Ο Φιλέας Τετράζης είναι το ποιητικό ψευδώνυμο του Λύσανδρου Αντωνόπουλου, με το μικρό όνομα να παραπέμπει στον Φιλέα Φογκ, τον ήρωα του Ιουλίου Βερν στο μυθιστόρημα Ο Γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, ενώ το επώνυμο είναι εμπνευσμένο από το αγαπημένο του βουνό Τετράζι της ιδιαιτέρας του πατρίδας. Αυτό το ποιητικό όνομα άντεξε στο χρόνο και ιδωμένο σήμερα μέσα από ένα άλλο φως μοιάζει σαν ένα παράξενο στοίχημα που έβαλε ο ποιητής με τον εαυτό του, να παραμείνει πιστός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στις αξίες και τα ιδανικά της νεανικής του ηλικίας και να αγωνίζεται πάντα από την πλευρά του δικαίου, όπως και ο άγγλος συνονόματός του. Υπόσχεση την οποία τήρησε στο ακέραιο ο Λ. Α., συναντώντας συχνά τον Φιλέα Τετράζη μέσα στις δεκαετίες και έχοντας σήμερα στο ενεργητικό του 14 ποιητικές συλλογές, μαζί με τη νέα του συλλογή Καθεύδει ο λόγος (εκδόσεις Polaris, 2023) που ηχεί σαν ρήση και ενέχει ένα κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο για την εποχή μας.
Η ποίησή του είναι κυρίως αυτοβιογραφική και αντλεί την έμπνευσή της από τις αγαπημένες του συνήθειες, ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα που θυμίζει τον ήρωα του Βερν. Μόνο που ο Λ. Α. αντλεί την αίσθηση της περιπέτειας, όχι από τα ταξίδια σε χώρες μακρινές, αλλά από το ταξίδι της ζωής το οποίο αντιλαμβάνεται σαν μια συναρπαστική περιπέτεια.
Μέσα από τις λέξεις του αναδύεται η προσωπικότητά του, τα όνειρα και οι σκέψεις του, η αγάπη του για τη φύση και την ιστορία του τόπου, η θέση του όσον αφορά τα κρίσιμα ζητήματα του καιρού μας. Συχνά πρωταγωνιστεί ο ίδιος στα ποιήματά του και μοιράζεται μαζί μας τις πιο απλές στιγμές του, δημιουργώντας έτσι μια άμεση οικειότητα με τον αναγνώστη. Είναι η ποίηση των απλών πραγμάτων που αναδεικνύει την ομορφιά της ζωής. Για να την κατανοήσει κανείς σε βάθος, θα πρέπει να έχει μαλώσει ένα άτακτο κυματάκι στην ακρογιαλιά, να έχει ακούσει τη νύχτα να μιλάει με το κυπαρίσσι, να έχει γνωρίσει τη φλόγα ενός χαμόγελου που έχει τη δύναμη να του ζεσταίνει την καρδιά μέσα στις δεκαετίες, να έχει μάθει να απολαμβάνει τη μοναξιά του, να αγωνίζεται για τα όνειρά του. Μεταγγίζει μια φιλοσοφία ζωής που φαίνεται να υποστηρίζει ότι μέσα από τις πράξεις και όχι από τα λόγια ο άνθρωπος αφήνει το αποτύπωμά του στον κόσμο.
Ο ίδιος, ολιγόλογος και μετρημένος σαν άνθρωπος, κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες, αφήνοντας τον Φιλέα Τετράζη, τον ποιητικό εαυτό του να μιλήσει για κείνον. Η ποίησή του συντάσσεται με τους απλούς ανθρώπους του λαού, τους ήρωες της καθημερινής ζωής και ειδικά με εκείνους που καλλιεργούν τη γη, γιατί αυτοί προσφέρουν το πολύτιμο ψωμί που υπάρχει στο τραπέζι μας. Ο ποιητής εκφράζει με κάθε ευκαιρία την αγάπη του για τη φύση και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η γη μας σταδιακά ερημώνει και οι καρποί και τα άνθη της λιγοστεύουν, ενώ έχουν χάσει το αλλοτινό άρωμά τους.
Η Γη μας γερνά μέρα με τη μέρα
λένε οι σοφοί όλου του κόσμου.
Μη ψάχνετε στο χώμα για θησαυρούς
ένα μεγάλο νεκροταφείο
γίνονται τα χωράφια μας.
Επάνω, ψηλά κοιτάτε μόνο.
Εμίλησα, πιστέψτε με και πορευτείτε.
(απόσπασμα από το ποίημα «Ψηλά κοιτάτε»)
Το ίδιο σεμνά αισθάνεται και για την ποίησή του, γι’ αυτό συχνά τη χαρακτηρίζει ως ένα μικρό ρυάκι που θα πρέπει να ενωθεί με το μεγάλο ποτάμι για να φτάσει στη θάλασσα, γνωρίζοντας ότι μια φωνή δεν έχει από μόνη της τη δύναμη να κάνει τη διαφορά. Επιθυμία του είναι να συναντήσει η φωνή του άλλες φωνές, να ενωθούν με τη (λαο)θάλασσα, για να αλλάξει η πορεία του κόσμου.
«Εγώ είμαι ένα μικρό ρυάκι
που προσπαθεί χρόνια πολλά
να βρει ένα ποτάμι
που πάει στη θάλασσα σίγουρο και περήφανο», γράφει.
Ο έλληνας Φιλέας αγαπά την πατρίδα του και προβάλλει τα ιδεώδη της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς μας, δίχως να παραβλέπει τα ελαττώματα που είναι συνυφασμένα με την ιστορία της. Μέσα στην καρδιά του φιλοξενεί μια ιδεατή Πνύκα και από το βήμα της μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για τα κρίσιμα ζητήματα του καιρού μας τα οποία παραλληλίζει συχνά με καταστάσεις του παρελθόντος. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται το χρόνο σαν μια συνέχεια, όπου γεγονότα και καταστάσεις συνεχίζουν αέναα να συμβαίνουν, απλώς αλλάζουν μορφή, μεταμφιέζονται ανάλογα με την εποχή, ενώ η σημερινή πραγματικότητα του θυμίζει θέατρο σκιών:
Τελικά σε θέατρο σκιών ζούμε
περπατάμε προσεκτικά στο δρόμο
κρυβόμαστε απ΄τον Βεληγκέκα.
Ο Βεζύρης θέλει φόρους
εμείς δεν έχουμε δραχμή στην τσέπη
οι Χατζηαβάτες προσκυνούν τους Άρχοντες
εμείς τους μισούμε
αλλά χειροκροτούμε όταν περνούν/ και σκύβουμε λιγάκι το κεφάλι
(απόσπασμα από το ποίημα «Το θέατρο σκιών»)
Με πίκρα αναφέρεται στην έλλειψη αγωνιστικότητας που παρατηρείται στις μέρες μας, για τους ανθρώπους που έπαψαν να επαναστατούν ενάντια στην αδικία και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, για τα αντιπολεμικά συνθήματα που δεν ακούγονται πια στους δρόμους. Μέσα από το ποιητικό του βήμα ζητά «στο όνομα της αγάπης» να σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και καυτηριάζει τη στάση του Αρχιεπισκόπου Μόσχας που ευλόγησε το ρωσικό στρατό, θυμίζοντας ότι η εκκλησιαστική εξουσία στεκόταν πάντα από την πλευρά των ισχυρών.
Τώρα ποτάμια μίσους χύνονται ορμητικά
από την έμορφη χώρα του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι
να πνίξουν τα παιδιά της Ουκρανίας
Γι’ αυτό ταπεινά ζητώ απ’ όλους
άθεους και πιστούς όλων των θεών
ν’ αντισταθούν στην άγρια τούτη βία,
να σώσουν την Αγάπη,
την Αγάπη που αλίμονό μας
αν και αυτή πέσει νεκρή στο χώμα.
(απόσπασμα από το ποίημα «Αναρωτιέμαι»)
Στο «Καθεύδει ο Λόγος», το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, μιλάει για την έκπτωση του λόγου σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής και αποδίδει το φαινόμενο αυτό, όπως και όλα τα κακώς κείμενα του πολιτισμού μας, στον ατομικισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Νιώθει ότι μαζί με τη γη και η ψυχή του ανθρώπου γερνάει.
Καθεύδει ο Λόγος στην Πνύκα
οι πολίτες μιλούν την νοηματική γλώσσα
κάνουν παράξενες γκριμάτσες
κόβουν στα δυό τις λέξεις
κανείς δεν ξέρει.
Τα γεγονότα τρέχουν με κλειστά μάτια
οι οπαδοί του Αλκιβιάδη
σπάνε πάλι τις κεφαλές του Ερμή
στην Ιερά οδό.
Καθεύδει ο Λόγος στα Πανεπιστήμια,
στην Ακαδημία, στους Ναούς μας.
«Εγώ είμαι η γνώση» λένε μονότονα
και ο αντίλαλος του «Εγώ», «Εγώ», «Εγώ»
επιστρέφει σαν παλιρροϊκό κύμα
και μας κόβει την ανάσα.
Μέγας κίνδυνος
και απάντηση καμιά
στο βαθύ παράπονό μας
που δεν ακούγεται στην πατρίδα πια
η σοφή λέξη «Εμείς»!
Η ποίησή του συμπορεύεται πάντα με ένα «Εμείς», το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από την οικογένειά του, τους ανθρώπους που γνώρισε και αγάπησε, τιμώντας το χνάρι που άφησαν στην καρδιά του. Απλοί άνθρωποι συναντώνται στους στίχους του δημιουργώντας μια ευγενική σύναξη ψυχών. Η μικρή Ελένη που γνώρισε τα χρώματα του έρωτα μόνο από το εξώφυλλο ενός παλιού βιβλίου γιατί έφυγε νωρίς στα δεκαεφτά της χρόνια, ο καλός του φίλος Ευγένιος που είχε ξεχάσει τη λέξη ελπίδα και δεν πίστευε στα θαύματα, ο μπαρμπα-Γιάννης και η στενοχώρια του για τον άρρωστο γιο του είναι μερικοί από αυτούς. Επίσης, από τις σελίδες του δεν λείπουν οι ποιητές και οι ήρωες της ιστορίας, εκείνοι που διαμόρφωσαν τη σκέψη του και επηρέασαν τη ζωή του, στους οποίους αφιερώνει ποιήματα εν είδει ανοιχτής επιστολής, μυώντας μας σε κάποια ενδιαφέροντα κομμάτια της ιστορίας. Ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Βρεττάκος, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, αλλά και ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Ρήγας Φεραίος, ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης επανέρχονται συχνά στη σκέψη του.
Στον πυρήνα της ποίησής του βρίσκεται ένα χαμόγελο που ζέστανε ένα βράδυ την καρδιά του για πάντα. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε χαμόγελο, έκανε τον ποιητή να νιώθει «όπως οι παλάμες μας το χειμώνα γύρω από ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι», έγραφε τότε, στην πρώτη του ποιητική συλλογή Γνωμοδότηση το 1987. «Χαμόγελο είπα, όχι όμως σαν αυτό/ που μας ζητούν οι φωτογράφοι. Ταίριαζε πιο πολύ με την ανατολή του ήλιου στον Ταΰγετο», γράφει σήμερα, προσφέροντας ένα τριαντάφυλλο σε εκείνη που ανήκει το χαμόγελο αυτό, τη σύζυγό του Άννα και αφιερώνοντάς της ένα υπέροχο ποίημα:
Στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
κάποια φοιτήτρια με κοίταξε στα μάτια
είχε κατάμαυρα μαλλιά
και το χαμόγελο του τριαντάφυλλου στα χείλη.
Χαμόγελο είπα,
όχι όμως σαν αυτό
που μας ζητούν οι φωτογράφοι.
Ταίριαζε πιο πολύ με την ανατολή του ήλιου στον Ταΰγετο…
Έτσι την γνώρισα
και της πρόσφερα ένα λουλούδι
γιατί από μαθητής θυμόμουν
Regina rosas amat
η βασίλισσα τα ρόδα αγαπά!…
(απόσπασμα από το ποίημα «Regina rosas amat»)
Μέσα στην ποίησή του υπάρχει η χημική έκρηξη εκείνη που κάνει τον κόσμο μαγικό και το κρυμμένο συστατικό είναι η αγάπη που δένει με μαγεία τους στίχους του, γεμίζει την καρδιά του και διατηρεί αγέραστη την ψυχή του. Η υπαρξιακή του αγωνία από το πέρασμα του χρόνου είναι μετριασμένη, ωστόσο υπάρχει. Συχνά, τα ποιήματά του αρχίζουν με μια αίσθηση χαράς που αγκαλιάζει τη στιγμή και τελειώνουν με μια αίσθηση νοσταλγίας. Η επίγνωση, όμως, ότι έζησε μια ζωή πλήρη εντέλει, έχοντας πάντα ως πυξίδα τις αρχές και τα ιδανικά του, αποφορτίζει το κλίμα και ελαφραίνει την καρδιά του.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά
όμως δεν είμαι απ΄ τους χαμένους.
Η πραγματική ζωή μου
κρατεί από το χέρι
όλα τα παιδικά μου όνειρα
Ο Λύσανδρος Αντωνόπουλος ανοίγει το θησαυροφυλάκιο της μνήμης και μας μυεί σε όλα τα πολύτιμα πράγματα που κάνουν πλούσια τη ζωή και δεν εξαγοράζονται, καυτηριάζοντας με το δικό του τρόπο την υλοφροσύνη της εποχής. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται την κάθε μέρα σαν ένα μοναδικό δώρο, αναδεικνύοντας με πολυμήχανο τρόπο το μαγικό ρεαλισμό της κάθε στιγμής. Η ποίησή του μας προσφέρει τη δική του οπτική για τον κόσμο, με την καρδιά να παίζει τον κυρίαρχο ρόλο και αποκαλύπτει την ποιητική πλευρά της ζωής.
Κατερίνα Τσιτσεκλή