Τα δέντρα είναι παραδείγματα προς μίμηση. Δεν επαναστατούν για τη μοίρα τους. Μένουν ριζωμένα εκεί, ακλόνητα, μέχρι κάποιο εξωτερικό γεγονός (ένας κεραυνός, η πυρκαγιά, μια πλημμύρα, η αρρώστια) να προκαλέσει τον θάνατό τους. Ακόμη όμως και όταν νιώθουν τον κίνδυνο του αφανισμού να τα πλησιάζει, στέκουν εκεί, στη θέση τους, αδιαμαρτύρητα. Γιατί ξέρουν πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέσα από τους σπόρους που έχουν φυτέψει στο χώμα ή στον άνεμο. Γιατί έχουν εμπιστοσύνη σε ένα σχέδιο που είναι μεγαλύτερο από τα ίδια.
Οι λεύκες είναι κι αυτές ένα είδος δέντρου που διακρίνεται για τα ασημοπράσινα φύλλα του – όσο τα κρατάει, μια και είναι φυλοβόλλο είδος – είδος δηλαδή που προσαρμόζεται με μια θυσία στην τροπικότητα των εποχών.
«Λεύκες» είναι ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων της Βίκυς Κλεφτογιάννη (εκδόσεις Κέδρος, 2022) και μόνο στο τελευταίο της διήγημα καταλαβαίνουμε το γιατί. Ο κάμπος της Κωπαΐδας, παλιότερα μια λίμνη που τώρα κρατά την παλιά του υδάτινη ιδιότητα σαν ανάμνηση, με τις «ψηλές, αγέρωχες, με λευκό δέρμα, [τ]η μία δίπλα στην άλλη, τόσο κοντά που μπλέκονται τα χέρια τους» λεύκες γίνεται ο χώρος όπου «τις νύχτες με φεγγάρι, όταν η πάχνη απλώνεται πάνω απ’ τον κάμπο και η Κωπαΐδα ανακαλεί τον αλλοτινό της εαυτό» οι λεύκες αυτές, τα δέντρα που διακόπτουν την ισιάδα του κάμπου, «πετούν τα ασήμια τους και βουτούν στη λίμνη» σαν κανονικές γυναίκες.
Τις γυναίκες, τις ιστορίες των οποίων μας αφηγήθηκε στα προηγούμενα διηγήματα λοιπόν, ταυτίζει με τα ψηλά, λευκόκορμα και ασημόφυλλα δέντρα η Βίκυ Κλεφτογιάννη – μια αλληγορία που δεν αφήνει τον αναγνώστη ασυγκίνητο, κυρίως για τα χαρακτηριστικά που αποδίδει ευθέως στις πρώτες: την ανθεκτικότητα, την καρτερικότητα, τη χρησιμότητα και τη χάρη.
Όλα τα παραπάνω διαθέτουν οι γυναίκες στα διηγήματα της Κλεφτογιάννη, μόνο που εκείνες δεν μένουν ριζωμένες: προχωρούν αδιακρίτως προς ένα αιφνίδιο και οριστικό τέλος, ένα τέλος που έρχεται ανατρεπτικό, όπως συνήθως γίνεται όταν η ζωή αποφασίζει να συμβεί.
Ενδεικτικά θα αναφέρω το περιεχόμενο κάποιων διηγημάτων: Η «Πλατεία Ελευθερίας» μιλά για μια νέα Εβραία κοπέλα στη Θεσσαλονίκη που καίει τα δάχτυλά της ενώ σιδερώνει το αριστερό πέτο του φορέματός της, «εκεί που θα καρφίτσωνε το κίτρινο αστέρι»ˑ νωρίτερα, ο σύντροφός της θα ριχνόταν σε ένα τρένο για να μην επιστρέψει ποτέ. Τα «Σημάδια» μιλούν για ένα ξανθό κορίτσι, προϊόν του βιασμού της μάνας της από κάποιον Γερμανό στρατιώτη στην Κατοχή, ένα κορίτσι που πέρασε όλη του τη ζωή αρχικά να ντρέπεται και κατόπιν να κρύβει το χρώμα των μαλλιών του, απαρνούμενο τη μισή του ταυτότητα. Το «Δέλτα Αξιού» αφηγείται την ιστορία μιας Λιβανέζας μάνας που είχε φυτέχει εναν κέδρο όταν γεννήθηκε ο γιος της «για να ψηλώνουν μαζί». Μα ο γιος της χάθηκε όταν προσπάθησε, σαν μετανάστης, να περάσει στην Ελλάδα. Η βάρκα του βυθίστηκε και εκείνη έψαχνε εννιά μήνες να τον βρει, περνώντας ξανά και ξανά τον Έβρο, διασχίζοντας τη βόρεια Ελλάδα, μόνο που «ο κέδρος της δεν τα κατάφερε, μια οβίδα έκοψε το κορμί του στη μέση», άρα ούτε και ο γιος της.
Τέτοιες ιστορίες υπαινικτικές, με διαδοχικά στιγμιότυπα και μισές κουβέντες από τις οποίες η φαντασία πιάνεται και πλάθει περισσότερα και πλουσιότερα γεγονότα από τα αφηγούμενα, γράφει η Κλεφτογιάννη, εσκεμμένως μισά, για να προσκαλέσει την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη. Χτίζοντας σενάρια που έχουν αμετάκλητο τέλος, κόντρα στη σύγχρονη επιταγή και τάση να μένουν οι ιστορίες ανοιχτές, με πάντα παρόν το δραματικό στοιχείο σε διάφορα σημεία έντασης. Το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό, σπαρακτικό στα σημεία, δυνατό σε κάθε περίπτωση – είτε βυθίζοντας την ψυχή του αναγνώστη στην απελπισία, είτε αντίθετα βουτώντας την στην πίστη για την ανθρώπινη φύση.
Οι ιστορίες της Κλεφτογιάννη βασίζονται στην ατέρμονη πάλη των πρωταγωνιστριών της να συνεχίσουν, να επιμείνουν στην προσπάθεια, να μη λυγίσουν, να σταθούν – ακριβώς όπως οι λεύκες, τα δέντρα που χαρίζουν το όνομά τους στη συλλογή. Αυτή την ποιότητα της επιμονής και της αποφασιστικότητας αναδεικνύουν τα διηγήματά της, δημιουργώντας ήθος, χαρά, λύπη – όλα μαζί, γιατί είναι εξαιρετικά σύντομα και αναπόφευκτα διαβάζονται back to back, με τις διαθέσεις του αναγνώστη να εναλλάσσονται ραγδαία, όμως με έναν τρόπο αριστοτεχνικό.
Οι περιγραφές της Κλεφτογιάννη, τεχνικά άρτιες, συχνά λυρικές, συνθέτουν γλαφυρά τοπία που έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον πόνο και τη δυστυχία που περικλείουν ή που συντονίζονται με τα θετικά συναισθήματα τα οποία προκαλούν οι ιστορίες που διαδραματίζονται μέσα τους, για να μας θυμίσουν πως η ζωή συμβαίνει αδιακρίτως μέσα στην ομορφιά που είναι η φύση και πως σοφό θα ήταν να διδασκόμασταν από το παράδειγμα των δέντρων.
Χριστίνα Λιναρδάκη