Ποιος είναι ο όρος; Urban fiction αν δεν απατώμαι. Ο Τζίμης στην Κυψέλη κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους, τον ένα έμψυχο και τον άλλο λιγότερο έμψυχο: από την μια πλευρά ο Τζίμης, οι φίλοι του και οι συνεργάτες, το παρελθόν και ο προσωπικός του μύθος που ο ίδιος συντηρεί προσεκτικά, και από την άλλη μια αθηναϊκή γειτονιά ιδιάζουσα και προσωπική για τους κατοίκους της, άγνωστη και αδιάφορη για τους υπόλοιπους, σχεδόν αυθύπαρκτη παρόλα αυτά για τον συγγραφέα.
Με ορατό τον κίνδυνο να επαναλαμβάνομαι, θα πω ότι η δομή είναι άρτια κατά τη συνήθεια (και τις πεπατημένες το δίχως άλλο) του συγγραφέα, η πλοκή είναι παρούσα σε σταθερή ροή αν και όχι απαλλαγμένη από στραβοτιμονιές, το βιβλίο διαβάζεται ταχύτατα και ο αναγνώστης βολεύεται αναπαυτικά σε μια συνθήκη ανάγνωσης από τις πλέον αναγνωρίσιμες: αυτή της καλής ιστορίας. Στο ίδιο πλαίσιο θα τοποθετούσα και το γεγονός ότι πρόκειται για ένα σύγχρονο κείμενο: η ιστορία εκτυλίσσεται στην μετά-κορονοϊού εποχή και έχει την χροιά του χρονογραφήματος με μια απρόσμενη αίσθηση αθηναϊκού ρετρό.
Ο Τζίμης και η Κυψέλη όχι μόνο συνυπάρχουν στο κείμενο αλλά πορεύονται σε αντίστιξη, και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ποια είναι τελικά η ακριβής έννοια του «γέννημα-θρέμμα» στην αφήγηση αυτής της μυθιστορηματικής καθημερινότητας. Και η κοινωνική ματιά του Χωμενίδη ξεδιπλώνεται εδώ σε όλο της το εύρος για να αποδώσει τις αθόρυβες λεπτομέρειες τουλάχιστον τόσο εκκωφαντικά όσο και τις ηχηρές παρουσίες. Οι άνθρωποι πλάθονται σε συνάρτηση με το περιβάλλον στο οποίο γεννιούνται και δεν νοούνται εκτός του, κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν δείχνει να μπορεί να υπάρξει σε μια αυτόνομη συνθήκη. Δεν είναι μόνο ότι ο Χωμενίδης κατανοεί την Αθήνα ως την πόλη-θηρίο που ανασαίνει και ενίοτε βρυχάται, είναι κυρίως ότι κατέχει τους ανθρώπους της, το φάσμα των σκέψεων, των λέξεων και των πράξεων που τους περικλείει και τους εμπεριέχει, σχεδόν τους αποτελεί. Πότε φάσμα και πότε δίχτυ: άλλοτε για να τους προστατέψει και άλλοτε για να τους εγκλωβίσει.
Ποιος ήταν όμως ο λαός; Οι ίδιοι που τον καιρό της ευμάρειας πιθήκιζαν το λάιφ στάιλ. Ένιωθε ψυχική συγγένεια ο λαός με τα επαγγελματικά στελέχη των ριζοσπαστικών κομμάτων; Με τους εμβριθείς διανοούμενους που ανέλυαν τις αντιφάσεις του καπιταλισμού; Η Μάρθα Γιαννίδη -πρώην Martha G.- έπιανε ασυγκρίτως καλύτερα τον παλμό. Συντονιζόταν, εμψύχωνε, ενθουσίαζε. Δικό τους κορίτσι. Σάρκα απ’ τη σάρκα τους. Ένας θηλυκός Σαούλ που είδε τον αληθινό Θεό και ως Παύλος πλέον τον δοξάζει. [1]
Πέραν της urban πλευράς του Τζίμη στην Κυψέλη, ο δεύτερος πυλώνας είναι η «φωτογράφιση» συγχρόνων μας ανθρώπων: τηλεοπτικές περσόνες μέχρι επί της ουσίας ανύπαρκτες διαδικτυακές παρουσίες βρίσκουν τη θέση τους σε ένα προάστιο και κατ’ επέκταση σε μια πόλη όπου υπάρχει χώρος για όλους αλλά που το πρωί δεν θα τους βρει όλους ζωντανούς. Βασιζόμενος στα οξύμωρα της ανθρώπινης υπόστασης, ο Χωμενίδης χτίζει μια μυθοπλασία με τα απολύτως χειροπιαστά υλικά της καθημερινότητας. Χωρίς να κρίνει κανέναν.
Ανατρέπει όμως τα δεδομένα σε κάθε ευκαιρία, αναγκάζει τους ήρωες να εγκαταλείψουν τα στεγανά τους και παρόλη την νέα αντεστραμμένη τους πραγματικότητα, να κοιτάξουν τη ζωή τους κατευθείαν στα μάτια. Οι ανατροπές εξασφαλίζουν στον Τζίμη στην Κυψέλη μια θεατρικότητα που δεν περιμένει κανείς να συναντήσει σε ένα μυθιστόρημα, και παρόλο που το θέατρο ως οίκημα και ως συνθήκη βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, ο Χωμενίδης το εντάσσει και αλλού, στις συμπεριφορές των ανθρώπων για παράδειγμα, και μετατρέπει έτσι την Κυψέλη σε μια γιγάντια παλλόμενη σκηνή όπου το έργο παίζεται σ’ ένα αυθύπαρκτο διηνεκές που στοιχειώνει και στοιχειώνεται. Άλλη μια ανατροπή.
Οι ήρωες του Τζίμη στην Κυψέλη είναι οι γνωστοί σε όλους μας άνθρωποι της γειτονιάς. Τους γνωρίζουμε τουλάχιστον εξ όψεως και τους πιστεύουμε απολύτως επειδή ο συγγραφέας τους πλάθει με όσα αποτελούν κατά έναν ανομολόγητο ίσως τρόπο κοινό κτήμα όλων μας. Ο αναγνώστης δεν αμφισβητεί την ειλικρίνειά τους, ούτε έχει ανάγκη να ερμηνεύσει τις πράξεις τους γιατί στην πραγματικότητα τους ξέρει, είναι στην ουσία μέρος του δικού του περιγράμματος, του δικού του εαυτού. Που τα ίδια θα έλεγε και τα ίδια θα έκανε, όπως ο Τζίμης και το συγγραφικό δίδυμο του Περονόσπορου, όπως οι ηθοποιοί του, οι σκιώδεις συνεργάτες του. Γιατί η θεατρική παράσταση που ανεβάζει ο Χωμενίδης σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι κατ’ εικόνα εκείνης που θα ανέβαινε στην σκηνή του θεάτρου «Πέτρος Γρύλος», με μόνη τη διαφορά ότι η Κυψέλη είναι η σκηνή, οι κάτοικοί της οι ηθοποιοί, και οι προσωπικές τους ιστορίες το κείμενο.
Ο Τζίμης στην Κυψέλη είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα με την κλασσική έννοια του όρου και ενώ κινείται σε ένα αδιαμφισβήτητο παρόν, στην πραγματικότητα μας πάει πίσω και μας βυθίζει στον απόηχο ενός παρελθόντος που κάποιες φορές μοιάζει οριστικά χαμένο. Και μας αφήνει με τη βεβαιότητα ότι όλα όσα αφηγείται συνέβησαν κάποτε ακριβώς έτσι, παρόλο που αν κανείς τον ρωτούσε θα αρνιόταν τα πάντα. Για να γίνουν όλα ακόμα πιο πιστευτά. Άλλωστε ποιος αμφισβήτησε ποτέ τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή;
Κρις Λιβανίου
[1] Χ.Α. Χωμενίδης, Ο Τζίμης στην Κυψέλη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ. 258.