Ο Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε είναι ισπανός συγγραφέας που έχει καταφέρει επιτυχώς να συνδυάσει τη μάχιμη δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία. Για 21 χρόνια (1973-1994) έζησε από κοντά τις μεγαλύτερες διεθνείς συρράξεις και η μακρόχρονη αυτή εμπειρία του τον ώθησε να ασχοληθεί για άλλη μια φορά και να φέρει στο προσκήνιο πραγματικά γεγονότα που βρίσκονται στο περιθώριο της ιστορίας.
Στον Ιταλό μεταπλάθει λογοτεχνικά μια πραγματική ιστορία που συνέβη μεταξύ του 1942-1943, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ιταλοί δύτες βύθισαν ή προκάλεσαν ζημιές σε δεκατέσσερα βρετανικά πλοία στο Γιβραλτάρ και στον κόλπο του Αλχεθίρας. Μετά το 1943, όταν ο ιταλός στρατάρχης Μπαντόλιο συνθηκολόγησε με τους συμμάχους, η μονάδα των ιταλών υποβρύχιων καταδρομέων διαιρέθηκε σε δύο στρατόπεδα, καθώς κάποιοι από αυτούς προσχώρησαν στους συμμάχους και κάποιοι άλλοι έμειναν πιστοί στη συμφωνία που είχαν με τους Γερμανούς.
Τα όσα συνέβησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου θα αφηγηθεί ένας δημοσιογράφος που επισκέφτηκε κάποτε εκείνο το μέρος.
Το μαϊάλε, μια λέξη που ηχεί άγνωστη στα αυτιά των περισσότερων, είναι η αφορμή για το συγγραφέα να βυθιστεί στις σελίδες της ιστορίας και να μάθει περισσότερα στοιχεία για έναν πόλεμο κρυφό και σκοτεινό, για τις υποβρύχιες επιθέσεις κατά της Αλεξάνδρειας και του Γιβραλτάρ. Κι ενώ, όπως ο ίδιος ο αφηγητής δηλώνει, αρχικά είχε σκοπό να αφηγηθεί την εποποία ενός πλοίου φαντάσματος και όσων πολέμησαν σε αυτό, με τίτλο «’Ενας Δούρειος Ιππος στο Γιβραλτάρ», σαράντα χρόνια αργότερα θα γράψει ένα μυθιστόρημα προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη το 1942 σε εκείνο τον τόπο της Ισπανίας.
Θα κάνει μια περίπλοκη έρευνα πάνω σε πρόσωπα και γεγονότα και θα επιχειρήσει να ρίξει φως στις προσωπικές ιστορίες των κεντρικών ηρώων του μυθιστορήματος. Μέσα λοιπόν από τη ματιά του αφηγητή, ο χρόνος κυλά προς τα πίσω, οι ήρωες αναδύονται και πάλι ολοζώντανοι μέσα σε έναν κόσμο που συνταράσσεται από τον πόλεμο και η πλοκή ξεκινά σαν μια σκηνή από ταινία.
Πολύ κοντά στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Ισπανίας και της βρετανικής αποικίας μια γυναίκα βρίσκει στην παραλία έναν άντρα που αρχικά νόμισε πως ήταν νεκρός, μα σε λίγα μόλις λεπτά συνειδητοποίησε πως ανέπνεε.
«Ο σκύλος τον ανακάλυψε πρώτος. Ετρεξε προς την παραλία και έμεινε να οσμίζεται και να κουνάει την ουρά του γρυλίζοντας σιγανά δίπλα στο μαύρο όγκο, ακίνητο ανάμεσα στην άμμο και στο σεντεφένιο νερό, που καθρέφτιζε το πρώτο φως της μέρας».
Επρόκειτο για έναν δύτη του ιταλικού πολεμικού ναυτικού που ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. Πώς είχε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση; Πιθανόν από τις πληγές του, ίσως από ένα κρουστικό κύμα που μεταδόθηκε από τη θάλασσα, ίσως κιόλας από την έκρηξη μιας από τις δικές του βόμβες. Τον ίδιο εκείνο άντρα συνάντησε ύστερα από δυο μήνες και τον αναγνώρισε αμέσως. Μόλις τον είδε ξανά έμεινε άναυδη, αντιμέτωπη με την περιέργειά της και την έντονη επιθυμία της να μάθει περισσότερα γι΄αυτόν. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας δημιουργεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς προδιαγράφεται μια έντονη αναζήτηση περισσότερων στοιχείων για εκείνον τον άντρα, που θα οδηγήσει πρώτα απ΄όλα σε ένα σφοδρό έρωτα σε καιρό πολέμου, έπειτα σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου και τέλος σε μια κρίση των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που αρχικά μάχονταν με τα ίδια ιδανικά.
Η γυναίκα λέγεται Ελένα, είναι ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου, χήρα εδώ και δυο χρόνια.
«”Είστε χήρα ” λεέι.”Ο σύζυγος σας σκοτώθηκε από τους Αγγλους”. ”Και τον πατέρα μου ήθελαν να τον σκοτώσουν οι φρανκιστές. Γι΄αυτό καταφύγαμε για τρία χρόνια εδώ… Ούτε οι ναζί ούτε οι φασίστες μου είναι συμπαθείς”».
Εκείνος λέγεται Τεζέο Λομπάρντι και είναι δύτης του ιταλικού ναυτικού που προκαλεί δολιοφθορές σε αγγλικά πλοία. Είναι ένας δολιοφθορέας σύμμαχος των γερμανών ή απλά ένας στρατιώτης που πολεμά για την πατρίδα του;
Όπως και να έχει, η συνάντηση της Ελένα και του Τεζέο ήταν μοιραία και επρόκειτο να αλλάξει ριζικά τη ζωή και των δυο τους.
«Κανένας τους δεν λέει λέξη καθώς περπατούν προς τη θάλασσα. Εκείνη οδηγεί τα βήματά τους κι εκείνος την ακολουθεί. Προχωρούν χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, χωρίς να έχουν συμφωνήσει σε έναν προορισμό. Εχουν φύγει από το βιβλιοπωλείο και περιορίζονται να κινούνται αργά ο ένας δίπλα στον άλλο ανάμεσα σε στίγματα φωτός και σκιάς».
Ο συγγραφέας χτίζει την πλοκή του έχοντας σαν πρωταρχικό υλικό σπαράγματα της ιστορίας και δημιουργεί μέσα από αυτά μια ιστορία κατασκοπείας και έρωτα. Και παρά το γεγονός ότι η αφήγηση επιστρέφει στο παρελθόν και όλοι γνωρίζουμε την κατάληξη, η πλοκή έχει διαρκώς πολλή ένταση, καθώς ο αναγνώστης βρίσκεται θαρρείς δίπλα στους κινδύνους των ηρώων.
Τι είναι αυτό που κάνει την αφήγηση του συγγραφέα συναρπαστική; Πρώτα απ΄όλα ο έρωτας μέσα στον πόλεμο. Εκείνη είναι Ισπανή και η χώρα της συμμαχεί με τους Άγγλους, ενώ εκείνος Ιταλός που βρίσκεται στο αντίθετο στρατόπεδο. Ωστόσο τίποτα δεν θα εμποδίσει τους δυο τους να παρακάμψουν όλα τα εμπόδια και να έρθουν πολύ κοντά, απλά ως δυο άνθρωποι που ερωτεύονται σφοδρά.
Επειτα είναι αυτή η κινηματογραφική ατμόσφαιρα που περιβάλλει όλη την πλοκή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ολοζώντανη αφήγηση του συγγραφέα, καθώς περιγράφει τις προσπάθειες των ιταλών δυτών να βυθίσουν τα βρετανικά πλοία, την πολύ δύσκολη και απαιτητητική κατάδυση μέχρι να τοποθετήσουν τις βόμβες στο εχθρικό πλοίο. Πρόκειται για αποστολές που απαιτούν τέλεια φυσική κατάσταση, εξαιρετική σωματική αντοχή, άρτια εκπαίδευση, αυστηρή αυτοπειθαρχία, αδελφική συσπείρωση. Το έντονο άγχος που βιώνουν, η κούραση, η έλλειψη οξυγόνου, η συνεχής προσπάθεια να ξεπεράσουν τις ίδιες τους τις δυνάμεις, ο πανικός της ασφυξίας, η δύναμή τους να παίξουν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα και η αδερφική σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους, καθώς οι δυο άνθρωποι λειτουργούν ως μία ενότητα παρουσιάζονται ολοζώντανα, κάνοντας τις σελίδες του βιβλίου να τρέχουν παράλληλα με την αγωνία του αναγνώστη που χτυπάει κόκκινο για το αν οι ήρωες θα καταφέρουν τελικά να επιζήσουν ή όχι.
Και, τέλος, είναι αυτή η αθόρυβη ένταξη της ιστορίας μέσα στη μυθοπλασία. Ο συγγραφέας μοιάζει να μην ενδιαφέρεται να πάρει καμία θέση, ανάμεσα στα όσα συμβαίνουν ανάμεσα σε Ιταλούς – Βρετανούς – Γερμανούς – Ισπανούς. Αποστασιοποιημένος εντελώς από τα διαφορετικά στρατόπεδα που μάχονται μεταξύ τους, με διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές συμμαχίες σε ένα παγκόσμιο πόλεμο, παραθέτει απλώς τις ιστορικές λεπτομέρειες και τις άγνωστες στους πιο πολλούς πτυχές του πολέμου μόνο και μόνο για να φτιάξει ένα ενδιαφέρον μυθιστορηματικό περιβάλλον όπου όλοι μαζί χωρούν, και όπου ηχούν παράλληλα με την ίδια δύναμη ο πόλεμος και ο έρωτας, και η θάλασσα.