Μικροί και μεγάλοι θάνατοι (για την ποιητική συλλογή “Τα καθημερινά βάραθρα” της Κυριακής Αν. Λυμπέρη)
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

Νύχτα. Μόνη, στον αργαλειό της μια υφάντρα. Χρωματίζει τα νήματά της από τα αστέρια για να «κρύψει τις ρωγμές του μηδενός» (Η ΥΦΑΝΤΡΑ, σ. 9).  Λύπες, θυμοί, ερημιά, απουσίες, δάκρυα, θάνατοι: εικόνες στο μεγάλο υφαντό που ποιεί η Κυριακή Αν. Λυμπέρη στην έβδομη ποιητική της συλλογή με τίτλο Τα καθημερινά Βάραθρα (Κοράλλι 2023). Σαν μια παράδοξη Πηνελόπη, το ποιητικό υποκείμενο υφαίνει το «σεντόνι» της ζωής περιμένοντας τον «καλό» της που εδώ – ω, τι ανατροπή- είναι ο ίδιος ο θάνατος. Γιατί «Κι ο θάνατος στο μεταξύ/ μας σιδερώνει τα σεντόνια» (ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΑΝΕΙΖΕΙΣ, σ. 28). Η έννοια του θανάτου και πώς υπερβαίνεται από τον άνθρωπο υπάρχει και στα προηγούμενα βιβλία της Κυριακής Αν. Λυμπέρη (Ζητήματα ύψους, Το ωραίο το φτιάχνεις), εδώ όμως επικεντρώνεται στα γήινα καθημερινά ζητήματα. Στις επαφές των ανθρώπων και στις δυσκολίες των σχέσεων. Το βλέμμα ξεφεύγει από την ενατένιση του ουρανού και του ιλίγγου του ύψους και χαμηλώνει στα γήινα πράγματα και στον ίλιγγο των γκρεμών. Εκεί όπου πέφτει, εκεί όπου καταβαραθρώνεται η ψυχή την κάθε βιωμένη της ημέρα.

Σώμα και ψυχή ׄ «άνθρωπος εστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τίμαιος 42 D, Φαίδων 111 Α). Ο Πλάτωνας αναπαριστά την αθάνατη ψυχή ως φέρουσα φτερούγες οι οποίες την κρατούσαν στον υπερουράνιο κόσμο του φωτός, της αλήθειας, της τέλειας ομορφιάς, πριν πέσει στο θνητό επίπεδο του κόσμου αυτού. Μετά την πτώση της, ενσαρκώθηκε σε ανθρώπινα σώματα, προσπαθώντας να καταφέρει την ανύψωση ξανά. Ιδέα που τη βρίσκουμε και στον Εμπεδοκλή, στους Ορφικούς, στη νεοπλατωνική φιλοσοφία όπως και στη χριστιανική θεολογία την οποία βρίσκουμε ζώσα στην ποιητική αυτή συλλογή της Λυμπέρη.  Η πτώση της ψυχής στη γη μέσα στο υλικό της σώμα την καθιστούν αιχμάλωτη, όπως στο ποίημα της  Λυμπέρη ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ:

Κι εκεί που πάει να πιάσει μ’ ένα δίχτυ τα πουλιά
και που παραφυλάει να κλέψει πώς ζυγιάζεται η φτερούγα
πάλι η Κίρκη μεταλλάζει το αίμα του ׄ
τσαλαβουτάει στη λάσπη θριαμβικά

ξαναγυρίζει πλήρης στα γουρούνια.                                                                                       

(σ. 16, απόσπασμα)

 Αν και το σώμα φαίνεται να ενοχοποιείται για την πτωτική κατάσταση του ανθρώπου, ωστόσο σε αυτό οφείλει η ψυχή και την προσδοκώμενη και επερχόμενη άνοδό της. Με τον έρωτα, εν πρώτοις, συναίσθημα που σε ανεβάζει στα ουράνια όπως γράφει η Λυμπέρη: «και ποια καλύτερη σήμερα/ περίληψη τ’ ουρανού να σκεφτώ/ παρά το βλέμμα σου επάνω μου;» (ΘΕΟΦΑΝΙΑ, σ. 30).

Έλα λοιπόν στο πλάι μου
ακόμα κι η σκιά σου με γλυκαίνει
θα μοιραστούμε το ποτήρι
κι ας βρέχει έξω
καρεκλοπόδαρα
οι νυχτερίδες ας πετούν στην οροφή
η εποχή μας μάτια αγριεμένα
πρέζα και τσιγάρο
χάπια αγχολυτικά
εφημερίδες με κάθε λογής ασχημίες
φόνους, βιασμούς, παιδεραστίες
αίμα, πόλεμο
πόλεμο, αίμα, πράσινα δολάρια
κουράστηκα ׄ
ως το πρωί ν’ αγαπηθούμε
φιλιά βαθιά, μέλι στα σεντόνια
κι έρχεται ο ουρανός κοντά

με ψέματα.»                                                                                                 

(ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΓΙΑ ΔΥΟ, σ. 38)

Στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδρο» η πεπτωκυία ψυχή μέσα από τον αγαπημένο, τον ερώμενο, βλέπει εικόνες από την υπερβατική ομορφιά του υπερουράνιου χαμένου κόσμου της.  Φυτρώνουν ξανά τα φτερά στην πλάτη της ψυχής του στην λαχτάρα της να πετάξει. «αλλά», παρατηρεί η Λυμπέρη, «σ’ αυτό το πηγάδι που μας έχουν πετάξει/οι φωνές μας δεν ακούγονται/παρά σαν ψίθυροι από τα ουράνια όντα.» (ΝΥΧΤΑ ΓΙΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΕΡΙΑ, σ. 23).  Η αποτυχία των σχέσεων, οι αποξενωμένες ζωές, οι αδικίες, η ανηθικότητα, οι πόλεμοι ׄ η πτώση από τα υπερουράνια πλατωνικά τέλεια Ιδανικά: Δικαιοσύνη, Δημοκρατία, Αλήθεια, Ομορφιά, Ευτυχία, Αγάπη. Αυτά είναι «Τα καθημερινά βάραθρα» της Λυμπέρη. Το βάραθρο συνάδει με κατά-πτωση. Ένα βαθύ και απόκρημνο χάσμα γης, γκρεμός, μια άβυσσος βαθιά στον πάτο της θάλασσας. Ένα έσχατο σημείο απαξίωσης. Κατά την αρχαιοελληνική περίοδο το Βάραθρον ήταν τάφρος στην Αρχαία Αθήνα, όπου ρίχνονταν οι καταδικασθέντες σε θάνατο. Ο Καρυωτάκης στο βάραθρο της απαξιωμένης ζωής κρατά σφιχτά στα χέρια του την Ποίηση: «Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,/ κράτησε σκήπτρο και λύρα.» («Υποθήκαι», Ελεγεία και Σάτιρες). Και, στη Λυμπέρη, όταν το ποιητικό υποκείμενο πνίγεται, όταν βρίσκει γύρω του απογοήτευση, λύπη, απώλεια και μοναξιά, τότε η ποίηση συνιστά το καταφύγιό του.  Στο, σχεδόν, ομότιτλο ποίημα της συλλογής, (ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΒΑΡΑΘΡΑ) γράφει: «μόνο απ’ τα ποιήματα ξέρω ν’ αρπάζομαι/σαν να ‘ναι το σωσίβιο του πνιγμένου.».

Γλώσσα και Ποίηση. «Πότε τουφέκι η γλώσσα μου και πότε λύρα» στο ποίημα με τίτλο ΜΗΓΑΡΙΣ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΣΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ;,  συνειρμικά φέρνοντας στο μυαλό τον ποιητή Σολωμό που είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στη δυναμική ενάργεια της ποιητικής γλώσσας. Η ποίηση είναι το «σωσίβιο του πνιγμένου», είναι η Ομορφιά που σώζει κάθε φορά, είναι η νίκη επί του θανάτου. «Ο θάνατος δεν έχει εδώ δικαιοδοσία» γράφει η Λυμπέρη στο ποίημα Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, με αναφορά στον Ντίλαν Τόμας και στο περίφημο ποίημά του ή/και στην Επιστολή του Πέτρου προς Ρωμαίους 6.9. Ο θάνατος λοιπόν, δεν είναι ο πανίσχυρος εξουσιαστής της ζωής μας. Η Λυμπέρη μετριάζει τον πόνο που προκαλεί ο ξεπεσμός και η παρακμή της καθημερινής πραγματικότητας, και μέσω της ποιητικής δημιουργίας κατορθώνει να ανταπεξέλθει  στους κάθε λογής πνιγμούς. Όπως χαρακτηριστικά στο ποίημα ΟΙ ΝΑΥΤΕΣ που αφορά σε εκείνους που ξυπνούν, που ξαγρυπνούν. Και όταν έρχεται το κακό, εγείρονται απ’ το βυθό της λησμονιάς για να φωνάξουν, να υψώσουν τη φωνή τους. Άλλωστε οι νεκροί συνεχίζουν να ζουν μέσω της ποίησης, να κυκλοφορούν ανάμεσα στους ζωντανούς, να διεκδικούν ένα μέρος της καθημερινότητάς τους. Ποιήματα της συλλογής αφιερώνονται ή έχουν αναφορές σε πεθαμένους, όπως η μητέρα, ο πατέρας- δύο ποιήματα συγκλονιστικά τρυφερά στη λιτότητά τους-  Ομηρικοί ήρωες, Παπαδιαμάντης, Σολωμός, Σαχτούρης, Καρυωτάκης, Τόμας, κ.ά.  Μετά το θάνατο, έρχεται η ζωή. Μετά τη λύπη, η ελπίδα. Μετά το χειμώνα, η άνοιξη. Όσο και αν είναι «πληγωμένη» η άνοιξη, όπως λέει κι ο Σαχτούρης («Η πληγωμένη άνοιξη», Παραλογαίς), πάντα θα έρθει.

 «Α, άνοιξη, θαυμάσια βεβαιότητα
ελπίδα που δεν υποχωρείς
λαμπερό περπάτημα στα χόρτα
άνοιξη κορίτσι σφριγηλό
που μ’ ένα μόνο σου άγγιγμα
στο ρημαγμένο στήθος
τινάζεται ένα γαρύφαλλο που εκπυρσοκροτεί

το μέλλον.»       

(ΠΩΣ Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ, σ. 18, απόσπασμα)

Και τότε, ναι, θα επανέλθει η ισορροπία. Ακόμα και με «τσακισμένα χάδια» γιατί αυτά για την Λυμπέρη θα είναι «η τελευταία μας πατρίδα». Αυτά ανασταίνουν ׄ πατούν επί θανάτου.

«Λοιπόν μια νύχτα θα επιστρέψω πατώντας
πάνω στις νάρκες της κοιλιάς
και πάνω στα πολυβολεία του στήθους
τα ύδατα θα τρέχουν απ’ τους πόρους σου
κι από τα μάτια σου
κι οι λυγμοί σου θα σκεπάζουν τη μάχη της αγάπης
θα σ’ έχω στερηθεί πολύ
θα σ’ έχω νοσταλγήσει
θα ξετυλίξεις τις γάζες απ’ το σώμα μου
θα λάμψουν των τυφλών ματιών οι σκοτεινοί βυθοί
και θα ‘ναι το φιλί αρμυρό

τα τσακισμένα χάδια μας η τελευταία μας πατρίδα.»      

(ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΕΛΟΣ ΕΧΩ ΦΥΛΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΧΑΔΙΑ, σ. 44)

 

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου

 

* Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εργάζεται ως φιλόλογος. Έχει γράψει τις ποιητικές συλλογές: Εξωτικά είδη (Σαιξπηρικόν 2022), Φιλιά στο κενό (Μελάνι 2020), Μεταπλάσματα (Σαιξπηρικόν 2017), Αλίπλοος Ουρανός (Γαβριηλίδης 2015).  Μεταφράζει αγγλόφωνη και ισπανόφωνη ποίηση και διαχειρίζεται τον ιστότοπο στροφές/strophess.

 

Περισσοτερα αρθρα