“Ο αιώνας των ξένων” του Νίκου Σουβατζή και η ουτοπία
Χριστίνα Λιναρδάκη

Η συλλογή του Νίκου Σουβατζή Στον αιώνα των ξένων είναι γραμμένη πάνω στο ρήγμα που χωρίζει δύο αντίρροπες δυνάμεις και τους οπαδούς τους: αφενός τους σκληρούς ορθολογιστές και αφετέρου τους γλυκούς ονειροπόλους. Ποιοι όμως από αυτούς τους δύο είναι οι ξένοι του τίτλου; Μπορεί να είναι οι πρώτοι, εκείνοι δηλαδή που δεν ενδιαφέρονται αν αναπαράγουν την αποξένωση, την ανισότητα και την έλλειψη ανοχής∙ όσοι δεν νιώθουν σαν πατρίδα τους έναν κόσμο δικαιότερο και ευγενικότερο, που εμφορείται από δικαιοσύνη και καλοσύνη. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι ξένοι της αληθινής ζωής, μιας ζωής που θα τη διαπερνούσαν ευγενικά ιδανικά και η αδελφοσύνη.

Ξένοι όμως μπορεί να είναι και όσοι ποθούν έναν κόσμο αντίθετο από αυτόν όπου ζούμε, έναν κόσμο δικαιοσύνης και ομόνοιας, δυστυχώς όμως ζουν σε μια κοινωνία σαν τη δική μας η οποία διέπεται από παραλογισμούς κάθε είδους αλλά και από αξίες που παραμερίζουν την ανθρωπιά χάριν της «επιτυχίας», όπως αυτή νοείται στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο. Αυτοί είναι ξένοι της ζωής που βιώνεται σήμερα, μιας ζωής όπου ο άνθρωπος έχει μετατραπεί στο γρανάζι ενός απάνθρωπου συστήματος και έχει στερηθεί την προσωπική του αξία. Διττή λοιπόν η πιθανή ερμηνεία της έννοιας των ξένων στον τίτλο, με την ειδοποιό διαφορά να λειτουργεί σαν παραπομπή στην ηθική τάξη των πραγμάτων.

Η συλλογή, γραμμένη λοιπόν εκεί, στο σημείο ακριβώς του ρήγματος, παρέχει  στο ποιητικό υποκείμενο τη δυνατότητα θέασης τόσο των ενοικούντων σε αυτό τον κόσμο με επιτυχία όσο και των άλλων, εκείνων που ονειρεύονται έναν πιο ανθρώπινο τρόπο του ζην. Συγκρίνοντας αυτούς τους δύο, το ποιητικό κείμενο συμπεραίνει εύκολα τη σαθρότητα και την κατάπτωση των πρώτων, το ηθικό πλεονέκτημα των δεύτερων, αλλά και το ανέφικτο της συμφιλίωσης.

Οπωσδήποτε ταυτίζεται με όσους ονειρεύονται μια διαφορετική πραγματικότητα, αφού στους πρώτους βλέπει, σύμφωνα με τους στίχους:  «σύγχρονα τέρατα/ που δεν ζουν στα παραμύθια/ τους “εγώ κοιτάω τη δουλειά μου”…/ τους σαράφηδες…/ τους νομοταγείς πολίτες…/ τους νεκροζώντανους στα καφενεία…/ τους πολύξερους τηλεθεατές…/ τους “δε γνωρίζω δεν απαντώ”…/ τους “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα”…» (ποίημα «Τα τέρατα των πόλεων»).

Όλοι αυτοί διαιωνίζουν τη στενομυαλιά, την αντίσταση στο διαφορετικό και την αλλαγή, την έλλειψη ανθρωπιάς, τον ωχαδελφισμό, τη φιλαυτία, την εν γένει αποσύνθεση που διευρύνεται από ένα σύστημα το οποίο μετατρέπει τον άνθρωπο σε γρανάζι – ή σε απόβλητο. Εκτός αν συμμορφωθεί και συμπλεύσει.

Όμως το ποιητικό υποκείμενο επιμένει να στέκεται στην άλλη πλευρά και να ονειρεύεται. Τι; Μα αυτό που ιδωμένο στο σύγχρονο δυτικό πλαίσιο μοιάζει με ουτοπία: έναν κόσμο δικαιότερο, καλύτερο και αγνότερο. Στα ποιήματα του Νίκου Σουβατζή αυτή η ουτοπία κατασκευάζεται με άυλα εργαλεία, όπως το όνειρο, η νοσταλγία και η παντοδυναμία της παιδικότητας, η οποία παντοδυναμία της παιδικότητας στη συλλογή συζητιέται κυρίως μέσα από την ανάμνηση. Είναι εργαλεία στα οποία ο ποιητής διαρκώς επανέρχεται μέσα στα ποιήματά του, υπογραμμίζοντας τη σημασία τους.

Ας σταθούμε λίγο στην παιδικότητα, που στη συλλογή είναι συνώνυμη διαφόρων πραγμάτων, για παράδειγμα της μαγικής σκέψης. Γράφει ο ποιητής: «Άνοιξα τα μάτια/ και στάθηκα στο παράθυρο/ Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει/ στην άσφαλτο» (ποίημα «Έκλεισα τα μάτια μια στιγμή»). Συγχρόνως, είναι συνώνυμη της αθωότητας. Πάλι με δικά του λόγια: «Απ’ όλα τα βλέμματα/ εκείνα που θυμόμαστε/ είναι όσα είχαν/ την αθωότητα/των πρώτων μας αδέξιων στίχων» (ποίημα «Το πρώτο βλέμμα»). Η αθωότητα και η αγνότητα είναι όχι μόνο θεμελιώδη μεγέθη της ουτοπίας, αλλά λειτουργούν στη συλλογή και σαν βαρυτικά σημεία που έλκουν τη μνήμη: «Σε μια ήσυχη γωνιά της ψυχής μας/ κοιμάται ακόμα εκείνο το παιδί», λέει το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Άβατο».

Όμως οι στίχοι από το ποίημα «Ονειρεύτηκα την κόλαση» μας ωθούν σε μια τελείως διαφορετική ερμηνεία του παιδιού:

Ξύπνησα και το παιδί μέσα μου κραύγαζε:
Να ντύσουμε τους γυμνούς,
Να γιατρέψουμε τους πληγωμένους

Να αγκαλιάσουμε τους απόκληρους

Οι στίχοι αυτοί μας ωθούν να εννοήσουμε το παιδί σαν το θησαυροφυλάκιο των ονείρων, της αθωότητας και ενός κόσμου γενναίου – με άλλα λόγια, να το εννοήσουμε σαν ένα σύμβολο. Επανειλημμένως στα ποιήματα της συλλογής, το ποιητικό υποκείμενο θυμάται και νοσταλγεί την ηρεμία της παιδικότητας, την αγνότητά της – γιατί σ’ αυτήν αναγνωρίζει τον βεβαιότερο τρόπο να αλλάξει ο κόσμος.

Γιατί βέβαια το ζητούμενο είναι αυτό: ο κόσμος να βαδίσει προς την αλλαγή, να μεταβληθεί στην ουτοπία που το ποιητικό υποκείμενο οραματίζεται σαν τον άριστο τόπο. Η ουτοπία δεν είναι πάντα μια μυθοποιημένη, φανταστική και απραγματοποίητη κατασκευή, αν και κάθε ουτοπία ενέχει τέτοια χαρακτηριστικά. Πολλές φορές η ουτοπία δείχνει έναν δρόμο, μια πορεία, ένα όραμα που μπορεί να πραγματοποιηθεί μελλοντικά, όταν αλλάξουν οι συνθήκες οι οποίες επί του παρόντος την κάνουν να μοιάζει με «ου τόπο».

Όποιος αναζητά την ουτοπία εξεγείρεται εναντίον της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει και υποδεικνύει δυνατότητες υπέρβασης εκεί όπου η ψυχρή λογική από μόνη της δεν βλέπει διέξοδο. Αυτή είναι άλλωστε η δύναμη της ουτοπίας: να ξεπερνά τη στενότητα του ρασιοναλισμού και να σχεδιάζει τον «μη τόπο» εκείνο που κάποτε θα γίνει ο τόπος όπου θα ζήσουν και θα δημιουργήσουν, αδελφωμένοι, οι άνθρωποι – μιλάμε για ένα κοινωνικό σύστημα θεμελιωμένο στις ανθρωπιστικές αρχές που θα έχει σκοπό του να καταπολεμήσει την αδικία.

Οι ονειροπόλοι είναι αποφασισμένοι να το καταφέρουν αυτό: «Εμείς που περπατάμε/ πάντα σκυφτοί/ από το βάρος των ονείρων μας/ Δεν υψώσαμε ποτέ λευκή σημαία/ Η σημαία μας έχει το χρώμα/ της πιο σκοτεινής θάλασσας» (ποίημα «Κάτω απ’ το βάρος των ονείρων»).

Γιατί, φυσικά, ο τρόπος της αλλαγής είναι η επανάσταση. Ακόμη κι αν είναι ονειροπόλοι, οι οραματιστές της ουτοπίας είναι πρωτίστως αγωνιστές. Ο αγώνας τους είναι διαρκής και συχνά υποδόριος, είναι όμως επίσης επιτυχημένος. Ας δούμε λίγους στίχους από το ποίημα «Vae victis» που σημαίνει «ουαί τοις ηττημένοις»:

Πότε πότε τους ακούμε
να ψιθυρίζουν τα τραγούδια μας
και τότε ξέρουμε

πως έχουμε νικήσει

Ο αγώνας λοιπόν μπορεί να είναι μακροχρόνιος: ένας μαραθώνιος ίσως, παρά ένας αγώνας σπριντ. Σιγά-σιγά θα κατανοούν και θα ενστερνίζονται το όνειρο περισσότεροι άνθρωποι ώσπου μια μέρα αυτό να υλοποιηθεί. Με τα λόγια του Νίκου Σουβατζή: «Οι δρόμοι που χρόνια περίμεναν/ τα βήματά σου/ θα σ’ αγκαλιάσουν/ σαν παλιοί σύντροφοι/ και ο ουρανός θα σε υποδεχτεί/ με το χρώμα των ονείρων» (ποίημα «Καλή πατρίδα»).

Σημασία έχει η επιμονή. Όπως γράφει ο ποιητής: «κάθε καινούργια εποχή/ μας βρίσκει μεσοπέλαγα/ σε κάποια αχαρτογράφητη θάλασσα/ με τη σημαία της ανταρσίας/ να ανεμίζει περήφανα στο κατάρτι» (ποίημα «Παντός καιρού»). Η επιμονή, η πίστη και η προσήλωση στον στόχο της εγκαθίδρυσης της ουτοπίας.

Ο αγώνας, από την άλλη, μπορεί να είναι συμπυκνωμένος και εκρηκτικός: «Τι κρίμα να μην έχουν μελετήσει/ τα φυσικά φαινόμενα/ και την ιστορία των επαναστάσεων!/ Θα ήξεραν ότι οι κοινωνίες/ είναι σαν τα ηφαίστεια/ Κοιμούνται για αιώνες,/ μα ξαφνικά εκρήγνυνται/ και η λάβα τους/ κατακαίει τα πάντα» (ποίημα «Πομπηία»).

Είναι σημαντικό, σε κάθε περίπτωση, ότι το ποιητικό υποκείμενο πιστεύει ακράδαντα στην ουτοπία και  με μικρές πράξεις την προετοιμάζει: «Ανασαίνουμε βαθιά/ για να διώξουμε/ από μέσα μας/ όλο το σκοτάδι/ που μας βαραίνει/ και με τις φτωχές μας λέξεις/ χτίζουμε φωλιές/ για τα πρώτα χελιδόνια» (ποίημα «Οδός διαφυγής»).

Οι μικρές πράξεις που φέρνουν την αλλαγή, οι στίχοι των τραγουδιών, το ανυπότακτο πνεύμα, αυτά γίνονται τα όπλα της μακροχρόνιας, χαμηλόφωνης επανάστασης που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην πραγμάτωση της ουτοπίας. Σημασία έχει να μην ξεχνάμε, γιατί «όλα τα βασίλεια», τα μέρη δηλαδή όπου δεν υπάρχει δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία, τα μέρη που υποφέρουν από ηθική έκπτωση, «είναι χτισμένα/ πάνω στη λήθη και τη σιωπή» όπως ομολογούν οι τελευταίοι στίχοι του καταληκτικού ποιήματος της συλλογής με τίτλο «Ικέτες».

Με τη μνήμη και το όνειρο λοιπόν, με την επιμονή και την αποφασιστικότητά μας, αλλά και με την πίστη μας και την ελπίδα, θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αυτό είναι το μανιφέστο που κρύβει η συλλογή του Νίκου Σουβατζή. Ένα μανιφέστο χαμηλόφωνο και συγχρόνως ηχηρό, έργο ενός πραγματικού ονειροπόλου του σημερινού κόσμου.

Και, έχοντας πει αυτό, θα ήθελα να κλείσω το σύντομο αυτό σημείωμά μου με λίγα ακόμη λόγια για τον δημιουργό της συλλογής Στον αιώνα των ξένων. Ο Νίκος Σουβατζής είναι ποιητής καλός.  Διακρίνεται – όπως φαίνεται από τα γραπτά του – για την ευγένεια της ψυχής του και για μια καλά κρυμμένη παιδικότητα που του επιτρέπει να γράφει όπως γράφει. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μιλάει όμως για κείνον η ποίησή του. Μια ποίηση μετρημένη, στοχευμένη, απλή και κατανοητή. Συγχρόνως ελκτική και με βάθος, αλλά και με εκτόπισμα, με σκοπό. Ειλικρινής στην εκφορά της. Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία γιατί ο αναγνώστης νιώθει πως διαβάζει κάτι με νόημα, πως βρίσκει στην ποίηση αυτή ένα μήνυμα που πρέπει να ακούσει προσεκτικά. Και κάτι τέτοιο, στις μέρες μας που ευνοούν τις κάθε είδους κενολογίες αρκεί να έχουν ένα πειστικό περιτύλιγμα, είναι πολύ σημαντικό.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα