Πολλοί άνθρωποι ενθουσιάζονται με τα ντοκιμαντέρ που έχουν θέμα τους τη φύση. Ανακαλύπτουν μέσω αυτών έναν διαφορετικό κόσμο που υπάρχει κυριολεκτικά δίπλα τους αλλά αδυνατούν να αντιληφθούν. Επιπλέον, όλοι χαίρονται με μια βόλτα στη φύση. Είναι η γαλήνη και η ηρεμία που διαποτίζουν τον αέρα σε ένα δάσος, για παράδειγμα, οι οποίες τους αφήνουν να παραδίδονται εκστατικοί στην ατμόσφαιρά του.
Τη σοφία λοιπόν της φύσης μέσα από το παράδειγμα του δάσους εξερευνούν με απαράμιλλο τρόπο δύο εντελώς διαφορετικά ως προς την απεύθυνση αλλά και ως προς τη διαπραγμάτευσή τους βιβλία, το ένα παιδικό-εφηβικό με τίτλο «Η φωνή των δέντρων» του Θοδωρή Αραμπατζή (εκδ. Μεταίχμιο 2021) και το άλλο εκλαϊκευμένης επιστήμης με τίτλο «Η μυστική ζωή των δέντρων» του Peter Wohlleben σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου (εκδ. Πατάκη 2017). Και τα δύο αυτά βιβλία κατέληξαν στη βιβλιοθήκη μου για τον προφανή λόγο που σίγουρα μπορείτε να φανταστείτε: γιατί αγαπώ το δάσος. Εκεί, μακριά από τον θόρυβο της πόλης, μπορώ και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου – κάθε φοράˑ επομένως, με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα όλες οι επιμέρους συνιστώσες του, η πιο προφανής από τις οποίες είναι τα δέντρα.
Πρώτα λοιπόν διάβασα το βιβλίο του Wohlleben για τη Μυστική ζωή των δέντρων, δηλαδή για τα μυστικά τους, τα οποία δεν είναι μόνο πολλά, είναι και αδιανόητα και καλά κρυμμένα. Έτσι όπως παρουσιάζει τον κόσμο τους ο Γερμανός συγγραφέας, δεν μένει καμία αμφιβολία στον αναγνώστη πως τα δέντρα είναι ζωντανά όντα, τόσο ζωντανά όσο και τα υπόλοιπα πλάσματα που τα κατοικούν, ζώα κι έντομα. Τα δέντρα σκέφτονται, νιώθουν και βέβαια έχουν απίστευτους τρόπους να επικοινωνούν μεταξύ τους: μέσω του αέρα με τις ευωδιές τους, κυρίως όμως μέσω των ριζών τους με τα χημικά στοιχεία που τις διαπερνούν.
Το βασικότερο όμως στον κόσμο τους είναι ότι φροντίζουν διαρκώς το ένα το άλλο. Οι ρίζες ενός είδους δέντρου πλέκονται με τις ρίζες άλλων δέντρων του ίδιου είδους δημιουργώντας ένα δίκτυο ή μια τεράστια δεξαμενή θρεπτικών συστατικών και θεραπευτικών ουσιών που βρίσκεται στη διάθεση κάθε δέντρου ανά πάσα στιγμή. Γιατί, θα σκεφτούμε με την ανθρώπινη λογική μας, να θέλουν τα δέντρα να κάνουν κάτι τέτοιο; Γιατί να μοιράζονται αυτά που με τόσο κόπο αποκτούν από το περιβάλλον τους; Γιατί να μην έχει το κάθε δέντρο τα δικά του για τις δύσκολες ώρες και να προσφέρει τη βοήθειά του μόνο σε εθελοντική βάση, όπως οι άνθρωποι;
Μα, επειδή τα δέντρα έχουν επίγνωση του τι μπορεί να επιτύχουν σαν συλλογικότητα. Αντιγράφω από το βιβλίο: «Ένα δέντρο δεν είναι δάσος, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα τοπικό ισορροπημένο κλίμα, είναι απροστάτευτο και εκτεθειμένο σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Αντιθέτως, πολλά δέντρα μαζί δημιουργούν ένα οικοσύστημα που μετριάζει τις ακραίες θερμοκρασίες ψύχους ή ζέστης, αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού και απελευθερώνει καθαρό αέρα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούν να ζήσουν προστατευμένα και για πολλά χρόνια. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία η κοινότητα. Αν κάθε δέντρο ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του, τότε αρκετά απ’ αυτά δεν θα κατάφερναν να γεράσουν. Οι συνεχείς θάνατοι θα είχαν σαν αποτέλεσμα πολλές και μεγάλες τρύπες στην κοσμοστέγη, απ’ όπου θα μπορούσαν να περάσουν οι θύελλες και να ρίξουν κάτω ακόμα περισότερους κορμούς. Η καλοκαιρινή ζέστη θα έφτανε μέχρι το έδαφος του δάσους και θα το στέγνωνε τελείως. Κι αυτό θα έκανε τους πάντες να υποφέρουν.»
Η αλήθεια αυτή των δέντρων που μοιάζει με το μότο των Τριών Σωματοφυλάκων «ένας για όλους και όλοι για έναν» δίνει την κεντρική ιδέα και για το άλλο βιβλίο, τη Φωνή των δέντρων. Μόνο που εδώ ο τόνος δεν είναι απλώς επεξηγηματικός, αλλά και διδακτικός. Ο Θοδωρής Αραμπατζής έχει στόχο να προβληματίσει τα παιδιά και είμαι σίγουρη πως στην πορεία προβληματίζει και πολλούς μεγάλους γιατί παρουσιάζει τη ζωή των ανθρώπων μέσα από τη σκοπιά των δέντρων – με πολλά σημεία της πρώτης να μοιάζουν ακατανόητα για τη δεύτερη και όχι αδίκως.
Το βασικό εύρημα του βιβλίου είναι πως ένα κοριτσάκι μπορεί ξαφνικά να ακούει τα δέντρα και να κάνει διάλογο μαζί τους. Μαθαίνει έτσι όλα τα γεγονότα που αφορούν τον τρόπο ζωής τους και αντιπαραβάλλει με τον τρόπο των ανθρώπων που, σε σύγκριση, μοιάζει αποδιοργανωμένος, χαοτικός και άδικος. Η συζήτηση του παιδιού με τα δέντρα αναπόφευκτα απλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου: από τα χρήματα ως αυτοσκοπό έως την πλεονεξία και από την αναδελφικότητα έως την περιφρόνηση που νιώθει ο άνθρωπος για τις υπόλοιπες μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη.
Εντέλει, ο άνθρωπος, με το να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, έχι καταφέρει να ξεκόψει την ύπαρξή του από τη διαρκή εκείνη που τον περιβάλλει. Απομονώθηκε και έμεινε μόνος, χωρίς κατανόηση της θέσης του μέσα στον μεγάλο κύκλο της ζωής και χωρίς αίσθηση σκοπού. Είναι κι αυτό ένα είδος αναπηρίας.
Είναι όμως τόσο κρίμα γιατί τα υπόλοιπα πλάσματα μπορεί να είναι ακόμη και μαγικά! Ας σκεφτούμε μόνο την ικανότητα των δέντρων να φυτρώνουν από μία καταβολάδα ή να μεταμορφώνονται με το μπόλιασμα: «…στην πραγματικότητα παίρνετε ένα μέρος από το σώμα μας, ένα οποιοδήποτε διαμορφωμένο μέλος, το ακρωτηριάζετε και του αναθέτετε μια εντελώς διαφορετική αποστολή. Κι αυτό τα καταφέρνει! Δεν προσαρμόζεται απλώςˑ μεταμορφώνεται! Είναι σαν να παίρνω το χέρι σου, να το βάζω στο κατάλληλο περιβάλλον και ύστερα από λίγο καιρό το χέρι αυτό να έχει εξελιχθεί σε πλήρη άνθρωπο.»
Μα, πέρα από αυτό, τα δέντρα είναι ικανά να νιώσουν ευγνωμοσύνη, ακόμη και να συγχωρήσουν. Γνωρίζουν πως δεν είναι μακριά η εποχή που ο άνθρωπος ήταν φτωχός και πεινασμένος, αδύναμος μπροστά στα καιρικά φαινόμενα και τις κάθε λογής ανατροπές. Είναι επομένως δικαιολογημένος να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται, μολονότι πρόκειται για μια συμπεριφορά ξεκάθαρα αυτοκαταστροφική: «Σε έναν κόσμο δημιουργικών παραγωγών, εσείς επιφυλάσσετε πια για τον εαυτό σας τη θέση του άπληστου καταναλωτή. Δε σας ενδιαφέρει να προσφέρετε οτιδήποτε. Το μόνο που σας νοιάζει είναι τι θα πάρετε από μας τους υπόλοιπους, τι θα κερδίσετε. Αλλά κι αυτά που κερδίζετε δεν τα μοιράζεστε καν μεταξύ σας. Ο καθένας σας αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν να ήταν μια πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση, μια προνομιούχος εξαίρεση της δημιουργίας. Θεωρεί ότι έχει πολλά δικαιώματα αλλά ελάχιστες υποχρεώσεις, ότι του αξίζουν τα πάντα, ακόμα κι αν δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα. Έτσι καταφέρατε να αποξενώσετε τους εαυτούς σας από τα υπόλοιπα πλάσματα, αλλά και να αποξενωθείτε μεταξύ σας. Όπου όμως δεν υπάρχει επαφή και συνεργασία, αργά ή γρήγορα δημιουργούνται χάσματα, που γεννούν έχθρες και συγκρούσεις. Στη φύση η απομόνωση και η περιχαράκωση είναι ένας επικίνδυνος παραλογισμός. Μην εκπλαγείς, επομένως, αν δεις τους ανθρώπους να παραλογίζονται και να συγκρούονται σε βαθμό αυτοκαταστροφής με τη φύση ή και μεταξύ τους».
Όμως το βιβλίο τελειώνει με μια αισιόδοξη νότα: οι καιροί αλλάζουν. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη φύση με ταπεινότητα, γίνονται σοφότεροι, υψώνουν φωνή, αλλάζουν. Ίσως δεν είναι μακριά η εποχή μιας συνειδητοποίησης που θα μας οδηγήσει σε μια εκδοχή μας όπου θα κυριαρχεί η αμοιβαιότητα, η ανοχή και η αλληλοϋποστήριξη με τη φύση αλλά και με τους άλλους ανθρώπους.
Το βιβλίο του Θοδωρή Αραμπατζή είναι ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα για τις απαλές παιδικές ψυχούλες που μεγαλώνουν μέσα στον γνωστό μας, απάνθρωπο κόσμο: αποτελεί μια χαραμάδα φωτός και μια πιθανότητα για έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης. Αλλά και για εμάς τους ενήλικες είναι ένα σημείο κλονισμού της βεβαιότητας με την οποία περιβάλλουμε την αλαζονική μας πεποίηθηση ότι ο κόσμος όλος μας ανήκει. Ας επωφεληθούμε.
Χριστίνα Λιναρδάκη