Μύθος, Ιστορία, Λογοτεχνία (για το βιβλίο “Μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά” του Γρηγόρη Τεχλεμετζή)
Χρύσα Φάντη

Ο  Γρηγόρης Τεχλεμετζής, σε αυτό το πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο του (εκδόσεις Κέδρος, 2021), ξεκινά με ένα μικρό σε έκταση παραμυθητικό κείμενο το οποίο, με τρόπο έμμεσο και αλληγορικό, μας εισάγει στην πολλαπλή ταυτότητα των κειμένων που ακολουθούν, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα, όσα ο ίδιος ο συγγραφέας του πρεσβεύει για τη σημασία των λέξεων και τη δύναμη της φαντασίας.

Στα έξι εκτενή διηγήματα με τον γενικό τίτλο «Μυθολογήματα», τα οποία και συγκροτούν την πρώτη ενότητα, με γραφή λυρική και συχνά υπερβατική, γλώσσα προφορική που δεν διστάζει να ενσωματώσει στον βασικό κορμό της και λέξεις λιγότερο καθημερινές, ακόμη και αρχαΐζουσες, με στοχασμό αιρετικό και πολλές σκιώδεις και ονειρικές υπερβάσεις, ο Τεχλεμετζής ενώνει τη λογοτεχνία με την ιστορία και τη μυθολογία, και δικαιώνει την αδιάλειπτη συνέχειά τους μέσα στον χρόνο. Έτσι, όχι μόνο καθιστά φανερή την μεταξύ τους αλληλουχία και συγγένεια αλλά επιπρόσθετα, πιάνοντας τον μίτο από εκεί που τον άφησε το 2016 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Αρχίλοχός του», αφομοιώνει και πάλι δημιουργικά παρελθόν και παρόν, παρουσιάζοντάς μας πρόσωπα γνωστά από την αρχαιοελληνική γραμματεία, ιδωμένα όμως μέσα από όψεις λοξές και  σκηνικά ασυνήθιστα.

Στο πρώτο κατά σειρά διήγημα της πρώτης ενότητας, με τον τίτλο «Η απελευθέρωση του Σίσυφου», ένας μυθικός αλλά και επίκαιρος Σίσυφος, στην πάλη του με τον Σκοτεινό Άρχοντα του Θανάτου και τις σκιές του Κάτω Κόσμου, παίρνει  κουράγιο  από τον έρωτά του για τη Περσεφόνη και καταφέρνει να αποτινάξει τα βάρη του, να αλλάξει τη μοίρα του και να αποδράσει. Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η κατάληξή του. Ο συγγραφέας, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη του και χρησιμοποιώντας τον πρώτο πληθυντικό πιθανολογεί ότι βρίσκει καταφύγιο στα όνειρά του, ή γίνεται κι αυτός συγγραφέας «χρησιμοποιώντας πολλά ψευδώνυμα και ποικιλία γραφών, έτσι ώστε ήταν αδύνατον να τον αναγνωρίσεις». Στο διήγημα που ακολουθεί, με τον τίτλο «Λήθιος ο κυνικός», ένας  σαρκαστικός  Λήθιος από την Έφεσο,  έχοντας εγκαταλείψει στην τύχη τους τη γυναίκα και τα παιδιά του, περιφέρεται ανέστιος και κουρελής στην Αγορά της Αθήνας και περιπαίζει όσους παριστάνουν τους φιλοσόφους και τους σοβαροφανείς. Ωστόσο, το αναπάντεχο συναπάντημά του με έναν άγνωστο συμπατριώτη του από την Έφεσο −μορφή που και ο ίδιος αδυνατεί να διακρίνει αν υπάρχει πραγματικά ή είναι αποκύημα της φαντασίας του−,  θα τον γεμίσει με τύψεις, και από  «χίπις»  της εποχής του, θα μεταλλαχτεί σε σύγχρονο γιάπη.

Στο τρίτο διήγημα, με τον τίτλο «Ξανθίππη», η γυναίκα του Σωκράτη μιλά και συμπεριφέρεται όπως θα μιλούσε και θα συμπεριφερόταν μια δυσαρεστημένη σύζυγος και νοικοκυρά. Είναι μεμψίμοιρη, γκρινιάρα, κατηγορεί τον άντρα της για τη δυστυχία της και δεν διστάζει να τον απαξιώσει δημόσια∙  όχι μόνο αυτόν αλλά και τους πέριξ αυτόν ομοίους του. «Μα όταν τα κάνουν σαλάτα στη ζωή» −λέει χαρακτηριστικά− «ή τους συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, σ’ εμάς τρέχουν να τους παρηγορήσουμε. Και τις πιο σοφές ιδέες εμείς τους τις λέμε, που είμαστε ψύχραιμες». Παρ΄όλ’ αυτά, όταν πληροφορείται ότι ο Σωκράτης προτιμά τον θάνατο από το να απαρνηθεί τη γνώση και τις πεποιθήσεις του, νιώθει τύψεις και το μένος για τον σύζυγό της καταλαγιάζει. Στον αντίποδα, ένας Λαέρτης στα τελευταία του μετανιώνει γιατί δεν τόλμησε ποτέ να παραβεί τους ηθικούς κώδικες και να ικανοποιήσει τον πόθο του για την Ευρύκλεια («Ο ανικανοποίητος πόθος του Λαέρτη»), ενώ την  ίδια λαχτάρα για μια ζωή πιο σύμφωνη με τη φύση και τις ενορμήσεις μας, συναντάμε και στον Ησίοδο, στο διήγημα «Οι ημέρες μου». Σε παρόμοιο μοτίβο κινείται και το διήγημα με τον τίτλο  «Ο Θεσπιεύς», με κεντρικό του θέμα την πάλη ανάμεσα στη δίψα για τη ζωή και το καθήκον για την πατρίδα.  Εδώ, η αγωνία του Θεσπιέως μαχητή μπροστά στην υπεροπλία των αντιπάλων είναι δραματική, με την ευθύνη απέναντι στους άλλους να υπερισχύει παίρνοντας μεταφυσικές διαστάσεις, και τον ίδιο να καταλήγει: «Είμαι ερωτευμένος με τη ζωή αλλά ξέρω να πεθαίνω».

Στα ευσύνοπτα, υπαινικτικά και πυκνά πεζά που απαρτίζουν τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, οι συγκρούσεις ανάμεσα στο Υπερεγώ και τις βαθύτερες ανθρώπινες τάσεις και διαθέσεις συνεχίζονται∙ αυτή τη φορά μέσα σε ένα περιβάλλον σύγχρονο, όπου όλα εμφανίζονται αινιγματικά, με το τέλος τους να παραμένει ρευστό, ανοιχτό και αμφίσημο. Στο πρώτο μικρό πεζό, με τον τίτλο «Η φαντασία», ο  πρωτοπρόσωπος αφηγητής περιγράφει την κατάστασή του και ομολογεί: «Πάντα μου άρεσε να φαντάζομαι πράγματα. Όσο πιο πολύ εγκλωβιζόμουν στην πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ αρεσκόμουν στο να ψάχνω τα άφταστα, ακόμα και –γιατί όχι− τα ανόσια.  Οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη, σε ένα ξέφρενο καλπάζον παραφουσκωμένο ταξίδι, διακυβεύοντας τη λογική.  Μα είχα πλήρη συνείδηση ότι δεν θα συμβούν, αλλά καθόλου δεν με ενοχλούσε, ούτε αφαιρούσε την απόλαυση και φυσικά δεν με απέτρεπε». Οι επιτυχίες του στον στίβο της πραγματικής ζωής και στην αναμέτρηση με τους άλλους −«επιτυχίες στη δουλειά, διακοπές, ταξίδια, καλοί φίλοι, διασκέδαση»− είναι γι αυτόν ένα δείπνο θυέστειο, με όνειρα καθημαγμένα και «κατασιγασμένα, χαμένα μέσα στο σύθαμπο» όπου δεν υπάρχει «καμιά νεφελώδης αίσθηση μαγείας».

Με λόγο αλληγορικό, δραματικό όσο και παιγνιώδη, εμφανίζεται το αμέσως επόμενο πεζό, με τον τίτλο «Θ». Εδώ, σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου όλα δείχνουν να είναι γαλήνια και αδιατάρακτα, ένα πλυντήριο αρχίζει να τρελαίνεται και να πνίγει μέσα στον κάδο του το ένα μετά το άλλο τα μέλη της. «Είδα τον εαυτό μου να κοιμάται από απόσταση. Του φώναζα ότι δεν έπρεπε να φοβάται. Δεν θα σκοτωνόμουν στ’ αλήθεια. Ήμουν εγώ εκεί, μερικά όνειρα μακριά», λέει ο αφηγητής και μόνος εναπομείνας από την οικογένεια, χωρίς εντέλει να είναι σίγουρος αν ονειρεύεται ή  αυτά που βλέπει πραγματικά του συμβαίνουν.

Στο «Γλυκιά μας Όλγα», πάλι, κεντρική ηρωίδα είναι ένα κορίτσι χωρισμένων γονιών, με μια μητέρα εγωκεντρική, αδιάφορη και ναρκισσιστική. Το κορίτσι ξημεροβραδιάζεται στα Εξάρχεια, χάνεται «μέσα σε παρέες δήθεν ασυμβίβαστων φρικιών» προσπαθώντας να καλύψει το κενό του∙ ένα κενό που «συχνά την κατέβαλλε κυκλοθυμικά και απότομα», όπως μας λέει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, για να συμπληρώσει: «Γενικά όμως ήταν ένα χαρούμενο θηλυκό –άραγε μια ακόμα αντίδραση σε αυτά που βίωνε;− με έντονο χιούμορ, βαβουριάρα, σε μια ακόμα προσπάθεια να την προσέξουν».  Ωστόσο, στο τέλος της αφήγησης η  φωνή αλλάζει, καθώς τώρα απευθύνεται άμεσα και θερμά στην ηρωίδα, με την προτροπή «να μείνεις για πάντα έτσι στη μνήμη μας».  Στο ίδιο κλίμα της αντίφασης και του αιφνιδιασμού κινούνται και τα τρία τελευταία κείμενα της συλλογής («Οι δια-κοπές», «Ο κλέφτης», «Και τώρα;»), με τις καταληκτικές σελίδες  να αναθεωρούν και συχνά να ανατρέπουν ολοσχερώς τα μέχρι τότε λεχθέντα. Όμως, επί της ουσίας,  εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πραγματικά με αναθεώρηση ή απόρριψη, αλλά για μια «εφ’ όλης της ύλης» κατάφαση στην ίδια την αντιφατικότητα των πραγμάτων που μας περιβάλλουν.

Χρύσα Φάντη

 

Περισσοτερα αρθρα