Η ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου Γενόσημα (ΑΩ, 2021) περιλαμβάνει διακόσια εβδομήντα οκτώ πεζά ποιήματα. Ποτισμένα με λεπτή ειρωνεία και φιλοσοφική σκέψη, εμπνέονται από τη Φιλοσοφία της Γλώσσας και τα Μαθηματικά, ενώ «αποτίουν φόρο τιμής στο Tractatus Logico-Philosophicus του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, καθώς και στην εικαστική ιδιοφυία του Αύγουστου Ζάντερ, φωτογράφου, ποιητή της εικόνας και εκφραστή της Νέας Αντικειμενικότητας στη φωτογραφική τέχνη, φωτογραφία του οποίου παρατίθεται στο εξώφυλλο».[i] Τα ποικίλα θέματα διαλέγονται με τους τίτλους.
Με αίσθημα ποιητικότητας και γνωστικό οπλισμό από τις επιστήμες της Φυσικής, της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας της Επιστήμης, ο συγγραφέας συνθέτει σύντομα υπερρεαλιστικά «πορτρέτα» εννοιών και καταστάσεων, τα οποία σαν πίξελ απαρτίζουν το πανόραμα της καθημερινότητας· απεικονίζουν το καίριο, το τερατώδες και το όμορφο, το οικείο και το ανοίκειο, μέσα από τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», την πίστη και την ψευδαίσθηση. Οπλισμένος με υψηλής ευκρίνειας κάμερα, παραμερίζοντας σκιές, ομίχλες, θολότητα, φωτογραφίζει θέματα κοινωνικά και πολιτικά τα οποία σχολιάζει με οξύτητα, διαχέοντας μεταμοντέρνο φως, ανάλογο της φωτογράφου Νταϊάν Άρμπους, η οποία μαζί με τον Γουόλτ Γουίτμαν, τον Αντόνιο Πόρτσια και τον Μάρκο Μέσκο, αποτελούν τους αισθητικούς ταγούς της συλλογής.
Με εξαιρετικά πυκνή διατύπωση τα ποιήματα διαθέτουν αποφθεγματικό τόνο και διερευνούν μια ευρεία θεματολογία: ποίηση, μοναξιά, αισθητική, πόθος, συντροφιά, έρωτας, χωριατιά, ξενιτιά, χρόνος, θάνατος, σχέσεις. Εργαλείο τους το μαύρο χιούμορ. Σαν υπερρεαλιστικές πεταλούδες, (papillons surréalistes), διατρέχουν λογοπαίγνια και παραδοξότητες, μορφοποιούν εικόνες και παρομοιώσεις, εκβάλλουν συγκινησιακό συγκλονισμό, προκαλούν με το ειρωνικό τους περιεχόμενο. Μια ζώσα ύλη από αναλογίες και αντιστοιχίες που σαν συγκοινωνούντα δοχεία αρθρώνουν κριτικό λόγο και ανατρέπουν ειωθότα.
κισμέτ
Πολλοί νομίζουν πως ό, τι τραβάνε τους το έχει στείλει ο Θεός. Αγιάτρευτες περιπτώσεις· διόλου απίθανο να νομίζουν ταυτόχρονα πως ο Θεός είναι και φιλεύσπλαχνος. (σελ. 20)
η γκρίνια
Τα πιο γέρικα φωτόνια είναι και τα πιο δύστροπα. Εκείνα της αρχής, περίπου 14 δισεκατομμυρίων ετών, είναι οι πιο εγγυημένοι σκατόγεροι. (σελ. 19)
λάμψη
Μα πόσο πιο λαμπρή να υπάρξεις απ’ τη στιγμή που σε ερωτεύτηκα; (σελ. 20)
DE PROFUNDIS
Μα δε θα γίνουν φέτος δεξιώσεις, με ειδοποιούν. Βούλωσε ο βόθρος και δεν έχουμε πού να στείλουμε τα λύματα. (σελ. 31)
Τα ποιητικά αποφθέγματα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου μπήγονται σαν πρόκες στην καρδιά. Γραμμένα από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Μάιο του 2021, στο Λουτράκι, την Εκάλη, την Ελευσίνα, τη Louvain La Neuve, διακρίνονται για τον έντονο διακειμενικό και αυτοαναφορικό τους χαρακτήρα. Συνομιλούν με τη λογοτεχνία, την εικαστική τέχνη, την ποίηση, την επιστήμη, τη φωτογραφία. Χρησιμοποιούν ποικίλο λεξιλόγιο το οποίο εκτείνεται από την καθημερινή ομιλία έως την επιστημονική ορολογία, τις ειδικές γλώσσες της Φυσικής, της Αστρονομίας, των Μαθηματικών και άλλων επιστημών. Μπιτλς, Καβάφης, Σεφέρης, Ντοστογιέφσκι, Λάιμπνιτς, Πλάτων. Αλλά και Γάλλοι υπερρεαλιστές, θέατρο, εικαστικοί, κινηματογραφιστές. Το θεώρημα του Φερμά, οι λευκοί νάνοι, οι κόκκινοι γίγαντες. Σαν ιμπρεσσιονιστικές ψηφίδες οι ποιητικές συνθέσεις, ένας ποιητικός «πουαντιγισμός» που αποτυπώνει το ανθρώπινο άχθος, τη μοναξιά, τον κομφορμισμό, τα προσωπεία.
το ποιητικό νέφος
Μα όσο κι αν αλητεύω, αδύνατον να τα ξεφορτωθώ· ένα σύννεφο με τέχνη σέρνεται στο κατόπι μου κι η ποίηση στάζει από τα ρούχα μου σαν τη βροχή. (σελ. 58)
το απαραίτητο χάος
Αν δεν υπήρχε το χάος, έπρεπε να το εφεύρουμε. Αδύνατο να αναδεχθεί η δομή δίχως την αντίστιξή της. (σελ. 23)
το χάος είναι η απόδειξη
Το χάος είναι η απόδειξη της τυχαιότητας, της αρχής της ελάχιστης δράσης, του 2ου Θερμοδυναμικού Νόμου. Το χάος είναι η απόδειξη της Φύσης. (ό. π.)
ποιο χάος;
Μα αν κοιτάξεις πιο βαθιά, το χάος δεν είναι καθόλου χάος. (ό. π.)
Χρησιμοποιώντας τα δίπολα των λέξεων, αλλά και τα αρχέτυπα, (φεγγάρι, αίμα, κήπος), ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος αποτυπώνει την αρχέγονη αγωνία του ανθρώπου για τη νομοτέλεια του θανάτου. Παιγνιώδεις συλλογισμοί και σχήματα ποιητικά, τίτλοι που στη σελίδα συνθέτουν ποιήματα, ένα λεκτικό σύνολο που σαρκάζει, που παρασταίνει οπτικά και ενίοτε θεατρικά τα ποικίλα θέματα.
η πυτιά
Τα βράδια διαδέχονταν τα βράδια δίχως πρωινά. Το ένα μετά το άλλο, βράδια. Έτσι έπηζε η πυτιά που ήθελε σκοτάδι κι έδενε το τυρί ή το γιαούρτι. Κι απλώνονταν τα ένζυμα από τα στομάχια των μηρυκαστικών και γίνονταν γραβιέρες. (σελ. 74)
η σεροτονίνη και το παγόνι
Υπερεκτιμημένα και τα αντικαταθλιπτικά. Σαν ερωτικό κάλεσμα από ένα σουρομαδημένο παγόνι ή σαν τα κινέζικα Γενόσημα (χωρίς τη δραστική). (σελ. 64)
το εσώτερο εγώ
είναι μια νύχτα που εσωκλείστηκες αυτόβουλα εντός του μέλανος σώματος. Σύμφωνα με τον Πλανκ, είναι απολύτως απίθανο να βγεις από κει μέσα, όσο κι αν συγκρούεσαι απεγνωσμένα με τα τοιχώματα. (σελ. 67)
του γονιού ή του αφεντικού;
Με τα χρόνια το «τίνος είσαι» αντικαθίσταται με το «πού δουλεύεις». Βδέλυγμα καταντάς αν πεις:
-Είμαι Άνεργος! (σελ. 72)
τα παιδιά στο πηδάλιο
Τα βλέπω κι εγώ τα παιδιά σας και τα καμαρώνω. Τι όμορφα που τα έχετε δεμένα στο πηδάλιο! (σελ. 56)
Ποίηση αιχμηρή, υπαινικτική, υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική. Παραπέμπει σπανιότερα στο γερμανικό παραμύθι Märchen, στο οποίο εμπλέκεται αριστοτεχνικά το alter ego με το υποσυνείδητο μέρος της ψυχής.
ύπνος Ι
Την ώρα που αποσύρω τα μοναδιαία διανύσματα στο δάσος των στροβιλισμών, η Γκουίνεβιρ αναπνέει όπως ένα μισάνοιχτο στρείδι. Έπειτα τυλίγει τις πατούσες της σαν παλάμες γύρω από ένα καυτό θερμόμετρο και υποκρίνεται τον ύπνο. (σελ. 60)
Τα Γενόσημα, οι ποιητικές κουκκίδες του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, αποτελούν μια de profundis ποιητική κατάθεση ένα μανιφέστο αιχμηρότητας, που αντιστρατεύεται τις δομές, αποτυπώνει τον σαρκασμό, την πίκρα και τη μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης, προβληματίζει για την αγάπη, τον έρωτα, την ιστορία, τη φύση, τη ζωή.
μαύρα Νερά
Επίσης ποίηση είναι, εκεί που τα λόγια σε άδειασαν και δεν υπήρχαν ήχοι και μια γριά ίσιωνε τη φούστα της με τις παλάμες, πριν κολυμπήσει στο σκοτάδι. Και τα νερά που μείναν μαύρα ακόμη κι όταν χάραξε. Καλύτερα· να μην τη βλέπουν γυμνή οι ποιητές, γριά γυναίκα. (σελ. 9)
Λίλια Τσούβα
[i] https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=35659 τελευταία πρόσβαση 13.3.2023