«Μικρές κανίβαλες» της Νίκης Χαλκιαδάκη
Χριστίνα Λιναρδάκη

Οι μικρές κανίβαλες (χωρίς κεφαλαία τα αρχικά και στο πρωτότυπο) είναι το comeback της Νίκης Χαλκιαδάκη, 10 χρόνια μετά τη συλλογή της Ανάσκελη με πυρετό που είχε τύχει ενθουσιώδους υποδοχής και ήταν υποψήφια για το κρατικό βραβείο ποίησης. Και είναι ένα comeback συγκλονιστικό.

Το ποιητικό υποκείμενο ξέρουμε ότι μπορεί να είναι άλλο από τον εκάστοτε ποιητή, σπάνια όμως συναντάμε ένα παιδί σ’ αυτό τον ρόλο. Να όμως που, στις μικρές κανίβαλες, το ποιητικό υποκείμενο είναι ένα μικρό κορίτσι. Και, σαν μικρό κορίτσι, μιλάει με τη γλώσσα που αντιστοιχεί στην ηλικία του και – το σημαντικότερο – σκέφτεται με τον ιδιαίτερο συνειρμικό και μαγικό τρόπο με τον οποίο σκέφτονται τα παιδιά. Η Νίκη Χαλκιαδάκη έρχεται να μας δείξει πως αυτή η γλώσσα και αυτός ο τρόπος μπορούν να είναι εξόχως ποιητικά.

Η ποιητικότητα ωστόσο δεν ισοδυναμεί με λυρισμό: η συλλογή είναι ιδιαίτερα σκληρή – σαν μια κραυγή που σκίζει τη συνήθη τάξη των πραγμάτων. Το κοριτσάκι που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα παιδί που ο πατέρας του έχει πεθάνει και που – ενδεχομένως ανεξαρτήτως αυτού του θανάτου, αν και αυτός από μόνος του είναι αρκετός – έχει υποστεί βαθύ τραύμα, το οποίο αντανακλάται σε όλες του τις σκέψεις:

Η μαμά σε περιμένει να γυρίσεις – ας ήρθε στην κηδεία σου
σε περιμένει ενώ εμάς μας φυλάει για εκείνη τη μέρα
που δεν θα σε περιμένει πια
φώτα, δαχτυλίδια, λικέρ, σοκολατάκια, την αδερφή μου και εμένα
ανοίγει πού και πού τα συρτάρια, τα ντουλάπια, τους διακόπτες
τα μπουκαλάκια, τα κρανία μας
να δει αν καήκαμε, αν πιάσαμε μούχλα, πυρετό, σκουλήκια, σκουριά

(από το ποίημα «Μια γιορτή μα ποια γιορτή»)

 

Το βαθύ τραύμα, είτε προέρχεται από την απώλεια είτε όχι, μεταμορφώνει τον κόσμο σε κάτι παράλογο, τραγικό – τόσο για τα παιδιά όσο και για τους μεγάλους: όμως είναι δύσκολο για ένα παιδί να διαχειριστεί αυτή την τραγικότητα. Μπορεί να τη νομίζει νορμάλ, σηκώνοντας τους ώμους του για να πάει παρακάτω, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό που ζει δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί κανονικό:

ΠΙΠΗ Η ΦΑΚΙΔΟΜΥΤΗ
Στο διάλειμμα λέμε τρομακτικές ιστορίες
για κάποια παιδιά που πήδηξαν από τον πέμπτο
χωρίς μπέρτα, χωρίς φακίδες
παιδιά που τα πήρε ο παλιατζής, ο μούμος και το ρέμα
γιατί δεν έτρωγαν φακές ή δεν έκοβαν τα νύχια
κάποια είναι ακόμη τιμωρία στο υπόγειο
παιδιά με σημάδια από καυτό νερό, με σημάδια από μάνα και πατέρα
κάποια στα σκουπίδια, ήσυχα, μελανιασμένα, μονογενή
εκ του Πατρός
Είμαστε και εμείς που πηδήξαμε από το ύψος μας
για κακή μας τύχη αυτό δεν είχε φρικτό θάνατο
είχε πρώτη ώρα Γλώσσα το πολύ μετά Γυμναστική

 

Άλλοτε πάλι μπορεί το παιδί να ενστερνιστεί τον τρόμο μπροστά στην εμπειρία, μπορεί να τον δει σαν κάτι που νιώθει να γίνεται το ίδιο:

Δεν φύτρωσαν ποτέ στο στόμα μου δόντια κοφτερά
τόσο κοφτερά που να σκίζουν σάρκες, να συνθλίβουν κρανία
δεν έχω πουθενά στο σώμα ένα αγκάθι
μια ουρά, κεντρί, λέπια, μελάνι, δαγκάνες, καβούκι
ένα δασύ σύμφωνο στον ουρανίσκο δηλητηριώδες

(από το ποίημα «Νάσιοναλ Τζεογκράφικ»)

 

Αυτές ωστόσο είναι λογικές επεξεργασίες τη στιγμή που η σκέψη των παιδιών συχνά απεκδύεται ολότελα τη λογική και γίνεται απολύτως παράλογη. Όμως η Χαλκιαδάκη δεν κάνει ανατομία της παιδικής ψυχολογίας στη συλλογή της, γράφει ποίηση χρησιμοποιώντας το προσωπείο του παιδιού. Επομένως, πολλά από όσα γράφει είναι σαφώς συμβολικά, όσο κι αν απηχούν την ψυχολογία:

Χτες που σε είπα μαμά την ώρα που έβαλες το χέρι σου ανάμεσα στα πόδια μου
ντύθηκες, βγήκες από την ντουλάπα και δεν σε ξαναείδα ποτέ
άσε που δεν πήρες ούτε μπουφάν
Έχω μια ελπίδα πως έχεις ξαναφτιάξει τη ζωή σου και ζεις κάπου στην κουζίνα
αρκεί μια μέρα να βγω κι εγώ από αυτή την ντουλάπα
πόσο δύσκολο λες είναι να αφήσω αυτή τη μάλλινη ζακέτα
που είναι κρεμασμένη και κουμπωμένη σαν νεκρή
και οι μανσέτες της με χαϊδεύουν στο κεφάλι σαν τη μάνα μου

(από το ποίημα «Συνδρομητικές σχέσεις»)

 

Τι είναι για ένα κορίτσι το μητρικό πρότυπο; Πόσο βαριά για κείνο είναι η σκιά της μητέρας; Ιδίως μιας μητέρας δυσλειτουργικής, που ο θάνατος του συντρόφου της και το βάρος των ορφανών παιδιών της τη γονατίζουν; Τι γράφει μέσα του το χάδι της – ή η απουσία του; Τι σημαίνει για κείνο η «επιστροφή στη μήτρα» του Φρόιντ; Εντέλει, πώς απαντιέται το ερώτημα της ποιήτριας: «Ήμουν από μικρή κορίτσι ή έγινα μετά;».

Όλοι έχουμε μέσα μας τον παιδικό εαυτό μας που δεν μεγαλώνει μαζί μας επειδή ενηλικιωθήκαμε – και που σίγουρα μπορεί να καθηλωθεί στην παιδική ηλικία εξαιτίας ενός βαθιού τραύματος. Πιστεύω πως αυτό είναι το βασικό νόημα της συλλογής: ότι το παιδί μέσα μας είναι ένα φάντασμα που δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν νιώσει την αγάπη, αν δεν αγκαλιαστεί, αν δεν πει το παράπονό του στο οποίο περιμένει εναγωνίως μια αντίδραση.

Στο μεταξύ, ο χώρος στον οποίο συμβαίνουν τα τεκταινόμενα στη συλλογή συχνά ταυτοποιείται στα όρια του πατρικού σπιτιού. Ωστόσο, συναντάμε την ηρωίδα και στη θάλασσα («οι άκρες των μαλλιών μου αλμυρές/ και εγώ μικρή ή νεκρή δεν θυμάμαι να πω» – ποίημα «Ντε ζα βυ»), στο σχολείο («τη δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού που μου έμαθε/ ότι το άλφα είναι ένα ο μ’ ένα μπαστουνάκι/ και από τότε όλες οι λέξεις μου από άλφα κουτσαίνουν» – ποίημα «Μύθοι») ή αλλού.

Συνήθως όμως τη βρίσκουμε μέσα σε καταστάσεις που αποδεικνύουν τη δυσκολία του να είσαι κορίτσι:

Αυτό το γατί το έσωσα από την αγκαλιά της μαμάς του
[…]
Το γύρισα ανάποδα και δεν ήταν αγόρι
μακάρι μέχρι αύριο ν’ αλλάξει
πολύ θα θέλαμε στο σπίτι ένα αρσενικό
ή έστω το κεφάλι του
Χτες γέννησε δυο γατάκια στο καλάθι με τα άπλυτα
Ευτυχώς τα βρήκα πρώτη και τα έφαγα, μην τα βρει η μαμά και τα πνίξει
που ήταν πάλι τους κορίτσια

(από το ποίημα «Τα μη φυλοβόλα» [sic])

 

Να μη γεννιούνται πια κορίτσια γιατί τα κορίτσια και οι γυναίκες γενικότερα πληγώνονται με περισσότερους τρόπους απ’ ό,τι τα αγόρια, με τρόπους αδιανόητους, συνυφασμένους στον πυρήνα της ανδροκρατούμενης, δυαδικής μας κουλτούρας. Και γιατί τα κορίτσια ξέρουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε να τρώνε σάρκες, συμβολικά: του εαυτού τους και των γύρω τους – σαν πραγματικές κανίβαλες.

Τα θέματα που εγείρει η συλλογή είναι ανεξάντλητα, αλλά όλα επιστρέφουν στην πληγή της θηλυκής φύσης, το βάρος της απώλειας, τη σημασίαι της κληρονομικότητας, τα ερωτήματα για τη ζωή της γυναίκας που μένουν εσαεί αναπάντητα.

Στο όμορφο βιβλίο της Χαλκιαδάκη με το κοριτσίστικο ροζ εξώφυλλο και τον ανάγλυφο, αδιόρατο σχεδόν, τίτλο, τα προβλήματα δεν περιμένουν καμία λύση. Πρέπει απλά να ειπωθούν, μήπως ίσως έρθει μια κάποια λύτρωση έτσι. Μήπως.

 ΧΡΗΣΜΟΣ
Αυτή η ρωγμή που ξεκινάει απ’ το ταβάνι και τελειώνει στην κοιλιά μου
δεν πονάει πια
λέω α μπε μπα μπλομ και δεν πονάει
Στο μικρό κορίτσι που είδε τα εντόσθιά μου λέω του κείθε μπλομ
και δεν νομίζω να τη νοιάζει
Της κρύβω τι σημαίνει μπλιμ μπλομ
δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί να το αντέξει
Δεν την ταΐζω από το στήθος μου μη δοκιμάσει άνθρωπο
και αρχίσει να γράφει τίποτα ποιήματα

 

Το προτελευταίο αυτό ποίημα της συλλογής, το μόνο στο οποίο η φωνή της ποιήτριας ακούγεται καθαρά και δυνατά, μιλάει για όλα: για την ανεμελιά της παιδικότητας που υπονομεύεται από την πληγή, για τα κοριτσίστικα μυστικά αλλά και την παιδική αδιαφορία, για τη γυναικεία φύση, για όλα όσα μένουν σε εκκρεμότητα από μια πληγή που κακοφορμίζει και μπορούν να εκφραστούν μέσα από την ποίηση.

Κι αν η κραυγή αυτής της φλεγόμενης συλλογής είναι το τραύμα, έρχονται στους στίχους με τους οποίους κλείνει η συλλογή οι φίλοι «που ‘χουν σταυρώσει τα χέρια κάτω από το στήθος/ και αντί για μάτια έχουν δυο βροχερές ιτιές» να καταπραΰνουν κάπως τη φλόγα της και να υποσχεθούν λίγη παραμυθία.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα