Ο νεαρός Μάνγκο (εκδ. Μεταίχμιο, 2023) είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στούαρτ (Douglas Stuart). Με το πρώτο του μυθιστόρημα, το Σάγκι Μπέιν, ο συγγραφέας κατέκτησε το βραβείο Μπούκερ 2020. Με το δεύτερο, τώρα, βιβλίο του, παρόλο που ο πήχης έχει τοποθετηθεί ήδη ψηλά, καταφέρνει, και πάλι, να ξαφνιάσει τον αναγνώστη,
Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1978 στη Γλασκόβη και με την ιστορία που μας αφηγείται και διαδραματίζεται επίσης στη Γλασκόβη, στη μεταθατσερική εποχή, αναδεικνύει πολλά, διαρκή και αναπαραγόμενα προβλήματα στις εργατικές συνοικίες της πόλης, αφήνοντας παράλληλα σαφείς πολιτικές αιχμές για την πολιτική της Θάτσερ, καθώς «κάθε συζήτηση για την ανεργία και το μέλλον έστρεφε ακόμη τα πυρά της πάνω στη Θάτσερ. Ο κύριος Γκιλέσπι είχε πει στην τάξη του των Σύγχρονων Σπουδών ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν αποφασισμένη να κλείσει όλη τη βαριά βιομηχανία στην πόλη. Η αγγλική κυβέρνηση είχε ενοχληθεί από την αυξανόμενη δύναμη των συνδικάτων και είχε κουραστεί να επιδοτεί τη Σκοτία για να μπορεί να ανταγωνιστεί το φθηνότερο ξένο εργατικό. Ο κύριος Γκιλέσπι τους είχε πει ότι ήταν καταστροφικό να βγάζεις στην ανεργία πολλές γενιές της ίδιας οικογένειας: άντρες που είχαν μάθει να δουλεύουν το ατσάλι είχαν αφεθεί να σκουριάζουν, ολόκληρες κοινότητες με κέντρο τους τα ναυπηγεία είχαν μείνει χωρίς δουλειά».
Ο νεαρός Μάνγκο, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένα ευαίσθητο, σχεδόν δεκαέξι χρονών, αγόρι που ζει στις εργατικές συνοικίες της Γλασκόβης, μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρό και θλιβερό, χωρίς ευκαιρίες και διεξόδους – ένα περιβάλλον που μοιάζει να εγκλωβίζει όλους όσους ζουν εκεί, ασκώντας καταλυτική επίδραση στον ψυχισμό τους.
Άνθρωποι αγκιστρωμένοι θαρρείς σε δύσκολες συνθήκες που δεν μπορούν να τις υπερβούν, αδύναμοι και ανήμποροι να αλλάξουν ζωή. Δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, νεαρά παιδιά αρχηγοί συμμοριών, θρησκευτικές κόντρες με συμπεριφορές χουλιγκανισμού ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες, βία σωματική, λεκτική και ψυχολογική, φτώχεια, αλκοόλ και πολλή υπόκωφη θλίψη που καιροφυλακτεί παντού συνθέτουν τον κόσμο και το χώρο μέσα στον οποίο ζει και μεγαλώνει ο Μάνγκο. Καθώς ο νεαρός προσπαθεί να ανακαλύψει τη σεξουαλικότητά του, γνωρίζει και ερωτεύεται ένα αγόρι, τον Τζέιμς, καθολικό στο θρήσκευμα, παρόλο που ο ίδιος είναι προτεστάντης. Τι θα συμβεί στο σκληρό κόσμο που ζουν οι δυο τους με τις τρομερές θρησκευτικές αντιπαραθέσεις και την παράλογη εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσά τους, τα στεγανά και όλα τα στερεότυπα που κυριαρχούν στη φτωχή κοινωνία τους; Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα για μια απλή ερωτική ιστορία δύο νέων αγοριών που αγαπιούνται σε ένα αυστηρό και δογματικό κόσμο, γιατί το βιβλίο δεν είναι μόνο αυτό! Γύρω από αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται ένα πολύ πιο σκληρό περίβλημα που όχι μία αλλά πολλές φορές καταφέρνει να αιφνιδιάσει τον αναγνώστη.
Πρώτα από όλα Ο νεαρός Μάνγκο έχει μια πολύ πρωτότυπη και ευρηματική αφηγηματική τεχνική. Χωρίζεται σε δύο βασικές ενότητες. Η πρώτη ονομάζεται ο κατοπινός Μάης και η δεύτερη ο προηγούμενος Γενάρης.
Ο συγγραφέας έχει κομματιάσει τη γραμμική ροή του χρόνου και μας αφηγείται δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα της ζωής του Μάνγκο – τα όσα συνέβησαν τον Γενάρη και αυτά που ακολούθησαν τον Μάη – κατακερματισμένα σε κεφάλαια που εναλλάσσονται και εξελίσσουν την αφηγηματική πορεία.
Η ιστορία ξεκινά πρωθύστερα, καθώς αρχίζει τον κατοπινό Μάη. Η μητέρα του Μάνγκο που είναι αλκοολική πηγαίνει στις συναντήσεις μιας ομάδα ανώνυμων αλκοολικών. Μια μέρα λοιπόν εμπιστεύεται το παιδί της σε δυο παράξενους μέθυσους με σκοτεινό παρελθόν που γνωρίζει εκεί και τον στέλνει μαζί τους σε μια λίμνη στη Δυτική Σκωτία να ψαρέψουν και να περάσουν όλοι μαζί το Σαββατοκύριακο. Τι θα συμβεί σε αυτήν την παράξενη και αταίριαστη συντροφιά;
Στον προηγούμενο Γενάρη, τώρα, η ιστορία ξετυλίγεται σταδιακά, περιγράφοντας τη ζωή του Μάνγκο μέσα στην μικρή κοινωνία που ζει.
Μια μάνα αλκοολική η Μο-Μόου, που άλλοτε φεύγει από το σπίτι κι άλλοτε επιστρέφει, μια αδερφή καλή και προστατευτική που προσπαθεί να καλύψει τα κενά που αφήνει η μάνα, ένας αδερφός- αρχηγός συμμορίας κι ένα αγόρι που θα γίνει για τον μικρό Μάνγκο φωτεινός σηματοδότης στο όνειρο μιας όμορφης ζωής συνθέτουν το μικρό σκηνικό του κόσμου του. Στο μικρό και ασφυκικό περιβάλλον του Μάνγκο, η διαλυμένη οικογένεια φαίνεται πως ασκεί καταστροφική επίδραση σε όλα τα αδέλφια. Μα, δεν είναι μόνο αυτό, όλα γύρω τους σε αυτήν την εργατική συνοικία της Γλασκόβης αποπνέουν μιαν αίσθηση καταθλιπτική. Μέσα στο σκηνικό της απογοήτευσης που γεννούν το περιβάλλον, οι περιορισμένες επαγγελματικές δυνατότητες και ο ασφυκτικός κλοιός της φτώχειας, οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν την καθημερινότητά τους και να βρουν μια διέξοδο, όποια κι αν είναι αυτή.
Τα παιδιά παίζουν παιχνίδια παραβατικότητας και ανομίας και μπαίνουν σε συμμορίες, καθώς οι προτεστάντες μάχονται ενάντια στους καθολικούς.
Και βέβαια, σε αυτό το χώρο, μια μάνα μπορεί εύκολα και δικαιολογημένα να εγκαταλείψει τα παιδιά της για να ζήσει έναν έρωτα.
«Ο Τζόκι τηλεφωνούσε και η Μο-Μόου έβαζε μεμιάς τη ζωή της μέσα στο τσαντάκι της κι έτρεχε πίσω σε αυτόν. Κάθε πέντε ημέρες, πάνω-κάτω, γυρνούσε σαν εκπρόθεσμο βιβλίο δανεισμένο απ’ τη βιβλιοθήκη κι εμφανιζόταν σε τόσο άθλια κατάσταση και βουτηγμένη στο πιόμα, που ήταν λες και είχε πέσει μες στην μπανιέρα».
Το μυθιστόρημα δεν σταματά να εκπλήσσει τον αναγνώστη, καθώς ο συγγραφέας φέρνει συνεχώς αντιμέτωπους τους ήρωές του με καταστάσεις που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν. Η μια κακή συγκυρία μοιάζει να φέρνει την άλλη σε ένα φαύλο κύκλο. Και το εντυπωσιακό της αφήγησης είναι ότι η δυναμική εμποτίζεται από μια ακατάπαυστη ροή ενέργειας που τροφοδοτεί τις εξελίξεις και το ενδιαφέρον κορυφώνεται σταδιακά και στις δύο παράλληλες ιστορίες – στον έρωτα του Μάνγκο και στην εκδρομή που έχει πάει στη Σκωτία.
Με μια γλώσσα που αποπνέει λυρισμό, καθόλου συνοπτική αλλά μάλλον εκτεταμένα περιγραφική, ο συγγραφέας αναφέρεται στην πιο σκληρή πραγματικότητα ώρες ώρες σαν να γράφει ποίηση. Σε αυτό βέβαια συντελεί και η πολύ καλή μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου που μοιάζει να στέκεται με προσήλωση πάνω σε κάθε λέξη και περιγραφή του συγγραφέα.
«Το σκοτάδι πέφτοντας έφαγε τα σύννεφα απ΄τον ουρανό. Καθώς τα φώτα άναβαν στους γλιστερούς δρόμους, οι νεαροί Προτεστάντες άρχισαν να ξεχύνονται από τα στόμια των πολυκατοικιών και να κράζουν ο ένας τον άλλο σαν νυχτόβια πτωματοφάγα ζώα».
Μέσα από μια περίτεχνη αφηγηματική τεχνική, μια πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή και μια ιδιαίτερη, διεισδυτική γραφή, ο συγγραφέας καταφέρνει εντέλει να φέρει στο φως όλο αυτό το θαμπό τοπίο της Γλασκόβης, το φορτωμένο με θλίψη, φτώχεια, βία, δογματισμό. Και παράλληλα καταφέρνει να είναι πάντα αποκαλυπτικός μα και στοργικός με όλους τους ήρωές του που είναι προορισμένοι να χαθούν μέσα στο αδυσώπητο βάρος της σκοτεινής φύσης τους. Μα και προλαβαίνει, μόλις λίγο πριν το τέλος, να αφήσει μιαν αχτίδα φωτός.
Ήλια Λούτα