Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, μετά την επώδυνη συλλογική εμπειρία της πανδημίας, μετά την τρομοκρατία του φόβου, που μεγέθυνε καθημερινά γύρω μας τη σκιά του θανάτου και γκρέμισε τις ψευδαισθήσεις της ανθρώπινης παντοδυναμίας μας, επέστρεψε με μια νέα ποιητική συλλογή, την όγδοη συλλογή της (Ο θυρωρός των ημερών, εκδ. Κέδρος 2022), με ποιήματα υπαρξιακά, γραμμένα από μία δημιουργό που ξέρει να κεντά με ρυθμό και φαντασία δεξιοτεχνικά τις λέξεις, να συνθέτει ποιητικά εργόχειρα που απεικονίζουν το τοπίο ψυχής μιας θηλυκής αρχής, με πολύχρονη θητεία στο λαβύρινθο, αφιερωμένης στην τέχνη του λόγου, αυτή την τέχνη που την υπηρετεί ως ιέρεια με απόλυτη αφοσίωση. Προσοχή όμως: Η είσοδος των στίχων αλλά και των αναγνωστών στο ποιητικό σύμπαν του βιβλίου ελέγχεται αυτή τη φορά με αυστηρότητα από τον θυρωρό των ημερών, μια φιγούρα που ενοικούσε στη σκιά μας, αλλά την προσπερνούσαμε, αναβάλλοντας επ’ αόριστον την όποια προσωπική επαφή μαζί της. Τώρα οι καιροί επικαιροποίησαν βιαίως το ρόλο του θυρωρού και ανέλαβε με προθυμία δράση. Αυτός, αδέκαστος, εξουσιαστικός και αμείλικτος προειδοποιεί ότι ελέγχει τον χρόνο, ακολουθεί πιστά τη ροή, η διάρκεια δεν εξαγοράζεται, οι μορφές θα διαλυθούν, δεν εξαιρούνται ούτε οι δημιουργοί, οι ονειροπολήσεις και η αφηρημάδα δεν είναι ελαφρυντικά, δεν διασφαλίζουν καμιά παράταση, τίποτα δεν χαρίζεται. Μας αποδεικνύει πόσο αποτελεσματικός είναι, όταν τον βλέπουμε με τη μορφή του θαλαμηπόλου στον Κάτω Κόσμο, όπου φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων και οι αυτόχειρες του λόγου δημιουργοί: η Σύλβια Πλαθ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Περικλής Γιαννόπουλος, η Κατερίνα Γώγου.
Όμως ο θυρωρός εποπτεύει την είσοδο και του αναγνώστη στο περιβάλλον του βιβλίου. Προϋποθέτει και απαιτεί συγκέντρωση, αφοσίωση, δέσμευση και επίγνωση ότι η παραμονή στον χώρο αυτό εγκυμονεί κινδύνους. Δεν βγαίνεις αλώβητος από ένα ποίημα. Οι ενέδρες που ο ίδιος έχεις στήσει αποκαλύπτονται, η ομίχλη διαλύεται και η ανατροπή παραμονεύει. Η προσωπική ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός επανεξετάζονται και δοκιμάζεται η ισχύς τους. «Η ποίηση είναι κατακλυσμός/ δεν είναι κιβωτός». Όλα δείχνουν πως η παρουσία του θυρωρού των ημερών υπαγορεύει στους ποιητές τα πιο πυκνά, στοχαστικά και επικίνδυνα κείμενα.
Η ποίηση της Λουκίδου κινείται στο εσωτερικό σύμπαν της συνείδησης. Εκεί φιλτράρονται των καιρών τα μηνύματα, οι επώδυνες προσωπικές αναμνήσεις, οι στιγμές με αγαπημένα πρόσωπα, οι αναγνωστικές εμπειρίες, η ιστορική γνώση, η συλλογική μνήμη, τα γεγονότα του παρόντος χρόνου. Όλα αυτά μέσα από απρόβλεπτες συναντήσεις των λέξεων δημιουργούν εικόνες, σκηνές και μικρές ιστορίες, καθώς η πρωταρχική γλώσσα της επιθυμίας, ματαιωμένη, επιχειρεί απόδραση από τη λύπη, σκηνοθετεί και οργανώνει τη μετάβασή της ρυθμικά, με βήματα χορευτικά στη γλώσσα της ποίησης. Θραύσματα ανθρώπινων συμπεριφορών συρράπτουν μια υποτυπώδη αινιγματική πλοκή και μέσα από τους στίχους αποπειρώνται να χαρτογραφήσουν το παράλογο τοπίο μιας εποχής που προκρίνει τον «αξιοθέατο τρόμο», «καλπάζει ακίνητη/σημειωτόν και ακίνητη». Οι στίχοι επιπλέον αναλαμβάνουν ν’ απεικονίσουν την αδυναμία της ανθρώπινης επαφής, το βύθισμα στην απραξία της παραίτησης, όλα αυτά δοσμένα με έναν αισθητικά κρυπτικό λόγο, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο των πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών για τον αναγνώστη-θεατή. Οι δημιουργοί καλούνται να μας δείξουν αυτό που δε βλέπουμε ή δε θέλουμε να δούμε μέσα στην ισοπεδωτική ομοιομορφία των καιρών. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Λουκίδου: «Μα εμείς εισπνέουμε την καταστροφή / και αφηγούμαστε την ομορφιά / καθώς παλιά ξετύλιγαν οι μύθοι την οδύνη»
Η θεατρικότητα, εγγενές στοιχείο της γραφής της, επιτρέπει την προσωρινή παύση της μοναχικότητας, την παρουσία μιας άλλης φωνής εσωτερικής ή εξωτερικής. Έτσι εικονοποιείται η δράση στην εσωτερικά φαινομενική ακινησία. Έρχονται πρόσωπα απροσδόκητα από τα βάθη του χρόνου, επώνυμα κι ανώνυμα που υπόσχονται την άρση των χωροχρονικών εμποδίων και τη συνάντηση στο άχρονο συνειδησιακό τοπίο, όπου παραμένει ανοιχτή η προοπτική μιας άλλης ανέγνωρης εμπειρίας, ενίοτε και μια πρόγευση μεταφυσικής κατάστασης. Το παράλογο που ελλοχεύει σε κάθε ανθρώπινη δράση, υποκείμενη στη φθορά και την αποσύνθεση, αλλά και στην καθημερινότητα της νέας εποχής και στη ζωή της πόλης αλληγορικά απεικονίζονται. Ο λόγος αποδομείται και ανασυντίθεται, ξεκινώντας από την παρωδία ως ειρωνικό σχόλιο, όπου η σκηνοθεσία το απαιτεί και αγγίζοντας κάποιες στιγμές και το γκροτέσκο.
Μπορούμε να διαβάσουμε τα ποιήματα της συλλογής και ως έκφραση της θηλυκής αρχής που μιλά σήμερα μέσα από τη βιωμένη εμπειρία διαφόρων ρόλων και ηλικιακών φάσεων. Συρραφή, διαμελισμός, ρωγμή, κάταγμα, ξηρασία, αναζήτηση ζωογόνου ύδατος, μορφή γυάλινη και υποφωτισμένη. Η ευθραυστότητα του προσώπου που επιστρατεύει τις εσωτερικές του δυνάμεις και με αξιοπρέπεια, περηφάνεια και απαράμιλλη τεχνική δεξιότητα συρράπτει την εικόνα του, μετά την απώλεια, το πένθος και τη ματαιωμένη απατηλή προσμονή. Οι σημαντικοί άλλοι παραμένουν στη θέση τους, αναντικατάστατοι, το ίδιο ενεργοί και δρώντες ακόμη και εν τη απουσία τους. Ωστόσο κάθε επώδυνη γνώση εγγράφεται στο σώμα, το τραυματίζει, το παραμορφώνει, έτσι ώστε να υπενθυμίζεται η αιτία της οδύνης, που δεν είναι άλλη από την απώλεια της υποστηρικτικής παρουσίας, είτε της πατρικής είτε της συντροφικής φιγούρας, σε ένα χορό για δύο που διακόπηκε απότομα, γιατί ο καβαλιέρος αιφνιδίως αποχώρησε «Αχ, ο στροβιλισμός της αιωνιότητας που ψεύδεται/ασύστολα ψεύδεται και προσποιείται/τη στήριξη και τη διάρκειά της./Γελιέται η κόρη και αφήνεται/στα δανεικά της βήματα. Κανένα δόντι σαρκοφάγο το πάτωμα δεν ροκανίζει/κανένα κύμα δεν θα βυθίσει στο κενό/την πλήρη της παράδοση/μα τη βυθίζει». Η Μικρή Γοργόνα, η Αριάδνη, η Περσεφόνη, τραυματισμένες ιέρειες της αγάπης, επιστρέφουν με παραλλαγμένο το προσωπείο του ρόλου τους στο ποίημα, στήνουν μια πρόχειρη σκηνή εντός του «για να παιχτεί η αλήθεια» και να ακουστεί η υπόμνηση της θνητότητας. «Με λένε Περσεφόνη/Ήθελα μόνο να μάθω πώς να ζω».
Η θηλυκή μορφή είτε ως κόρη είτε ως αγαπημένη παραμένει πιστά αφοσιωμένη κι ας λένε πως κάποτε η καρδιά ξεκολλάει. Όποια απόπειρα αποκόλλησης είναι προδιαγεγραμμένη να αποτύχει. Ό έρωτας, «αυτή η ανελέητη κατακραυγή» απειλεί με ολοσχερή αφανισμό. Αποτυγχάνει η όποια απόπειρά του να ξεγελάσει τη λύπη. Η ανάγκη της επαφής με το άλλο σώμα, το άγνωστο και ξένο, γίνεται μια προσωρινή φαντασιακή εξέγερση. Η θηλυκή μορφή αναδιπλώνεται σε μια εσωτερική ζωή. Ένα διαρκώς ανατροφοδοτούμενο σύστημα που αντλεί τη δύναμή του από το παιχνίδι της δημιουργίας, αναζητά εκεί με πίστη την αθώωση και το θαύμα. Οι φωνές των ποιητών, οι ήρωες βιβλίων αλλά και η μητρική φιγούρα είναι άγγελοι παραστάτες, πρόθυμοι να συνδράμουν σε κάθε επίκληση.
Το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί από μια απόσταση και επεξεργάζεται τις εξωτερικές δυσκολίες, τους κινδύνους και τις ανατροπές, ό,τι συμβαίνει στο κοινωνικό γίγνεσθαι ως υπαρξιακές προκλήσεις, ως μικρές διαδρομές που μας οδηγούν να κατανοήσουμε τι κάνουμε εδώ στο προκαθορισμένο διάστημα του επίγειου βίου μας, γι’ αυτό και εμβαθύνει σ’ αυτά τα συμβάντα και τα νοηματοδοτεί. Η οδύνη του ατόμου από τις εμπειρίες του προσωπικού βίου οξύνει την ευαισθησία και του επιτρέπει να κατανοήσει την οδύνη των ανθρώπων που έχουν βιώσει την εμπειρία του πολέμου, της προσφυγιάς, της τρομακτικής ασθένειας και του σκληρού απάνθρωπου θανάτου. Στιγμές από το ιστορικό παρελθόν, από τη ζωή στη γενέθλια πόλη χάνουν τον επικαιρικό τους χαρακτήρα μεταπλάθονται και μετασχηματίζονται σε μικρές ιστορίες που κομίζουν εμπειρίες και γνώσεις για το φαινόμενο της ζωής. Οι δυσοίωνες στιγμές δεν παραδίδονται στη λήθη, «γιατί έχει μνήμη ο στεναγμός, κρατά αρχεία ο πόνος/μπορεί να υποκρίνεται μα δεν αποξεχνιέται».
Η ποίηση της Ευτυχίας μάχεται τη χρεοκοπία των λέξεων. Οι λέξεις παραμένουν σιωπηλές, αλλά στην πραγματικότητα όχι εν υπνώσει και όχι εν αχρηστία. Άγρυπνες και ενεργές ανεβάζουν υψηλές θερμοκρασίες, προκαλούν εκρήξεις στον δημιουργό, τον κρατούν σε ετοιμότητα, κρατούν άσβεστη την επιθυμία, ανανεώνουν την υπόσχεση για τον Ερχόμενο, μιαν επανεκκίνηση της σωτηρίας. Μια διαρκής άπελπις εγρήγορση που εργάζεται αθόρυβα για το θαύμα. «Η αναμονή και η απόγνωση/σε μια αδιαμαρτύρητη συνωμοσία/μου εξασφαλίζει τον πυρετό τον επιούσιο/που αναλογεί σε κάθε μελλοθάνατο».
Η γραφή της Ευτυχίας ξεκινά από το ρυθμό της αναπνοής, από ρυθμικά ψιθυρίσματα, που έρχονται από το βάθος του χρόνου, από τον επίγειο ή ουράνιο χώρο, από πλάσματα άυλα και υλικά. Η εικόνα του εξωφύλλου από την κύπρια εικαστικό Ελένη Θεοδούλου βασισμένη στο έργο της Cecilia Paredes “Mercury” υπομνηματίζει την πολυσημία του βιβλίου. Τα φθαρμένα παπούτσια ακίνητα και με βγαλμένα τα κορδόνια υποδηλώνουν την επέμβαση του θυρωρού να ακυρώσει κάθε μορφή εξόδου ωστόσο τα φτερά στο πίσω μέρος των παπουτσιών, φτερά που ίσως έχουν «ξεκολλήσει από τον άγγελο» φανερώνουν πως εντέλει το θαύμα δύναται να ανατρέψει την καθήλωση. Η ποιήτρια αφουγκράζεται τη σιωπή, εκεί που ο χρόνος όλος έχει αθωωθεί και δεν μας ταλανίζουν οι ενοχές των αντιθέσεων. Υπάρχει πίστη στην ιερότητα του λόγου «η γλώσσα την καλοσύνη των φτερών θα εγκαινιάσει», στο θαύμα και στην απάλειψη της ενοχής. Το θαύμα συντελείται, αν το θαύμα το υπολήπτεσαι. Πίστη στο ζωογόνο ύδωρ του Ιορδάνη και της Γεννησαρέτ, κεντημένη συμβολικά και κρυπτικά στο εργόχειρο του ποιήματος, με έκδηλους βιβλικούς απόηχους, αφήνει μια χαραμάδα φωτός, μια αναλαμπή του θεϊκού στοιχείου που φέρει μέσα του ο άνθρωπος. Ωστόσο η πραγματικότητα της ποιητικής πρακτικής είναι αναγνωρίσιμη και τραυματική. Επισημαίνει τη χρήση της τέχνης για εγωιστικούς λόγους, τον ανελέητο ανταγωνισμό, τη μάταιη αναμέτρηση, τη ματαιοδοξία για μια έωλη αιωνιότητα των στίχων που με μια κίνηση κι αυτοί ακόμα οι στίχοι οι ασφαλισμένοι στις βιβλιοθήκες μπορεί να χαθούν. «Ρακοσυλλέκτες της φήμης μας / θα ενδύουμε με τα έργα μας τη φιλαρέσκειά μας / θα δύουμε εντός για ν’ ανατείλουμε άυλοι αλλού / σε μια διάρκεια που ουδόλως θα μας αφορά / – στην επικράτεια του συρταριού ή της βιβλιοθήκης ̶ / αφού πάντα θα αρκεί μια ψαλιδιά / και / χρατς θα κόβεται το ύφασμα / χρατς θα σκίζεται το χαρτί / χρατς πάει και η ζωή μας».
Τα ποιήματα της συλλογής, μολονότι γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και με διαφορετικές αφορμές το ένα ανοίγει το δρόμο για το επόμενο. Στις ποιητικές συλλογές της η Λουκίδου επιλέγει κάποιους στίχους ή φράσεις ως μότο που θέτουν μια ευρεία θεματική κι ένα άτυπο και ανοιχτό πλαίσιο διαλόγου. Εδώ, οι στίχοι του Παπαδίτσα στο πρώτο μέρος και η φράση του Αλέν Μποσκέ στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζουν στο ρόλο της ποίησης, που δεν είναι παρά μια διαρκής αναζήτηση της ουσίας της ανθρώπινης υπόστασης, οδηγός για μια ζωή συνειδητή, βιωμένη με επίγνωση και ευθύνη, πριν από το προδιαγεγραμμένο αναπόφευκτο τέλος. Ο δημιουργός κατεβαίνει στα βάθη του ψυχισμού, όπου ορυκτά κοιτάσματα πρωτόγνωρων εμπειριών ανακαλύπτονται και αποκαλύπτονται, όταν οι λέξεις καθαρίσουν τη σκουριά που έχει επικαθήσει πάνω τους. Στη συνέχεια αναλαμβάνει τον επίπονο αγώνα πρώτα μιας εσωτερικής κάθαρσης, προκρίνοντας τη συγχώρεση, την καλοσύνη και το δίκιο. Όλες οι λέξεις αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό είτε δηλώνουν χρηστικά αντικείμενα είτε αφηρημένες έννοιες και μια μουσική ακολουθεί τις συλλαβές των λέξεων. Ο ρυθμός είναι παρόν, δοκιμάζει ποικίλα και διαφορετικά μέτρα, ανασταίνει την ομοιοκαταληξία, όταν την έχει ανάγκη, παραμένει συνοδοιπόρος της ανθρώπινης ανάσας σε κάθε της εκδήλωση.
Στη συλλογή αυτή όλα τα προσωπικά βιώματα της ποιήτριας κατατέθηκαν αφειδώς στο θυσιαστήριο της ποίησης, ενώθηκαν με τα βιώματα κάθε θηλυκής αρχής, που μέσω των αρχετύπων επαναλαμβάνονται και επαναβιώνονται στον εκάστοτε ιστορικό χρόνο, αλλά και με τα βιώματα της εσωτερικής ψυχής κάθε ανθρώπου που σέβεται το μυστήριο της ζωής και επιλέγει να το ζήσει συνειδητά και δημιουργικά, με όποιο τρόπο δύναται, έχοντας επίγνωση ότι ο θυρωρός των ημερών είναι εδώ και έχει έναν σημαντικό ρόλο: να μας κρατά έξω από τον ύπνο, εν εγρηγόρσει για να ζήσουμε, προτού σφυρίξει το τέλος του παιχνιδιού.
Βικτωρία Καπλάνη