Μια λιτανεία από φωνές ανθρώπων που έχουν πεθάνει αδικαίωτοι.
Ο Κλήρος του αίματος ιχνηλατεί το αποτύπωμα των ζωών που πλέον δεν θυμάται κανένας, που δεν γράφτηκαν ποτέ πουθενά, που χάθηκαν αφού πρόλαβαν να δουν το όνειρο που τους οδήγησε στον θάνατο ποδοπατημένο από την ίδια την Ιστορία που επιχείρησαν να αλλάξουν. Ως εκ τούτου, η Σωτηρία Μαραγκοζάκη έγραψε ένα πολύ δύσκολο κείμενο. Για τους πρωταγωνιστές, για τον αναγνώστη και για τη συγγραφέα εξίσου. Αλλά θα επανέλθω.
Το να γραφτεί ένα ακόμα βιβλίο για τον Εμφύλιο, είτε πρόκειται για μυθοπλασία είτε για ιστορικό κείμενο φέρει, για μένα τουλάχιστον, μια ανάγκη αιτιολόγησης. Παρόλο που περιέχει μεγάλο αριθμό πληροφοριών που μάλιστα ξεδιπλώνονται αρμονικά στην αφήγηση, προσωπικά περιμένω να αποδείξει χρησιμότητα. Ποιος βρίσκεται στο πρώτο πλάνο, η Ιστορία ή οι άνθρωποι, και ποιοι συγκεκριμένα; Τι συμβαίνει με τα όρια που χωρίζουν το σωστό από το λάθος, το δίκαιο από το συμφέρον, τον φόβο από την γενναιότητα, τα ιδανικά από το ζητούμενο;
Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη επιχειρεί ένα ενδιαφέρον και μάλλον δύσκολο μυθιστορηματικό εγχείρημα: προσπαθεί να δείξει ότι η ιστορία δεν έχει μόνο περισσότερες από μία οπτικές αλλά και περισσότερα από ένα στρώματα. Όσο πιο βαθιά πας, τόσο περισσότερα καινούρια στοιχεία βρίσκεις: είτε γεγονότα, είτε ανθρώπους, είτε ακόμα και αποχρώσεις καταστάσεων και σκέψεων. Η ιδέα της «στρωματοποίησης» στην ανάγνωση της ιστορίας θέτει και το αμέσως επόμενο ερώτημα: τι θα μπορούσε να γλιστρήσει ανάμεσά τους; Οι άνθρωποι, οι αναμνήσεις, οι συναντήσεις, τα όνειρα, καμιά φορά και οι ελπίδες. Η συγγραφέας θα παραμείνει σταθερά επικεντρωμένη στον φωτισμό της εκάστοτε ιστορικής συνθήκης, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή το θάρρος της παρατήρησης.
Η αδιαμφισβήτητη «ντοκουμενταρίστικη» διάθεση και η συχνή υπερ-ανάλυση των γεγονότων στερεί κατά τη γνώμη μου πόντους από την λογοτεχνικότητα της αφήγησης, από την άλλη όμως συνειδητοποιεί κανείς το πόσο πυκνογραμμένη είναι η ιστορία αυτής της περιόδου: συνέβαιναν τόσα πολλά που αναρωτιέται κανείς πόσες ώρες είχαν τότε οι μέρες. Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη αποτυπώνει τη βία που δεν σταμάτησε με το τέλος του πολέμου και που ήταν τόσο ισχυρή, τόσο εδραιωμένη, ώστε ήταν οριακά αυτόνομη, δεν επηρεάστηκε ούτε από την απελευθέρωση, ούτε από την όποια συνθηκολόγηση: συνέχισε να υπάρχει και να διαφεντεύει τους ανθρώπους όλων των πλευρών με την ίδια ένταση και την ίδια αμείωτη καταστρεπτικότητα. Η αφήγηση στον Κλήρο του αίματος στέκεται στην χαραμάδα μεταξύ Κατοχής και του Εμφυλίου που ακολούθησε, και κοιτάζει μέσα. Και το γεγονός ότι κάθε ήρωας που παίρνει το λόγο έχει την δική του γλώσσα, και δεν αναφέρομαι μόνο στην ντοπιολαλιά αλλά και στις εκφράσεις της ομιλίας, δίνει στο κείμενο έναν «δημοσιογραφικό» αέρα, μια ειλικρίνεια χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς.
Σε ό,τι με αφορά ως αναγνώστη μιας ηλικίας απομακρυσμένης από τα γεγονότα του Εμφυλίου (παρόλο που κοντεύω τα σαράντα πέντε), είναι αρκετές οι φορές που διχάζομαι ως προς το γιατί ξανά η ίδια θεματολογία (υπάρχουν συγγραφείς που ακόμα και συνταγή μαγειρικής να έγραφαν, πάλι για τον Εμφύλιο θα μιλούσαν), τι άλλο μένει πια να ειπωθεί αφού έχουν όλοι πια πεθάνει. Και από την άλλη αναρωτιέμαι πώς ξεχάστηκε τόση βία, πού πήγε η ανάμνησή της ενώ θα έπρεπε να είναι εδώ, διαρκώς παρούσα, να μας έχει αλλάξει όλους για πάντα. Απάντηση δεν έχω ακόμα. Η «ιστορικότητα» του Εμφυλίου έχει μια αυτοτέλεια και μια αυθυπαρξία, αν κλειδωθεί ο συγγραφέας εκεί, οι ήρωές του καταδικάζονται σε μια κατ’ ουσία σιωπή. Εκτός από τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθαυτά και τις μαρτυρίες των αφηγητών, στον Κλήρο του αίματος υπάρχει και η σύγχρονη ανάλυσή τους, το αποτέλεσμα δηλαδή της γνώσης και των σκέψεων που έχουν γίνει από τότε μέχρι σήμερα. Σαν να έχει ακυρωθεί κατά μία έννοια η χρονική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα και τα κατόπιν εορτής συμπεράσματα, σαν να ζουν οι ήρωες μια παράδοξη και άκρως μυθιστορηματική επιστροφή στο μέλλον.
Η ιλιγγιώδης απόσταση που χωρίζει το μέγεθος του ανθρώπου ως οντότητα και την βία που είναι ικανός να παράγει και να ασκήσει είναι το ρεύμα που διαπερνά το βιβλίο από τη μία άκρη ως την άλλη: η συνειδητοποίηση ότι η βία μπορεί μακράν να ξεπεράσει και να ισοπεδώσει τους δημιουργούς της είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κλειδιά της ανάγνωσης.
Η Σωτηρία Μαραγκοζάκη αφηγείται μια ιστορία με σκοτεινό και προεγγεγραμμένο τέλος χωρίς να το προδώσει ούτε μία στιγμή. Οι ήρωες ξέρουν, ο αναγνώστης επίσης, και παρόλα αυτά η αποσιώπηση είναι εκκωφαντική. Και το ανομολόγητο κυρίως. Ο φόβος και η βαθιά, ισοπεδωτική απογοήτευση της χαμένης ζωής, και του μέλλοντος που μοιάζει επικίνδυνα με το παρελθόν από το οποίο προσπαθούν όλοι να αποδράσουν. Αν κάτι είναι ο Εμφύλιος, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, είναι ένα ιδεώδες πεδίο για να ξεδιπλωθεί το ανθρώπινο μίσος. Σε όλες του τις εκφάνσεις, τα χρώματα, και τις συνιστάμενες, καλύπτει τους πάντες αδιακρίτως, και δίνει όλα τα άλλοθι που χρειάζονται οι άνθρωποι για να συντρίψουν και να ακυρώσουν κάθε όριο, κάθε προγενέστερη συνθήκη, την ίδια τους την ύπαρξη εν κατακλείδι. Το μίσος εργαλειοποιείται και με αυτόν τον τρόπο καταστρέφει δια παντός όσα ακόμα και οι σκληρότερες μάχες δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταστρέψουν. Εργαλειοποιείται μεν, αλλά πολύ συχνά αποτελεί και συνειδητή επιλογή, γίνεται ταυτότητα εκείνων που το ενστερνίστηκαν και το χρησιμοποίησαν για να πάνε την ζωή τους παρακάτω.
Ο Κλήρος του αίματος είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα από την πρώτη σελίδα μέχρι και την τελευταία, δεν τίθεται θέμα περί αυτού. Οι ήρωες είναι οι άνθρωποι, σαφώς, αλλά είναι και η ίδια η Ιστορία, οι αποφάσεις και οι πράξεις, τα λάθη και όλα όσα συνέβησαν και εξαιτίας τους ή χάρη σ’ αυτά θεμελιώθηκαν οι ζωές των ανθρώπων τότε αλλά και οι δικές μας σήμερα. Στην καλειδοσκοπική γραφή της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση ευθύνης απέναντι σε όσους χάθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος αλλά και στην ίδια την Ιστορία που πρώτη ξεχνάει, παροπλίζει και παραγράφει εγκλήματα και ανθρώπους.
Για μένα ο Κλήρος του αίματος είναι ένα φωτογράφημα της ανθρώπινης θηριωδίας, της δικής μας, της κοντινής. Είναι επίσης ο τελευταίος ψίθυρος όλων εκείνων που συνθλίβονται ζωντανοί κάτω από το βάρος του αδιανόητου πόνου. Και του φόβου. Διαβάζω για το θηρίο που ο άνθρωπος κρύβει μέσα του και μένω με την υποψία ότι όλοι μας ταΐζουμε κι από ένα κι ας μην το βλέπουμε, κατ’ επιλογήν ή κατά συνθήκη, μικρή σημασία έχει. Τα γεγονότα του Εμφυλίου αποτελούν απτή απόδειξη ότι το προαναφερθέν θηρίο χρειάζεται μια ελάχιστη αφορμή για να βγει στην επιφάνεια. Να παλουκώσει ανθρώπινα κεφάλια και μετά να τινάξει τη σκόνη από τα ρούχα του, να ισιώσει το σακάκι και να βρει μια δικαιολογία μέσα του για να περπατήσει την υπόλοιπη ζωή του δικαιωμένος. Και το θηρίο πάντα εκεί.
Πλην όμως η μνήμη αναπόδραστη, νομίζω όλοι θα συμφωνήσουν.
Κρις Λιβανίου