Εξήντα τέσσερα ποιήματα απαρτίζουν τη συλλογή της Μαρίας Γερογιάννη Οι κούκλες σου δεν είχαν ψυχή, τα περισσότερα ολιγόστιχα, άρα συμπυκνωμένου νοήματος μέσα στη συνοπτικότητά τους.
Κάποια, όπως το εναρκτήριο της συλλογής, είναι άτιτλα – ωστόσο δεν φαίνεται να κατέχουν κάποια επιγραφική θέση, ούτε σηματοδοτούν την έναρξη ή το τέλος μιας ενότητας.
Το εναρκτήριο λοιπόν ποίημα δηλώνει την ελπίδα ότι η τέχνη θα σημάνει μιαν άλλη εποχή:
Στην άκρη της γης
Μια καλύβα στον πάγο.
Διάβαζε Καμύ Νίτσε Τουρνιέ
Έγραφε ποιήματα
Να ‘ρθει η άνοιξη
Η άλλη αυτή εποχή θα χαρακτηρίζεται από τη ζεστασιά της ψυχής που φέρνει η τέχνη και δη η ποίηση. Το υπαινίσσεται αυτό η ποιήτρια μέσα από την αντίθεση με τον πάγο. Η δε καλύβα στον πάγο είναι δηλωτική της απομόνωσης στην οποία γράφονται τα ποιήματα, άρα συμβατή με μια εικόνα του ποιητή που, απομονωμένος, διαβάζει και γράφει ποιήματα για να ζεστάνει την ψυχή, τη δική του και των αναγνωστών του.
Το δεύτερο κατά σειρά ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Επιφώνημα», ξεκινά με ένα «άι», ορθογραφημένο σαν αεί, το χρονικό επίρρημα που έρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει, όπως ξέρουμε, «πάντα». Ακολουθούν λίγοι στίχοι με θέμα την αφρισμένη θάλασσα που σκάει στα βράχια, τα οποία δεν την αντέχουν. Είναι ασφαλώς γεγονός ότι τα βράχια δεν αντέχουν τη θάλασσα, είτε είναι γαλήνια είτε όχι, εκείνη πάντα θα τα υπερνικά και θα τα κατατρώει. Επομένως, το ποίημα μιλά για την τρωτότητα πραγμάτων που φαίνονται σταθερά και ακλόνητα, όμως δεν είναι. Η δε αμφισημία του αρχικού επιφωνήματος υπογραμμίζει ότι το φαινόμενο αυτό συμβαίνει από πάντα και για πάντα θα συμβαίνει, άρα υφίσταται εσαεί μια εγγενής ευαλωτότητα στα πράγματα που μας περιστοιχίζουν.
Αρκετά ποιήματα της Μαρίας Γερογιάννη έχουν πολλά επίπεδα ερμηνείας, όπως το «Επιφώνημα» που μόλις είδαμε. Σε κάποια μάλιστα, υφέρπει η ειρωνεία, που ενίοτε γίνεται σαρκασμός. Με αυτόν αντιμετωπίζει η ποιήτρια όσα μένουν στο φαίνεσθαι και αγνοούν την ουσία. Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος είναι το ακόλουθο:
OLD TOWN – OLD LIFE
Η old lady
Με το φίλτατο ζωάκι
Στην αγκαλιά της.
Υπερχείλισαν τα χαμόγελα των περαστικών
Το ζωάκι
ανταπέδωσε τα χαμόγελα.
Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη ταύτιση της old lady με το ζωάκι της – τόσο σε όρους λάιφστάιλ όσο και, κατόπιν, όταν ανταποδίδονται τα χαμόγελα: το ζωάκι που ανταποδίδει τα χαμόγελα είναι η ίδια η old lady γιατί το πραγματικό ζωάκι δεν είναι κάποιο πλάσμα που αγαπάει και νοιάζεται αλλά απλώς ένα απαραίτητο αξεσουάρ μόδας.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ποίημα «Στο συνοικιακό καφέ», αλλά και το άτιτλο ποίημα που ξεκινά με τον στίχο «Μου άνοιξες την καρδιά σου», στο οποίο περιγράφει το χρώμα της καρδιάς με τον τρόπο που η Δέσποινα Μοιραράκη περιγράφει το χρώμα των χαλιών της!
Στο ποίημα «Τα χρόνια» όμως απαντάμε μια άλλη αντιθετική ειρωνεία: τα «ευσυγκίνητα παλτά» που φορούν οι άνθρωποι με τα χέρια τους χωμένα «στις ανήμπορες τσέπες». Μας θυμίζει το πόσο συμπάσχουν όλοι σε μια δυσκολία ή μια τραγωδία, αλλά και το πόσο εύκολο τους είναι να βρουν δικαιολογίες για να μη βοηθήσουν πρακτικά, να μην κάνουν εντέλει τίποτα. Η Γερογιάννη δεν διστάζει να προβεί και σε κοινωνικά σχόλια, σαν παρατηρητής της ζωής αλλά και σαν ποιήτρια που έχει την υποχρέωση να αρθρώσει λόγο, μέσα από την τέχνη της, για τα κακώς κείμενα.
Κοινωνικό σχόλιο περιέχει και το άτιτλο ποίημα:
Μεγάλο
Ανήλιαγο παιδί μου
Πόσο ψωμί ακόμη σου χρωστούν!
Το «μεγάλο ανήλιαγο παιδί» εδώ σημαίνει το παιδί που ενηλικιώθηκε αλλά δεν μπόρεσε να βρει τον ήλιο του, την επιτυχία δηλαδή στη ζωή. Αντ’ αυτής συνάντησε την απόρριψη, τη ματαίωση, τον πόνο. Το «ψωμί» λοιπόν που του χρωστούν είναι εδώ μεταφορικό, είναι η ευκαιρία που χρειάζεται για να αποδείξει την αξία του, είναι η αποδοχή των άλλων, η εκτίμησή τους, η αγάπη τους.
Μιλούσαμε όμως για αντίθέσεις. Αντίθεση έχουμε και στο ποίημα «Η ομορφιά», μια καταληκτική αντίθεση που το σημαδεύει ολόκληρο:
Η ΟΜΟΡΦΙΑ
Η ομορφιά
Έχει μνήμα
Παραστέκουν
Η κλαίουσα μνήμη
Η λήθη υπομειδιώντας
Έχουμε λοιπόν και τη μνήμη και τη λήθη σε δύο διαδοχικούς στίχους με τον χρόνο να επιφέρει τον θάνατο της ομορφιάς, τη μνήμη να κλαίει για αυτή την ομορφιά που χάθηκε και τη λήθη να περιμένει υπομειδιώντας – γιατί γνωρίζει πως όλα σε αυτήν επιστρέφουν. Το ποίημα είναι ένας εξαιρετικός συνδυασμός ευθέος σχολίου με το οποίο ξεκινά και υπαινικτικότητας στην οποία καταλήγει. Η λήθη καταπίνει εντέλει τα πάντα, αποδεικνύοντας ότι μια από τις πολυτιμότερες λειτουργίες που διαθέτουμε σαν άνθρωποι, η μνήμη, είναι φευγαλέα και εύθραυστη.
Για την ευθραυστότητα της μνήμης μιλά και το ποίημα «Τα αποξηραμένα», όπου απαντούμε «τα βιβλία των αποξηραμένων λουλουδιών» που «με την ανάσα θρυμματίζονται», σε μια ωραία μεταφορά.
Με αφορμή τα λουλούδια αυτού του ποιήματος, έστω κι αποξηραμένα, θέλω να σημειώσω ότι η ποιήτρια αγαπά ιδιαίτερα να κοιτάζει στη φύση, να την παρατηρεί και να αναζητεί σ’ αυτήν ερμηνείες του μυστηρίου που τυλίγει την ανθρώπινη ιδιότητα. ‘Ετσι, στο ποίημα «Επτασφράγιστο» για παράδειγμα ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν φεγγάρι που στη φέξη του γεμίζει μυστικά και στη χάση του τα αδειάζει, δηλαδή τα φανερώνει. Σαν τη σελήνη, ο άνθρωπος έχει τις φάσεις και τις ώρες του και είναι μεταβλητός και φευγαλέος.
Αλλού, οι άνθρωποι γίνονται δέντρα, όπως στο ποίημα «Άνεμος παρακαλετός». Στο ποίημα «Εμείς» τα μάτια τους γίνονται «πέτρα» αλλά το βλέμμα «θάλασσα απλωτή» (άλλωστε τα μάτια είναι καθρέφτης της ψυχής) και ούτω καθεξής.
Κάποτε η φύση συνδυάζεται με την ειρωνεία και δημιουργούν ένα δίπολο πάνω στο οποίο δομούνται μερικά από τα ποιήματα της συλλογής, όπως το «Αισιόδοξο μήνυμα»:
Κίτρινα φύλλα
Στο χώμα
Προλαβαίνεις
Τα κίτρινα φύλλα σηματοδοτούν βέβαια το φθινόπωρο. Η παραίνεση «προλαβαίνεις» σημαίνει ότι υπάρχει χρόνος μέχρι να έρθει ο χειμώνας. Αντανακλαστικά, όταν διάβασα το ποίημα, μου ήρθε στο νου η αγγλική φράση «it is later than you think» («είναι πιο αργά απ’ ό,τι νομίζεις») η οποία σημαίνει ότι απλώς νομίζουμε ή πιστεύουμε ότι υπάρχει αρκετός χρόνος, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπάρχει.
Το ποίημα αυτό, τρίστιχο και ολιγοσύλλαβο, θα μπορούσε να ήταν ένα χαϊκού, όμως η ποιήτρια δεν συμφωνεί με την τάση πολλών ποιητών της εποχής μας να γράψουν χαϊκού, ακολουθώντας αυτό που βλέπει σαν μόδα, όπως φαίνεται από το ποίημα «Για ένα χαϊκού»:
ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΪΚΟΥ
Προς τι
Οι συλλαβές μας
Να χωρέσουν στο γιαπωνέζικο παπούτσι
Μιλούσαμε όμως για ειρωνεία. Ακόμη κι όταν δεν υφίσταται ειρωνεία, η ποιήτρια επιστρατεύει συστηματικά στοιχεία από τη φύση για να εξηγήσει την ανθρώπινη συνθήκη. Στο ποίημα «Μοναδικός» για παράδειγμα, έχουμε τον μήνα Φεβρουάριο που «με τις κομμένες μέρες του/ τον ξέρουν όλοι». Και δεν είναι πράγματι αλήθεια πως τον κουτσό, τον αλλιώτικο, τον διαφορετικό τον θυμούνται όλοι; Όπως με τον χρόνο, που είναι ένα φυσικό φαινόμενο, το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους.
Κατά τα άλλα, ποιητές, φιλόσοφοι, θεατρικοί συγγραφείς, ζωγράφοι, πεζογράφοι παρελαύνουν στους στίχους ή τους τίτλους των ποιημάτων, όπως είδαμε και στο ποίημα που διάβασα στην αρχή, χρωματίζοντας και πλουτίζοντάς τους, και παρακινώντας τον αναγνώστη να ψάξει τις συναφείς αναφορές, αν δεν τις γνωρίζει. Ας σταθούμε στο ποίημα “Virginia and Plath”. Προφανώς γίνεται αναφορά στην Αγγλίδα συγγραφέα Virginia Woolf και την Αμερικανή ποιήτρια Sylvia Plath. Το κοινό μεταξύ τους είναι ότι και οι δύο αυτοκτόνησαν. Η Woolf γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και πνίγηκε στο ποτάμι πίσω από το σπίτι της, ενώ η Plath στην τελευταία, επιτυχημένη της απόπειρα αυτοκτονίας προκάλεσε ασφυξία στον εαυτό της με διοξείδιο του άνθρακα:
VIRGINIA AND PLATH
Το επόμενο βήμα
– Λύθηκαν τα μαλλιά στο κύμα
– Πνίγηκαν οι καπνοί στην τέχνη του θανάτου
Τέτοιες αναφορές αποκαλύπτουν τον γνωστικό ορίζοντα της ποιήτριας, αλλά και την ευαισθησία της, ιδίως σε ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες. Σε αυτό το τελευταίο μήκος κύματος, που αφορά τη γυναικεία συνθήκη, κινείται το ποίημα «Γεννήθηκες κορίτσι», από το οποίο θα διαβάσω μερικούς τυχαίους στίχους:
Ποια βία θα σε υποτάξει
[…]
Ποια κούραση μειδίαμα
Ποιας γλώσσας το μαστίγιο στο χέρι σου
Ποιες ντροπές θα σου κλείσουν τα μάτια
Θα ήθελα να σταθώ λίγο σε αυτόν τον στίχο με τις ντροπές. Κι ένα αγόρι βέβαια μπορεί να είναι ντροπαλό, αυτό όμως σε τίποτα δεν συγκρίνεται με τις ντροπές που νιώθει ένα κορίτσι εξαιτίας του απλού γεγονότος ότι είναι κορίτσι! Θα ντραπεί αν φοράει κάτι πιο κοντό ή κάτι πιο κολλητό (τουλάχιστον μέχρι να βρει την αυτοπεποίθησή του), θα ντραπεί αν είναι βαμμένο – ή αν δεν είναι βαμμένο, αν για κάποιο λόγο θεωρηθεί προκλητικό, αυθάδες, χυδαίο, κ.ο.κ. Αυτές οι ντροπές είναι καθαρά κοριτσίστικες και γυναικείες δυστυχώς, και πολλές φορές απορρέουν από τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Ας μην ξεχνάμε ότι, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, η γέννηση ενός κοριτσιού μπορεί να έφερνε απογοήτευση ή να προκαλούσε τη δυσφορία της οικογένειας. Και ότι το κορίτσι, επιφορτισμένο με πολλούς παράλληλους ρόλους όταν γίνει γυναίκα, νιώθει μια ιδιαίτερη κούραση που δεν είναι εύκολο σε έναν άντρα να αντιληφθεί. Επιπλέον, το κορίτσι πολλές φορές στη ζωή του θα αντιμετωπιστεί σαν αντικείμενο, ένα πρόβλημα που σπάνια αντιμετωπίζουν οι άντρες.
Λόγος για τις γυναίκες γίνεται εκτενώς και σε άλλα ποιήματα, όπως για παράδειγμα στην «Ανταπόδοση» που μιλά για τη γυναίκα που μεγαλώνει γλυκιά επειδή συνήθισε από παιδί στη γλυκύτητα, στο ποίημα «Γυναίκα», αλλά και στο ποίημα «Λεπτομέρειες» και διάφορα άλλα. Θα σταθώ μόνο στους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος «Πολύμορφη» που μου άρεσαν ιδιαίτερα:
Ανέτειλες
Έδυσες
Γυναίκα του αθώρητου παντός
Αντίστοιχα, βέβαια, η ποιήτρια μιλάει και για τους άντρες, στο ποίημά της «Τα αγόρια», που αδικούνται γιατί, σαν πιο μονοδιάστατα όντα, δεν τους αφιερώνονται τόσα ποιήματα όσα στις γυναίκες.
Σε άλλους στίχους της Γερογιάννη, βλέπουμε τη συνειρμικότητα να παίρνει τα ηνία. Στο ποίημα «Άνεμος παρακαλετός», γίνεται λόγος για ένα δέντρο «ολόγυμνο/ ολόγυρα/ κορίτσια/ αγόρια/ στήνουν χορό». Τα πέντε πρώτα γράμματα «ολογυ» που επαναλαμβάνονται δημιουργούν μια γέφυρα που επιτρέπει τη μετάβαση από μια εικόνα προσευχής που προηγείται, μιας προσευχής η οποία αρθρώνεται στον άνεμο ώστε αυτός να τη μεταφέρει ίσως στα αυτιά του θεού, των αγίων ή των αγγέλων ή απλά του σύμπαντος, τη μετάβαση λοιπόν σε μια εικόνα χαράς που θυμίζει μάλιστα γαϊτανάκι, πανηγύρι, χορό και γέλια.
Δεν λείπουν από τη συλλογή και ποιήματα που είναι αποφθεγματικά ή διδακτικά, με έναν υπαινικτικό όμως τρόπο. Παράδειγμα ενός τέτοιου ποιήματος είναι τα «Άτοπα», από το οποίο παραθέτω τους πρώτους στίχους:
ΑΤΟΠΑ
Κλουβί για τον αετό
Γκουρμέ πιάτο στον αυτόχθονα του Αμαζονίου
Κολονάτο ποτήρι στο διψασμένο παιδί της Αφρικής
Το ποίημα κλείνει με τον στίχο «Εξέδρα να αγορεύει το Εγώ». Άτοπο κι αυτό, σαν αυτά που ακούσαμε στους πρώτους στίχους, ωστόσο σύνηθες και κοινότοπο, σχεδόν τετριμμένο σαν φαινόμενο. Παραθέτοντάς το όμως μαζί με τα υπόλοιπα άτοπα, υπογραμμίζεται περαιτέρω το πόσο άχρηστη είναι αυτή η εξέδρα της εγωπάθειας και της εγωκεντρικότητας, πόσο αδιανόητη και παράλογη.
Άλλο τέτοιο διδακτικό ποίημα είναι το «Δημώδες». Εδώ συναντάμε μια νύφη που ζητά «λεμονανθούς και άνθη κερασιάς/ στεφάνι για το γάμο της» και κατόπιν τη μάνα της που ζητά τα ίδια λουλούδια προτού ξεψυχήσει. Μέσα στην τραγικότητα των δύο εικόνων που παρατίθενται η μια μετά την άλλη, βλέπουμε τις δύο όψεις της ζωής, τη γλυκιά και την πικρή και στοχαζόμαστε για τον κύκλο και τη ματαιότητα της ύπαρξης. Οι δύο αυτές όψεις της ζωής τονίζονται και στο ποίημα «Ανάπαλιν» όπου η ζωή εμφανίζεται να χορταίνει «γάλα πικρό γάλα γλυκό».
Συχνά, οι εικόνες που αναπηδούν από τα ποιήματα της συλλογής είναι απλά υπέροχες. Στο ποίημα «Στη σκιά»:
Το δέντρο
Γράφει για σένα ποίημα
Μου είχες αόμματα εκμυστηρευτεί
Όταν καθίσεις στη σκιά του
Ο αναγνώστης μπορεί να αναλογιστεί έναν άνθρωπο με κλειστά τα μάτια, καθισμένο στη σκιά ενός δέντρου, να ακούει το θρόισμα των φύλλων του, το κελάηδισμα των πουλιών, τον άνεμο που μπλέκεται στα κλαδιά του – ένα πραγματικό ποίημα.
Οι εικόνες όμως συχνότερα δεν είναι μόνες τους. Εναλλάσσονται με τα συναισθήματα ή δένονται μαζί τους σφιχτά. Στο ποίημα «Οι Κυριακές», όπου ο πρώτος στίχος λέει «Αργοβάδιστος θλιμμένος δρόμος», έχουμε μια εικόνα απόλυτης μοναξιάς και του βάρους που αυτή επιφέρει. Ο δρόμος δεν είναι μόνο αργοβάδιστος εξαιτίας αυτού του βάρους, είναι και θλιμμένος. Το γιατί μας το εξηγούν οι επόμενοι στίχοι που μιλούν, μεταξύ άλλων, για ελπίδες που διαψεύστηκαν και μυστικά που φυλάχτηκαν με κόστος. Μοναδική απόδραση είναι η φαντασία, «θυμίαμα, κρασί μεθυστικό», όπως την περιγράφει η ποιήτρια.
Στο ποίημα «Τα αισθήματα» πάλι, έχουμε μια εικόνα ορχήστρας που παίζει ασύμφωνη και παράφωνη. Ο τίτλος μαρτυρεί ότι το ποίημα είναι μια μεταφορά για τον εσωτερικό μας κόσμο, όπου τα αιθήματα παίζουν μόνα τους την εσωτερική μας συμφωνία – ή παραφωνία.
Είχα τη χαρά να παρουσιάσω αυτή τη συλλογή μαζί με τη φιλόλογο-καθηγήτρια της ΑΣΚΤ Βαρβάρα Ρούσσου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει στις 6.3.2023. Το παραπάνω κείμενο είναι προσαρμογή της ομιλίας μου εκεί.
Χριστίνα Λιναρδάκη