Μνήμη vs Λήθης στην πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή
Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

«Υποθέτω ότι οι αναμνήσεις ζουν διάσπαρτες μέσα στο σώμα. […] Αλλά είναι αόρατες έτσι δεν είναι; Και όσο υπέροχη κι αν είναι η ανάμνηση, εξαφανίζεται αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη, ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρξαν».

Γιόκο Ογκάουα,  Η αστυνομία της μνήμης (Πατάκης, 2020)

«… πολύ σύντομα, οι περισσότεροι θα αρχίσουν από μόνοι τους να μπαίνουν στο παρελθόν, να «χάνουν» τη μνήμη τους με δική τους βούληση…»

«Οι απρόσωπες εποχές είναι οι πιο βολικές για τη ζωή»

Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, Χρονοκαταφύγιο (Ίκαρος, 2021)

 

Γιατί τις τελευταίες δεκαετίες απασχολεί τους συγγραφείς ανά τον κόσμο η θεματική της Μνήμης και παράγουν έργα γύρω από αυτήν; Μήπως αυτή η λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου τείνει ολοένα και πιο πολύ προς εξασθένηση εξαιτίας της τεχνολογίας που πλέον, σε μεγάλο βαθμό, την υποκαθιστά; Μήπως οι συγγραφείς «βλέπουν» και συναισθάνονται, ως παρατηρητές του σημερινού γίγνεσθαι, πως η ανθρωπότητα οδεύει με ταχύτατα βήματα στη Λήθη, αφαιρώντας το σκήπτρο από την θεά Μνημοσύνη, την μητέρα των Μουσών;

Και αν δεν θυμάμαι, τι; Τόσα και τόσα έχουν ξεχαστεί και εξαφανιστεί.

Στο μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα Η Αστυνομία της Μνήμης, σ’ ένα νησί χωρίς όνομα, διάφορα πράγματα χάνονται το ένα μετά το άλλο. Αποφασίζεται να εξαφανιστούν από τη ζωή των ανθρώπων και όλοι οφείλουν να τα ξεχάσουν για πάντα. Όσοι δεν συμμορφώνονται, κινδυνεύουν να συλληφθούν από την «αστυνομία της μνήμης».

Σε μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσαμε να πούμε πως κι αν εξαφανιστεί π.χ, το στυλό και το χαρτί, τι έγινε; Στο πέρασμα του χρόνου όλα αλλάζουν και αντικαθίστανται από κάτι άλλο. Όμως, το σημαίνον είναι μόνο το αντικείμενο που εξαφανίστηκε ή και το περικείμενό του: οι λειτουργίες, ακόμη και οι συνήθειες, που συνδέονταν με αυτό, παρέχοντάς μας τη συνείδηση της συνέχειας του εαυτού στο πέρασμα του χρόνου; Ποιος ν’ αμφισβητήσει ότι το στυλό και το χαρτί υπήρξαν το πληκτρολόγιο και η οθόνη του παρελθόντος, ο τρόπος επικοινωνίας σε προσωπικό και δημόσιο επίπεδο; Πού είναι σήμερα οι επιστολές που γενιές επί γενεών έγραφαν και πρόσμεναν με τόση λαχτάρα μέσω του ταχυδρομείου; Σε πολλές δε περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και ως ιστορικά τεκμήρια. Πόσα και ποια χάθηκαν με την εξαφάνισή τους;

Ο Γκεόργι Γκοσποντίνοφ στο σπουδαίο μυθιστόρημά του Χρονοκαταφύγιο, δημιουργεί μια «κλινική για το παρελθόν». Πρόκειται για ένα ίδρυμα που προσφέρει μια πρωτότυπη θεραπεία για τους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ: κάθε όροφος αναπαράγει λεπτομερώς μια δεκαετία του περασμένου αιώνα. Οι ασθενείς που χάνουν την αίσθηση του παρόντος και του μέλλοντος και μεταφέρονται πίσω στο χρόνο, ξεκλειδώνουν και αναβιώνουν τις αναμνήσεις τους. Το βιβλίο θέτει θέματα όπως: τι σημαίνει άνοια, τι είναι το γήρας, πώς επιλέγει κανείς τον κόσμο που θα ζήσει, αλλά και τι θα κρατήσει από τον εαυτό του πριν πεθάνει. Ο συγγραφέας διερευνά το τέρας του παρελθόντος και πώς επηρεάζει μια ζωή με αβέβαιο μέλλον. Και εδώ είναι διάχυτη η ανησυχία για την επικράτηση της λήθης στο άτομο αλλά και στο κοινωνικό σύνολο. «Κι ο χρόνος/ πάντοτε Κρόνος/ κανίβαλος τρόμος» κατά την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη.

Ο Γκοσποντίνοφ εκφράζει διάφορους προβληματισμούς γύρω από τη Μνήμη: «Μπορεί το παρελθόν να βιωθεί ή να αρθρωθεί εκ νέου; Και χρειάζεται; Και πόσο παρελθόν μπορεί στην πραγματικότητα να σηκώσει ένας άνθρωπος;»

Σε κάποιο άλλο σημείο γράφει ότι η λήθη είναι απελευθερωτική. «Αν δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος είμαι, μπορώ να είμαι ο καθένας, ακόμα και ο εαυτός μου ως παιδί». Η εκδοχή, όμως, να είμαι ο καθένας όσο απελευθερωτική κι αν ακούγεται άλλο τόσο μπορεί να είναι και επικίνδυνη. Ένα ανθρώπινο ον χωρίς τη μνήμη του παρελθόντος του δεν είναι ένα ουδέτερο πλάσμα, ένα άγραφο χαρτί απογυμνωμένο από εμπειρίες, το οποίο δυνητικά μπορεί να πιστέψει και να πράξει το οτιδήποτε;

Ποια βαθιά ανησυχία, λοιπόν, υποκρύπτεται στη συγγραφή τέτοιων μυθιστορημάτων στην εποχή μας; Μήπως αυτή της μετάλλαξης της ανθρώπινης φύσης λόγω της καλπάζουσας επικράτησης της τεχνολογίας η οποία ήδη έχει υποκαταστήσει πολλές από τις λειτουργίες μας;

Στο βιβλίο του Εγκέφαλος & Χρόνος, ο καθηγητής Θ. Ντινόπουλος κάνει λόγο για την ευπλαστότητα του εγκεφάλου, ορίζοντάς την ως «την ικανότητα του εγκεφάλου να κάνει προσαρμοστικές αλλαγές σε όλη τη διάρκεια της ζωής του» και ότι αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα, δηλ. «να είναι εξαιρετικά προσαρμοστικός και διαδραστικός με το περιβάλλον».

Η Μνήμη συνεπώς προσαρμόζεται στα δεδομένα των καιρών. Πλέον δεν απαιτείται να θυμάμαι πολλά, μια και η τεχνολογία μου τα εμφανίζει άμεσα, όποτε υπάρχει χρεία. Πόσα άραγε πράγματα «χάνω» όταν δεν χρειάζεται να θυμάμαι;

Η αγωνία των συγγραφέων δείχνει να αφορά το σε τι είδους ον εξελίσσεται ο άνθρωπος και οι κοινωνίες, όταν μεταλλάσσονται κομμάτια των μέχρι πρότινος εγνωσμένων εγκεφαλικών λειτουργειών του.

Στο Γκόλεμ του Πιερ Ασσουλίν, διαβάζουμε ξεκάθαρα αυτή την αγωνία: οι γιατροί έχουν παρέμβει στον εγκέφαλο του σκακιστή ήρωα του μυθιστορήματος μέσω της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης για να του ενισχύσουν τη μνήμη. Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, κάποια στιγμή της πλοκής, ο ήρωας που έχει αντιληφθεί την αυθαίρετη παρέμβαση δυσφορεί να την υπομείνει: «Η μνήμη τού συνέθλιβε τον εγκέφαλο. […] Γιατί εκείνος που δεν είναι ικανός να λησμονήσει, καταδικάζει την ύπαρξή του στο θυμό και στο πένθος». Κάτι που έρχεται σε αντιπαράθεση με αυτό που είναι γραμμένο λίγες παραγράφους πριν: «Η μνήμη είναι το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στη συνέχειά του. Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τον κόσμο να θυμάται στο διηνεκές».

Στο δυστοπικό αυτό μυθιστόρημα, που η μνήμη είναι κεντρική πρωταγωνίστρια με αντιφατικό τρόπο, ο συγγραφέας προειδοποιεί για τους κινδύνους των απεριόριστων και άκριτων δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών και αποτυπώνει τη σαφή ανησυχία του για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Από την άλλη, η Μαρία Γιαγιάννου στο R.I.F. ο θάνατος στο φέισμπουκ, διαπιστώνοντας εύστοχα την παραχώρηση σημαντικού μέρους της μνήμης μας στο μέσον, αναρωτιέται: «Αν το facebook μια μέρα αφήσει την τελευταία του πνοή, τι θ’ απογίνουμε; […] Έγινε μέλος μας το εργαλείο. Έγινε εξάρτηση το εξάρτημα. Αν οι αναρτήσεις 10-20-30 χρόνων πετάξουν σαν πουλιά, θα τις διεκδικήσουμε πίσω ή θα δεχτούμε ότι αυτή ήταν η μοίρα τους και θα θρηνήσουμε τις αποδείξεις της ύπαρξής μας να τις παίρνει το ποτάμι;

Και ποιο είναι αυτό το ποτάμι αν όχι η λήθη – μια αβυσσαλέα λήθη που ετοιμάζεται να ρουφήξει έναν τεράστιο όγκο δεδομένων. Η λήθη που δεν θα μας απειλούσε αν πρώτα δεν είχε πάρει τη μορφή της μνημοσύνης».

Η λογοτεχνία διαπιστώνει και διατυπώνει μέσα από τη μυθοπλασία, και όχι μόνον, προβλήματα και υπαρξιακές ανησυχίες της εποχής της. Ανοίγει πεδία συζητήσεων, ανταλλαγής απόψεων και εξελίξεων με τους αναγνώστες. Βιώνοντας σήμερα μια μεταβατική εποχή, προτρέπει μέσα από τις διαφορετικές πλοκές των βιβλίων να μην στεκόμαστε απλοί παρατηρητές, αλλά να γινόμαστε ενεργά σκεπτόμενα όντα, πράξη που είναι κόντρα στους καιρούς και σε όσα ταχύτατα επικρατούν. Η επισήμανση του σημαντικού της Μνήμης και της Λήθης, κατά την άποψή μου, δεν είναι τυχαία. Μένει σε όλους εμάς να προβληματιστούμε αν όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν τον γνωστό φόβο του ανθρώπου μπροστά στο νέο και ανοίκειο που επικρατεί ή αν όντως η φύση και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους είδους μας βρίσκονται σε επικίνδυνη και απρόβλεπτη καμπή.

 

Μαρία Ψωμά-Πετρίδου

Περισσοτερα αρθρα