος του τίποτε, σε ένα ξέφρενο ρυθμό, μέσα σε μία παρωδία επιφανειακής ευτυχίας.

Ποιος ή τι καθορίζει τη μοίρα μας: Οι πράξεις ή το πεπρωμένο μας; Μας καθορίζει αυτό που γνωρίζουμε ως κομμάτι της μνήμης, με κληρονομικό δικαίωμα ή αυτό που μαθαίνουμε και στο οποίο συμμετέχουμε ως κάλεσμα στην ενσωμάτωση μιας νέας πραγματικότητας; Ποιος είναι ο δρόμος και ο τρόπος της αποδοχής; Ποιος καθορίζει τη λεπτή γραμμή του ορίου που ξεχωρίζει την τυπολατρία από την ουσία και του φαίνεσθαι από το πραγματικό είναι; Τι είναι πλούτος και πώς αυτό εξαργυρώνεται στα εκάστοτε καπρίτσια και κελεύσματα των καιρών, της Ιστορίας, της ατομικής μας Νεμέσεως;

«Κάποια στιγμή ένας ευφυής καλεσμένος, ο Νταντιέ μονολογεί Να μάθουμε να είμαστε προσκεκλημένοι οι μεν των δε, μακριά από κάθε θρησκευτικό φανατισμό και άλλες τέτοιες μπούρδες. Αλλιώς θα καταστραφούμε. Αχ, η τέχνη του προσκεκλημένου”…», αλλά η φωνή του χάνεται στα τσουγκρίσματα της συγκατάβασης.

Όταν όμως η Σόνια ακούει πως στο Παρίσι θα είναι πάντα μια φιλοξενούμενη, απαντά: «Το ίδιο και αλλού. Παντού, όπου κι αν πάω. Έτσι, είναι καλύτερα να ζω εκεί όπου νιώθω λιγότερο…προσκεκλημένη όπως λέτε. … Η ψυχή της Γαλλίας ήταν πάντα οι ξένοι της. Αυτοί είναι που την επαναφέρουν στο μεγαλείο της, επειδή γι’ αυτό την αγαπούν. Πρέπει πάντα να κάνεις περισσότερα απ’ ό,τι οι Γάλλοι, για να ελπίζεις να γίνεις εντελώς Γάλλος, χωρίς ωστόσο ν’ αρνείσαι τον εαυτό σου. Με αυτό τον τρόπο, οι “ξένοι” της τραβούν τη χώρα προς τα πάνω……

Οι Εβραίοι, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι προσκεκλημένοι στον κόσμο, γιατί η μακραίωνη εξορία τους τους προσάρμοσε σε αυτή την κατάσταση.»

Η αριστοτεχνική γλωσσική προσέγγιση του κειμένου από την μεταφράστρια Ρίτα Κολαϊτη προσδίδει στα νοήματα μια εσωτερική δυναμική που εκτοξεύει τους προβληματισμούς,  δυναμιτίζει την αναπαραγωγή δόλιων στερεοτύπων, στηλιτεύει την αντίστιξη της κατάστασης εντός των τειχών της κυρλίας Ντυ Βιβιέ και της πραγματικής ζωής εκτός αυτών και αναδεικνύει τη βαθύτερη αξία του συγκεκριμένου έργου.

 

Ανδρομάχη Καρανίκα-Δημητριάδου

Περισσοτερα αρθρα