Επιστροφή για την Ευτυχία Παναγιώτου, εννέα χρόνια μετά την προηγούμενη ποιητική συλλογή της. Στους Μύθους για το τέλος του κόσμου της, συναντάμε μια ποιητική φωνή η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει την προσωπική της μυθολογία μέσα από σπαράγματα που είδαν το φως, λόγια και χειρόγραφα ανωνύμων, «εξομολογήσεις κρυμμένες σε ηλεκτρονικά ίχνηˑ ιστορίες που ειπώθηκαν μέσα σε σιωπές», όπως αναγράφεται στην αρχή του βιβλίου.
Το τέλος του κόσμου σηματοδοτείται από αυτές τις ατελείς γραφές: τα μηνύματα που έμειναν μισά, τις σκέψεις που έμειναν μετέωρες, τη ζωή που προσπέρασε όσους προσπάθησαν να την εξηγήσουν διά της αγάπης, κυρίως διά της αγάπης – ενίοτε και διά της απουσίας. Τα κενά χάσκουν, όμως η ποιητική φωνή τα συμπληρώνει με τη φαντασία της, προσφέροντας εναλλακτικές ερμηνείες. Το χέρι του ποιητικού υποκειμένου οδηγούν στην επιχειρούμενη συμπλήρωση η συγκίνηση, η ανασφάλεια, η σιγουριά, πίστη, η προσδοκία, η απελπισία, η ελπίδα. Όλα υπάρχουν συγχρόνως, όπως στον κόσμο, όπως στη ζωή. Κάπου, το κείμενο είναι σβησμένο στο πρωτότυποˑ ο συντάκτης του άλλαξε γνώμη, προέκρινε μια διαφορετική ερμηνεία, καταδικάζοντας την προηγούμενη σε λήθη: damnatio memoriae. Αλλού, η αποκατάσταση δεν κατέστη δυνατή: τα χωρία ήταν φθαρμένα ή ασύμβατα με τα συμφραζόμενα, υπάρχουν loci desperati.
Για έναν επιμελητή κειμένων, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η Ευτυχία για να δηλώσει αυτές τις συγκυρίες μέσα στα ποιήματά της είναι τόσο οικεία που καταντούν συγκινητικά. Και συνιστούν μια δικαίωση: εντέλει μόνο ένας επιμελητής (ή ίσως και ένας μεταφραστής) μπορεί, μετά τον συγγραφέα, να σκύψει με τόση περίσκεψη πάνω από ένα κείμενο και να επιχειρήσει να ανασύρει εκείνο που προσπαθεί να δηλώσει. Το αποτέλεσμα δεν συνιστά παραχάραξη, αλλά αποκατάστασή του, αποκατάσταση της δυνατότητάς του να αρθρωθεί σωστά.
Ωστόσο, το ποιητικό υποκείμενο στη συλλογή επιμελείται εν κενώ, επομένως κατά το δοκούν: οι αρχικοί συντάκτες των κειμένων έχουν προ πολλού χαθεί, μαζί τους και η δυνατότητα αποκατάστασης της αρχικής πρόθεσής τους. Οπότε το ποιητικό υποκείμενο συμπληρώνει αυθαίρετα, αναπόφευκτα μην αντανακλώντας την σκοπούμενη πραγματικότητα αλλά δημιουργώντας προσωπικές μυθολογίες. Δείτε τη συμπλήρωση <λες ότι> στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα «Γκρεμισμένη τοιχογραφία εποχής»:
Όπως σε κάποιες φθαρμένες αγιογραφίες
σε πολύπαθα νησιά της ορθοδοξίας
όπου ο θαυμασμός μπερδεύεται με την καλοσύνη
και όταν κοιτάζεις βαθιά στη ρίζα των ματιών
του ανθρώπου που <λες ότι> αγαπάς
στο μέτωπό σου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό.
Η αγάπη είναι σημαντική σε αυτό το ποιητικό βιβλίο και η μία από τις βασικές πηγές των μύθων που παράγονται. Η απώλεια είναι μια άλλη σημαντική πηγή:
Όταν πεθαίνει κάποιος
ο κόσμος αλλάζει γλώσσα,
χάνονται οι ήχοι των πργμάτων,
χάνονται τ’ αστέρια.
Κοιτάς τον ουρανό και ξέρεις:
τα φώτα δεν ανάβουν για μας.
Μόνο ο μύθος λάμπει, αν δεις σε βάθος
το εκτυφλωτικό του γαλάζιο
χωρίς να σβήνεις απ’ το βλέμμα το θλιμμένο σύννεφο
χωρίς να το σφίγγεις στην αχόρταγη αγκαλιά σου,
και πόσο ασήκωτο είναι, σαν καθετί εύθραυστο»
(από το ποίημα «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς»)
Το ποιητικό υποκείμενο περιφέρεται ανάμεσα στην αγάπη και την απώλεια, παλεύοντας, κυρίως με τη σιωπή και την απουσία: με το γεγονός ότι όσοι έγραψαν τα κείμενα έχουν προ πολλού σιωπήσει και με την απουσία των λέξεων, μια απουσία που πρέπει να αποκατασταθεί πάση θυσία προκειμένου να εξαχθεί νόημα.
Η απώλεια είναι το θέμα και του ποιήματος «Locus desperatus» («περί του τόπου πριν»), απ’ όπου το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Εδώ που ήρθα[με]
εδώ για να συναντηθούμε
αναμέναμε
πως
με δάκρυα
με κρασί
θα σμίγαμε
για να διηγηθούμε
ό,τι καθένας μας έχασε από τη ζωή.
Τους λεμονανθούς, τις κόκκινες τουλίπες,
Αρώματα αλησμόνητα, δέρματα αλειμμένα λάδι,
τα ζώα που αγαπήσαμε μα αφήσαμε
και στις κορφές των λόφων στέκονται και περιμένουν
και τα ακούμε πια ακίνητοι».
Ενώ για την αγάπη μιλά το «Συμπόσιο» («περί της ερωτικής ένωσης»), απ’ όπου το παρακάτω απόσπασμα:
Στο δέρμα χαραγμένος ένας αριθμός.
Στίγμα ερωτικής ιστορίας.
Όπως όταν αφηνόμαστε [σώμα
μου] στον άλλο.
Πέτρες που τρίβονται,
πέτρες που ανάβουν.
Όπως όταν τα μέλη λυγίζουν
και σφίγγουν έναν κορμό.
Όπως όταν τα δάχυτλα ξηλώνουν αντιστάσεις
και μας διαπερνά ηλεκτρισμός.»
Επίσης, για την αγάπη μιλά το ποίημα «Συζυγία»:
…Είσαι ό,τι δείχνεις, είμαι ό,τι μπορώ να δω
]
Κι ο χώρος της άγνοιας
δένει τον αέρα – ανάμεσά μας – μυστήρια
γλυκοί μετεωρισμοί, ζαλάδα
και ας πεθάνω
τώρα
εδώ
Σε άστρωτο λευκό
– χρόνια πίσω, χρόνια μπροστά, όταν υπήρχε χρόνος και τόπος –
τα χείλη θα φουσκώνουν πάλι,
εμπύρετα άνθη πορφυρά,
ματωμένα
απ’ τα φιλιά.»
Και ενώ πολλά ακόμη ποιήματα μιλούν για την αγάπη (βλ., για παράδειγμα, τους εναρκτήριους στίχους του ποιήματος «Εξωτική μουσική»: «Πατώντας στις μύτες με τα μάτια κλειστά,/ τάιζα τον ουρανίσκο μελωδίες./ Στο στόμα μου έλιωναν τα μούρα – μούρα αλειμμένα με φιλιά.»), άλλα είναι πιο στοχαστικά και αναφέρονται με εμφανή φιλοσοφική διάθεση στην ιστορική συγκυρία:
Δεν ξέρεις πότε άρχισε και αν τελειώνει
όταν παύει το είδος.
Η διαδρομή σφραγίζεται από κύκλους: πολέμους,
φυσικές καταστροφές, αρρώστιες, πάθη και στατιστικές από λογής πλημμύρες.
(«Ρεπορτάζ», απόπασμα)
Είλωτες ή παιδιά, με κάποιον πάντως εαυτό
και σάρκα έχοντας, μα και σταυρό –
στεγνώνουμε στον πυρετό μιας προόδου
που ίσως κάποτε μας αφορούσε.
(«Η ραχοκοκαλιά του φωτός», απόσπασμα)
Δεν είμαστε ό,τι καλύτερο πέρασε από δω.
Τέτοια τέρατα δεν θα ξαναβρείς.
Δεν θα μπορέσεις καν να τα συλλάβεις
(«Βίος», απόσπασμα)
Η γλώσσα είναι ένα ζήτημα που πάντοτε απασχολεί την ποιήτρια, δεν είναι μόνο το μέσο με το οποίο εκφράζεται, είναι καταφύγιο, ανάγκη και συγχρόνως απελευθέρωση. «Μα μη ρωτήσεις πώς ανέβηκαν στους κόμπους της φωνής/ οι σπόνδυλοι της γλώσσας», όπως σημειώνει («Το DNA της Ιστορίας»).
Μια ολόκληρη ενότητα («Lacuna») σχετίζεται με το θέμα της ομιλούμενης γλώσσας από την ανάποδη, διά της φωνής δηλαδή που βγαίνει «δίχως την τάξη της ομιλίας». Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής τιτλοφορείται «Το τέλειο κενό της γλώσσας ως λύτρωση» και πραγματεύεται το χάσμα που αφήνουν στη γλώσσα (ας θυμηθούμε και το ποίημα «Η ανεκτίμητη αξία της ζωής για τους θνητούς» πιο πάνω) τα ονόματα των ανθρώπων που φεύγουν. «Ποιον νεκρό μνημονεύω τώρα./ Όταν θυμάμαι έναν, τους θυμάμαι όλους», αναφωνεί το ποιητικό υποκείμενο (ή μήπως η διαφαινόμενη φωνή της ποιήτριας;) στο ποίημα «Μυστική διαδρομή».
Στίχοι επαναλαμβάνονται από ποίημα σε ποίημα, δίνοντας μια πρόσθετη αίσθηση συνοχής. Παράδειγμα τέτοιας επανάληψης είναι ο στίχος «Στίγμα ερωτικής ιστορίας» που είδαμε παραπάνω, στο ποίημα «Συμπόσιο» («περί της ερωτικής ένωσης»). Τον συναντάμε ξανά στο ποίημα «Πίστη»: «Στο στήθος σκαμμένος ένας/ αριθμός./ Στίγμα ερωτικής ιστορίας». Αλλού, στίχοι παρεμβάλλονται διαφοροποιημένοι, απόηχοι ο ένας του άλλου: «και στεκόμαστε στη σιωπή» (σελ. 49), «και αγγίζουμε τη σιωπή» (σελ. 51).
Οι καταληκτικοί στίχοι της ποιητικής συλλογής, από το ποίημα που την κλείνει, «Μυστική διαδρομή», δίνουν έναν αισιόδοξο τόνο στην αρκετά απαισιόδοξη συνολικά σύνθεση:
Δες το χέρι που σου νεύει.
Μια χαραμάδα φως.
Στην άκρη του κόσμου.
Κάποιος από εμάς είναι ζωντανός.
Πάντα θα επιβιώνει κάποιος, μάρτυρας της ιστορίας μας, μάρτυρας της γλώσσας με την οποία μιλήσαμε ή στην οποία σιωπήσαμε, μάρτυρας όσων αγαπήσαμε και όσων χάσαμε, εκεί στο τέλος του κόσμου, εκεί που το ταξίδι φαινομενικά τελειώνει μα στην πραγματικότητα ξεκινά. Άλλωστε, η συλλογή είναι αφιερωμένη σε μια μικρή που υπήρχε αόρατα όταν γραφόταν και πλέον υπάρχει μες στον κόσμο. Η μικρή αυτή είναι η ζωντανή ελπίδα για τις πραγματικότητες και τους μύθους μας, εκείνη που βρίσκεται σε κάθε τέλος και σε κάθε αρχή του κόσμου, όπως πάντα είναι ένα παιδί.
Χριστίνα Λιναρδάκη