Ο Κυριάκος Χαρίτος είναι πρώτα απ’ όλα ένας άνθρωπος ασύγκριτης ευαισθησίας, όπως αποδεικνύουν οι αναρτήσεις του στη διαδικτυακή καφετέρια της εποχής μας, όπου οι μεγαλύτεροι συναντιόμαστε και μιλάμε, το Facebook. Οι ίδιες αναρτήσεις είναι επίσης αποκαλυπτικές του εξαιρετικού του χιούμορ. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων, που υποδεικνύουν μια γοητευτική προσωπικότητα, ήταν που με έκανε να αναζητήσω τη Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου του, η οποία μου κέντρισε το ενδιαφέρον από τον τίτλο της και μόνο.
Και δεν είχα άδικο: το βιβλίο είναι απολαυστικότατο για μια πληθώρα λόγων. Κατ’ αρχάς, περιέχει διαφορετικά «είδη» θανάτου που άλλοτε εντοπίζονται στα αίτια και άλλοτε στον τρόπο με τον οποίο καταφέρεται η τραγική κατάληξη. Τα είδη στα ελληνικά ακολουθεί η περιγραφή τους στα λατινικά, μια «επίσημη» τρόπον τινά ταξινόμηση όπως γίνεται π.χ. με τα φυτά, τα ζώα ή τα έντομα. Παλινδρομώντας μεταξύ σοβαρότητας, γκροτέσκου, επιστημονισμού, ιδεοληψίας, ποίησης και ιλαρότητας, το βιβλίο περιέχει μια διασκεδαστική, γεμάτη απορίες «θανατολόγηση», ένα εκθετήριο με διαφορετικές εκδοχές ενός και μόνο προσώπου: του θανάτου, ο οποίος κληρώνεται στον άνθρωπο και, σε μερικές περιπτώσεις, όπως στον «θάνατο της οπισθοχώρησης – mors rectratibilis» (τον θάνατο που δεν καταφέρνει να κάνει τη δουλειά του) ξανακληρώνεται.
Άλλωστε, όπως γράφει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του, «Ο θάνατος δεν είναι ένας. Είναι πολλοί. Είναι όσοι και οι άνθρωποι. Είναι στρατιά. Είναι ένα σώμα επιφορτισμένο με ένα έργο που κανείς άλλος ίσως δεν θα ήθελε να αναλάβει». Για να συνεχίσει: «Ο καθένας εκπαιδεύεται στο είδος του διά μέσου μαθημάτων, σεμιναρίων, εργαστηρίων και σαφώς επίμονης παρατήρησης. Άλλοι ωστόσο δεν εκπαιδεύονται καθόλου. Εμφανίζονται. Συμβαίνουν. Συντελούνται. Ξεδιπλώνονται. Δηλώνουν δωρικά παρόντες. Μερικοί ούτε λέξη». Καταλαβαίνουμε λοιπόν το σύμφυρμα διαφορετικών ιδιωμάτων με το οποίο προσεγγίζεται το ζήτημα της τελευτής στο βιβλίο, μέσα στο οποίο η χιουμοριστική διάθεση είναι χαρακτηριστική.
Πολλοί λοιπόν οι καταγεγραμμένοι τύποι θανάτου (για την ακρίβεια, 39). Μερικούς, πιθανολογώ, δεν θα τους σκεφτόταν ποτέ ο αναγνώστης, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που τα κατονομάζει ο Χαρίτος. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ίσως ο «θάνατος της χρησικτησίας – mors agripeta» ο οποίος «μετακομίζει μέσα στο σώμα και ανενόχλητος, βασισμένος στην άγνοια, αδιαφορία ή και ανοχή του υποκειμένου αρχίζει σιγά σιγά να απλώνεται/επεκτείνεται». Είναι προφανές ότι ο Χαρίτος αναφέρεται στον θάνατο που οφείλεται σε ασθένειες όπως ο καρκίνος ή η μυασθένεια gravis, αφού «στο τέλος […] έχει συσσωρεύσει μέσα στο υποκείμενο τόσα δικά του αντικείμενα, που ακόμα και οι γιατροί είναι αδύνατο να τα αφαιρέσουν, έστω και διά της βίας, χωρίς να καταστρέψουν το ίδιο το σώμα που τα φιλοξενεί/συγκρατεί/εμπεριέχει». Αυτό που ξενίζει είναι ο όρος «χρησικτησία» που χρησιμοποιείται στην τυπολόγηση, ο οποίος όμως πράγματι εκφράζει την πραγματικότητα του συγκεκριμένου θανάτου.
Άλλα είδη θανάτου είναι πιο γλυκά, αν και εμπεριέχουν επίσης πόνο, όπως ο «θάνατος από έρωτα – mors ex amoris» που προέρχεται από τον έρωτα που γίνεται εμμονή, γιατί «όλα φτιάχνουν έρωτα» και κάποια στιγμή «ο χώρος γεμίζει ώσπου δεν υπάρχει ούτε χιλιοστό κενού. Το περίβλημα της αποθήκης διαρρηγνύεται. Η μονάδα καταρρέει. Ο άνθρωπος πεθαίνει».
Άλλα είναι πιο φρικαλέα, όπως ο «θάνατος της μη διαμόρφωσης – mors sine formatio» που επέρχεται στο έμβρυο ή ο «θάνατος συγκεντρωτικός – mors concentralis» που επέρχεται μετά από ομαδική εκτέλεση, μαζική δηλητρίαση, πυρηνικά πειράματα ή γενοκτονία.
Άλλα είδη είναι απλώς αστεία (αν θεωρήσουμε ότι μπορεί ποτέ ο θάνατος να είναι αστείος), όπως ο εναρκτήριος «θάνατος της υπερβολής – mors superlativus» που μπορει να προέλθει από «σοκολάτα, ηρωίνη, κόκα κόλα, ψυχεδελικές ουσίες, τζιν, πακοτίνια, βαρβιτουρικά, μπέργκερ, βιάγκρα, τουλουμπάκια, καριόκες, υπνωτικά χάπια, πατατάκια, ηρεμιστικά, λαβάς κιρί, τζατζίκι, κρεμ μπρυλέ, παραισθησιογόνα, γεμιστά Παπαδοπούλου, κεφτεδάκια, ντεπόν, κ.ά.». Προσωπικά βέβαια μου φαίνεται απολύτως φυσιολογικό το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος από υπερβολική κατανάλωση σοκολάτας, ωστόσο αντικειμενικά είναι απλώς κωμικό.
Συγκινητικός είναι ο «θάνατος από ομορφιά – mors ex polchritudo», μπροστά στην οποία «ο άνθρωπος είναι ολότελα τρωτός. Η ανθρώπινη κατασκευή […] ξεθεμελιώνεται. Η καρδιά σπάει, τα μάτια ραγίζουν, τα αυτιά ματώνουν, τα χέρια γκρεμίζονται».
Θα μπορούσε όμως κανείς να σταθεί εξίσου καλά σε καθένα από τα είδη, γιατί όλα έχουν κάτι να πουν και κάτι να δώσουν: αποτελούν στην πραγματικότητα ψήγματα ενσυναίσθησης της ανθρώπινης συνθήκης και της ευαλωτότητάς της, καθώς και απόδειξη της ολικής τρωτότητάς μας μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος.
Σπάνια κάνω τέτοιου είδους παραπομπές, δεν μπορώ ωστόσο να μην αναφέρω ότι αξίζει πέρα για πέρα να διαβάσετε και το εξαιρετικό κριτικό σημείωμα της Τίνας Μανδηλαρά για το βιβλίο.
Χριστίνα Λιναρδάκη