«Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο» (σ. 34 )
Η καλή ποιήτρια Κούλα Αδαλόγλου στην τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (εκδόσεις Μελάνι, 2022) συνομιλεί με τις δυο προηγούμενες ποιητικές συλλογές της Οδυσσέας τρόπον τινά και Εποχή Αφής, αλλά και με άλλες ποιητικές φωνές.
Ο τίτλος μας προϊδεάζει για το δύσκολο του εγχειρήματος και της οδύνης της ανθρώπινης περιπέτειας στο δρόμο για την Ιθάκη της βιοτής. Η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο με τα δυο ξερόκλαδα σε έναν έρημο τόπο προσομοιάζει με δυο γυμνούς χορευτές που με τις κινήσεις τους λες και δοκιμάζουν και προσπαθούν να βγουν από το δίλημμα και το όριο μεταξύ απόστασης και εγγύτητας και υπερσκελίζοντας την απόσταση και τη ερημία να πετύχουν την πολυπόθητη εγγύτητα και το άγγιγμα. Παράλληλα τίτλος και εικόνα μας εισάγουν στη θεματική του βιβλίου.
Η συλλογή αποτελείται από δυο ενότητες. Στην πρώτη με τίτλο: «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης» το δίλημμα και η αμφιθυμία γίνονται ακόμη πιο σαφή και επιβεβαιώνονται από την προμετωπίδα: «Γι΄ αυτό πονώ το πιο πολύ, παρά για τον Δυσσέα, και τρέμω κι όλο νοιάζομαι μήπως κακό μου πάθει, στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει» (Οδύσσεια δ,στ. 830-832). Για τον Τηλέμαχο πλέον νοιάζεται πρωτίστως η Πηνελόπη, άλλωστε το βιβλίο είναι αφιερωμένο στο γιο της ποιήτριας και στη σύντροφό του.
Σ’ αυτή την ενότητα το ποιητικό υποκείμενο με το προσωπείο της Πηνελόπης σκιαγραφεί την καθημερινότητα και τη συναισθηματική συνθήκη της: «Η Πηνελόπη συνήθισε να κοιμάται πάλι μαζί του.» ωστόσο διακατέχεται από ανησυχία και άγχος γήρατος «Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη» (σ. 11), τις νύχτες ωστόσο «…καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν.// Εκείνη την παιδεύει πάντα κάποια απομάκρυνση./ Προσδοκά έναν άλλο νόστο/ επί ματαίω;// Εκείνος βέβαια ξέρει/ πόσο ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.» (σ.12). Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά τον τίτλο του βιβλίου, όμως στην ακρίβεια αποτελεί στίχο του υπέροχου ποιήματος «Εν πτήσει// Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.». Σε ποιά επιστροφή αναφέρεται αλήθεια η ποιήτρια; Μήπως υπαινίσσεται και την επιστροφή στην αρχέγονη μήτρα; Διακατέχεται άλλωστε από άγχος θανάτου: «Ας χασομεράει ο θάνατος/ ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας/ Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται/ για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο.» (σ. 19).
Ο λόγος κυρίως σε πρώτο πρόσωπο, αφηγηματικός και εξομολογητικός, προφορικός με λεπτεπίλεπτη επιλογή των λέξεων, με ευαισθησία και τρυφερότητα, με την αξιοποίηση του ονειρικού και της φαντασίωσης, στοχαστικός και λυρικός εμπλουτισμένος με ευφάνταστες μεταφορές και παρομοιώσεις όπου παρελαύνουν εγγαστρίμυθοι τέττιγες, τσίγκινες προσαρμογές, στρογγυλεμένα παραμύθια και χειρουργικά τσιμπιδάκια εκτοξεύοντας την αισθητική απόλαυση του αναγνώστη. Λόγος νεωτερικός και ενίοτε με ρυθμό και μελωδικότητα που παραπέμπει σε έντεχνο ή δημοτικό τραγούδι, όπως στο ποίημα «Της ξενιτιάς» (σ. 42) και στο ποίημα ποιητικής «Τότε σπάει τον φεγγίτη ένας στίχος» (σ. 43) πάντα με την ώριμη και αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή της Αδαλόγλου να ωθεί τον αναγνώστη σε αναστοχασμό αλλά και ονειροπόληση και αισθήματα συμφιλίωσης και γαλήνης.
Στις τεχνικές της η ποιήτρια αξιοποιεί πλούσιο διακείμενο, όπου πέρα από τον παππού Όμηρο, συνδιαλέγεται πχ με τον εθνικό ποιητή της Σκωτίας Ρόμπερτ Μπερνς, τον Παπαδιαμάντη και τον Σεφέρη ή αναφέρεται στον Ευάγγελο Αυδίκο[1]. Θα τολμήσω να αναφέρω ότι διέκρινα και μια συνομιλία με την ταπεινότητά μου, καθώς ο τίτλος της ποιητικής συλλογής μου θύμισε τον στίχο μου «ο δρόμος πίσω φαντάζει φαράγγι σκοτεινό»[2], ενώ το ξεχωριστό ποίημα «Πετώ μέσα μου» (σ. 29) οδήγησε τους συνειρμούς μου στο ανέκδοτο ποίημα μου «Με το πρώτο άνθος», δημοσιευμένο στο τεύχος 7 του Θευθ[3].
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Παλινδρομήσεις τρόπον τινά», ο οποίος παραπέμπει στον τίτλο της προηγούμενης ποιητικής συλλογής της Αδαλόγλου Οδυσσέας, τρόπον τινά, το ποιητικό υποκείμενο διαλογίζεται, «πετά μέσα του», ανακάμπτει κι ανασκουμπώνεται, αποζητώντας συμφιλίωση και γαλήνη. Στοχάζεται και διαχειρίζεται τα αισθήματα αναπόλησης, νοσταλγίας κι ανησυχίας για τον ξενιτεμένο Τηλέμαχο, προσμονής, νόστου ξενότητας μοναξιάς, ανησυχίας και βεβαίως άγχος θανάτου, το οποίο επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα όπως: «Στο βάθος// Κάποιοι τις γνέφουν, μορφές ακοθόριστες/ οικίες ωστόσο και γαλήνιες./ Όλο πλησιάζει κι όλο ξεμακραίνουν// καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση/ θα είναι άφιξη ή αναχώρηση.»(σ. 25) ή όπως το ποίημα «Γυάλινη// Μια κόκκινη εσάρπα διαχέεται στο πάτωμα/ γίνεται δίνη/ περιδινούμαι./ Αίσθημα πνιγμού.» (σ. 30). Ωστόσο η φρεσκάδα, η νεότητα, ο έρωτας, καθώς και ο στοχασμός και η νοερή κουβέντα με την εγγονή με τη συνέργεια της ιαματικής λειτουργίας της ποίησης προσδίδουν αμπούλες συμφιλίωσης και διαχείρισης των οδυνηρών συναισθημάτων, όπως στο ποίημα «Εκβάλλω// Έτσι, εμφανίζεται το παιδί με τα φτερωτά πέδιλα/ μου δανείζει λίγη πτήση/ και γλιτώνω τη σύγκρουση με την ιλιγγιώδη πεζότητα» (33) ή στο ποίημα «Σταγόνες// αλλιώς, πως θα κοιτάς στο μέλλον με επιείκεια/ τη δική μου αδέσποτη υγρασία.» (σ. 37).
Η Αδαλόγλου μέσα από αναμοχλεύσεις της μνήμης και αφηγηματικά στιγμιότυπα και με την ευαισθησία και τρυφερότητα που τη χαρακτηρίζει, καταθέτει αγωνίες, θεάσεις και στοχασμούς της. Άλλοτε την απασχολεί το δίπολο της ερωτικής εγγύτητας και απόστασης, άλλοτε ο νόστος και η ξενότητα, άλλοτε η νεότητα και το γήρας, άλλοτε πάλι το άγχος θανάτου και η απώλεια, ενώ ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος άλλοτε βρίσκονται κοντά της και άλλοτε την συνοδεύουν εκ του μακρόθεν. Το ποιητικό υποκείμενο φέρει το αρχετυπικό προσωπείο της Πηνελόπης την οποία μεταθέτει σε σύγχρονες συνθήκες ξενιτιάς και ξενότητας όπου φευγάτη είναι η ίδια και ο νόστος δικός της. Μια Πηνελόπη που βγάζει τον πόνο της για σεργιάνι, που δεν διστάζει πλέον να καταβυθιστεί στον βυθό της, διαμηνύοντας ότι «Το ποίημα δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο» (σ.34) και η οποία προσπαθεί μέσα από την καταφυγή στην ποίηση με την ώριμη ποιητική φωνή της να συμφιλιωθεί και να μας συμφιλιώσει με τη δυσκολία που ενέχει η προσπάθεια πλησιάσματος και εγγύτητας στην ερωτική διαπροσωπική σχέση, αλλά και με την αμφιθυμία που ελοχεύει αυτή η προσπάθεια. Ωστόσο απλώνοντας τα φτερά προς τα μέσα, προσπαθεί κυρίως να συμφιλιωθεί και να μας συμφιλιώσει με το απόκρημνο που ενέχει ο δρόμος της επιστροφής γενικότερα, αυτός προς την άλλη πλευρά της όχθης.
ΤΟ ΚΑΒΟΥΚΙ
Έβρισκε πάντα τις παρέες σχηματισμένες
δεν ήταν ποτέ εκεί στη σωστή στιγμή
ίσως να ενοχλούσε η συχνή απουσία της
την ξεχνούσαν
στο ντουλάπι με τα πορσελάνινα σερβίτσια
ή στο θηλυκωμένο τσεπάκι απ΄το πουκάμισο
τη θυμούνταν μόνο
στα έκτακτα καιρικά φαινόμενα.
Μια ζωή κλεισμένη στο καβούκι της
τώρα πεσμένη ανάσκελα
κουνάει χέρια πόδια
χωρίς να μπορεί να γυρίσει.
Ένα σκούντηγμα μνήμης
αργεί να φανεί.
Κούλα Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος (2022, σ. 31).
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Σημειώσεις:
[1] σ. 19 «Εν πτήσει»: Αναφορά στο βιβλίο Οδός Οφθαλμιατρείου του Ευάγγελου Αυδίκου, εκδόσεις, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2019.
[2] «Να κρατηθούμε απ’ τις ρίζες», Δέσποινα Καίτατζή-Χουλιούμη, Διαδρομές, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σ. 36.
[3] «Με το πρώτο άνθος», Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Θευθ, τεύχος 5, Ιούλιος 2017, σ. 25, εκδόσεις Ρώμη.