Το πάθος, ο ερωτισμός, ο λυρισμός, η ευαισθησία, η φθαρτότητα της ύπαρξης, η αναζήτηση του αισθητικά ωραίου, η λεπτότητα, η μελαγχολία κι ο θάνατος που παραμονεύει, η αγάπη για τη φύση, μια ζωτικότητα, μια αστείρευτη ενέργεια και μια αδιάκοπη παρατήρηση όσων συμβαίνουν γύρω είναι τα βασικά στοιχεία της ποίησης της Μαρίας Πολυδούρη. Η παρατηρητικότητά της αυτή, που στη συνέχεια μετασχηματίζεται ποιητικά, φαίνεται σ’ ένα απόσπασμα του ημερολογίου της :
Κουράστηκα να περπατώ και πήρα το τραμ «2». Είχαν ανάψει τα φώτα, το τραμ υπερπλήρες. Εξήταζα τις απέναντι μου μορφές μία-μία. Εμπήκε ένας ανθυπολοχαγός μένα πούρο στόμα του κι εστάθη ορθός απέναντι μου. Για να βρω δουλειά παρακολουθούσα όλες τις κινήσεις του μία- μία. Έκανε κάτι ωραίες γκριμάτσες κι έπερνε πόζες που έκανα τη σκέψη ότι πιθανόν το πρώτο του επάγγελμα να ήταν ηθοποιός. Είχε κάτι μάτια, κάτι μάτια, πάνω σε κείνο το γεμάτο σκιές ισχνό πρόσωπό του γεμάτα μυστήριο. Κάτω από τα σουφρωμένα φρύδια του που εσχημάτιζαν τρεις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπό άφηναν οι βλεφαρίδες να φαίνεται μια σκοτεινή σαν άβυσσος γραμμή. Ήταν τα μάτια του… Επερνούσε κανένα αυτοκίνητο, έγερνε το κεφάλι προς το παράθυρο κι άνοιγε κάτι περίεργα μάτια σαν προβολείς αυτοκινήτου… Τι μαύρα μάτια ωραία! Σε μια στιγμή αισθάνθηκα μια ζωηρή έκπληξη, μόνο που δεν φώναξα- ά!- Τι νομίζετε ότι έγινε; Μια κυρία επέρασε σιμά από τον αξιωματικό και κείνος εγέλασε! Τι είδα Το γέλοιο αυτό τον μεταμόρφωσε τελείως. Εκινδύνευα να πιστεύσω ότι άλλος είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο αξιωματικό. Οι ρυτίδες είχαν σβήσει πεια. Τα χείλη του λεπτά είχαν διασταλή σ’ ένα γέλιο μπεμπεδίστικο και τα μάτια, ώ τα μάτια του! ήταν γαλάζια και στρογγυλά! Το γέλιο είχε φυσήσει σαν βοριάς και ξεσυννέφιασε ο ουρανός των ματιών του!
Αν ετύχαινε ν’ αγαπήσω κάποιον, τον άνδρα αυτόν, θ’ αγαπούσα μόνο τα μάτια του.
Αυτό το μοτίβο των ματιών επανέρχεται πολλές φορές στα ποιήματα της:
Θυμάμαι την τρελλή νυχτιά της αποκρηάς, θυμάμαι
τον Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα, με κείνα
τα μάτια του, τα δυνατά μάτια που ευθύς που κλείναν
καθ’ έξοδο κι’ απόμενες στη μοναξιά μαζί τους…
Και στάθηκα μπροστά σε δυο μάτια με δίχως ταίρια,
ωραία σα λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
που μου μηνούσαν την αυγή, μα ωιμένα ήταν αστέρια
που μου είχαν ρίξει λίγο φως κι’ αυτό διαβατικά…
Κ’ ήρθες στην πλούσια μου γιορτή
με χέρια σταυρωμένα.
Και σα να μην κατάλαβα γιατί,
τα μάτια σου χαιρόμουν τα θλιμμένα…
Φαίνεται ότι πρόσεχε ιδιαίτερα τα μάτια των ανθρώπων, ιδιαίτερα εκείνων που αγαπούσε. Σε κάποια άλλη σελίδα του ημερολογίου της γράφει:
Είνε γοητευτικός. Tα μάτια του κείνα με το ιδιότροπο φως τους που έγγιζαν την ψυχή μου, το γέλοιο του το ξάστερο και απλό σαν ενός μπεμπέκου, οι χειρονομίες του που μου διηγούντο ότι έχουν πέξει τα νευρικά του δάχτυλα τη ζωή και μ’ εφόβιζαν τόσο…
Και σε μια άλλη σημείωση αναφέρει:
Περπατούσαμε σιωπηλοί. Όταν πλέον γυρίσαμε, εκαθίσαμε πάνω σε κάτι βράχους. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του εκείνο που εστηρίζοταν σαν αφηρημένο πάνω στη θάλασσα…
Η Μαρία Πολυδούρη είναι μια από τις πιο αξιόλογες ελληνίδες ποιήτριες (κατά τη γνώμη μου η πιο σημαντική) και, παρά το γεγονός ότι πέθανε πολύ νέα, κατάφερε ν’ αφήσει πίσω της ένα έργο που εξακολουθεί να διαβάζεται και να είναι αγαπητό, γεγονός που φανερώνει την ενάργεια και την αντοχή του. Η αποτίμηση της ποίησης της πέρασε από διάφορα στάδια, όπως λέει η Χριστίνα Ντουνιά η οποία την έχει μελετήσει σε βάθος: «Έχουμε λοιπόν μια θετική αποτίμηση της Πολυδούρη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 30. Μετά θεωρείται ξεπερασμένη. Και μπαίνει στο περιθώριο με πολλούς άλλους λόγω της παραδοσιακής μορφής, μόνο τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο αξιολογούνται θετικά. Παράλληλα υποβαθμίστηκε και απαξιώθηκε ο λυρισμός, η εξομολογητική προσωπική ποίηση, η πριμοδότηση του νοήματος.» Ο λυρισμός και η αγάπη της ποιήτριας για τη φύση φαίνονται στις σελίδες του ημερολογίου της για παράδειγμα σε μια καταγραφή της 3ης Ιουνίου του 1922 :
Σαν το ρυάκι του δάσους που τρέχοντας κάτω από πυκνούς θάμνους ξεφαντώσει αρηά πειο γοργό, πειο λαμπερό, έτσι και η αγάπη μέσα μου. Πότε τη νοιώθω να κοιμάται σκορπώντας ένα ροδογέλοιο γεμάτο ελπίδες πότε ξυπνάει απότομα μ’ ένα παράπονο στα χείλη που ξεσπάει σε κλάμα.
Εξόχως λυρικές είναι και πολλές σελίδες του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε :
Όλο το απόγιομα γύρισα στια αξιοπερίεργες άκρηες της μικρής πολιτείας. Πιο πολύ μου άρεσε ένας στενός δρομάκος φυτεμένος πυκνά με κυπαρίσσια πλάι και λίγο πάνω απ’ το ακρογιάλι. Ο δρόμος αυτός έφερνε σ’ ένα μεγάλο βράχο που στη γκουφάλα του είναι χτισμένη μια περιποιημένη εκκλησιά. Η προσπάθεια μάλιστα του καλλωπισμού, μια προσπάθεια νοικοκυρίστικη και επαρχιώτικη είχε καταφέρει αν δώσει εν’ ασυνήθιστο ύφος σ’ αυτή. Ήταν σα σπίτι με χαγιάτια κ’ εσωτερικές σκάλες. Το ιερό ήτα στο απάνω πάτωμα, ένα ιερό μεγάλο που δε χωρίζοταν από την αίθουσα των εκκλησιαζομένων. Τα παράθυρα της ήταν σωστά παράθυρα σπιτιού που άνοιγαν μεγάλα κ’ ελεύτερα πάνω απ’ την κατάφυτη ακτή. Χίλιες λογιών γλάστρες με λουλούδια γεμίζαν το προαύλιο κ’ ένα ζευγάρι από γέρους φύλακες έπαιρνε τον καφέ του στο βάθος του μικρού κήπου. Εκεί μες ο Θεός δε σε φόβιζε ούτε σου επιβάλλοταν. Ο Θεός ήταν γλυκός και δροσερός σα να είχε μόλις βγη από τα κύματα και όταν ένιωθες αν έρχεται κοντά σου με απλωμένο το χέρι για να σου ευχηθή καλό δρόμο. Οι άγιοι της ήταν κάτι σιωπηλά ευτυχισμένα πλάσματα που σε καλοσώριζαν με τη γαλήνια όψη τους σαν τους χωρικούς που συναντάει κανείς σ’ ερημικά μονοπάτια…»
Ο λυρισμός της Μαρίας Πολυδούρη εκφράζεται βέβαια κυρίως μέσα από τα ποιήματα της:
Ανάμεσα σ’ ολάνθιστες βατιές
χαρούμενα πουλάκια που πηδούν
αθόρυβα ‘της ευτυχίας ματιές’
τ’ ασημωτά νερά λαμποκοπούν
του ποταμού χαράς της λαγκαδιάς
και βιαστικά πηγαίνουν και περνούν
στην άβυσσο να πέσουνε με μιας,
να πέσουν να χαθούν!
Ήθελ’ ακόμη απ’ του γιαλού
τη δροσισμένη άκρη
κι’ απ’ της θαλάσσης το βυθό
να μάζευα για σένα
κογχύλια, διαμαντόπετρες
σαν της θεάς το δάκρυ
να τα περνούσα σε χρυσό
σειρήτι ένα-ένα.
Η Μαρία Πολυδούρη δεν είχε ασφαλώς το ταλέντο της επιβίωσης, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της εποχής και στις δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις που σφράγισαν την πορεία της. Το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της ήταν ασφαλώς ο πρόωρος θάνατος των γονιών της, ειδικά της μητέρας της την οποία δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται. Στις 18 Ιουλίου του 1922 γράφει στο ημερολόγιο της :
«Κι αυτός ήταν ο άνδρας που ωνειρέυτηκα. Γι’ αυτόν θυσίασα τα πάντα και η αγάπη μου σ αυτόν μ’ έκανε να πικράνω τη δυστυχισμένη μητέρα μου στις τελευταίες μέρες της. Υπέφερα τρομερά την εποχή εκείνη… πήρα την απόφαση να φύγω και εκόλαζα το ταξείδι μου με τας σπουδάς μου. Θα ανέβαλα αν ήξερα ότι τόσο άμεσος ήταν ο κίνδυνος για τη ζωή της! Μα δεν μας το είπε ο γιατρός. Εσκεφτόμουν ότι μπορούσε να διατηρηθεί η κατάστασις της και ένα μήνα και εγώ δεν μπορούσε να υπομείνω ούτε δέκα μέρες. Αλλοίμονο! Το μυστικό μου, το είχε μαντέψει και αντέτεινε τρομερά στην αναχώρηση μου. Είχα τη σκληρότητα να της ειπώ ότι δεν μπορούσα να ακούσω και ότι θα έφευγα. Καϋμένη Μαμά μου δεν θα ξεχάσω τα δάκρυα Σου της προηγούμενης ημέρας πριν αφήσεις τον Κόσμο. Δάκρυα πικρά που έχυνες από λύπη ότι δεν ακουγώσουν ή για την τύχη του παιδιού Σου; Και ποιος ξέρει αν δεν επετάχυνε τον θάνατό της η πίκρα αυτή. Δεν πρόφθασα να πέσω στα γόνατά της και να της ζητήσω συγνώμη. Την αυγή και πριν την αυγή ακόμα είχε φτερουγίσει η λευκή ψυχή της. Θεέ μου συγχώρεσέ με, Συ ξέρεις πόσο μυστικά αγαπούσα τη γυναίκα αυτή.»
Η εικόνα της μητέρας διατρέχει την ποίηση της :
Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.
Εμένα, που δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νάμαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.
Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς ταγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει…
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτοιαν ώρα…
Περήφανη η μητέρα μου κι’ ορθή
στα πλουμιστά σαντάλια,
λες άφησε η ψυχή της να παρθή
στοχαστική σαν ντάλια…
Το πιο γνωστό θέμα των ποιημάτων της βέβαια, που συνετέλεσε αποφασιστικά στην διαμόρφωση του σκοτεινού της μύθου, είναι ο θάνατος, ένα θέμα πολύ διαδεδομένο εκείνη την περίοδο, όπως γράφει στο μυθιστόρημα της :
Η φύση που με τόση αρμονία απόθεσε τα δώρα της σ’ αυτό το πλάσμα δεν είχε τάχα την πρόγνωση πως το έργο της ήταν χαμένο; Δεν είνε τίποτα πιο τραγικό από έναν τέτοιο χαμό. Ένα τέλειο πλάσμα ικανό να κλείσει μέσα του τον κόσμο ολάκερο πεθαίνει χωρίς να γνωρίσει τον προορισμό του. Ένα λουλούδι , γεννημένο από την υπέροχην αρμονία των χρωμάτων φυλλοροεί χωρίς να μπορεί να ονειρευτεί καν πεθαίνοντας το πέρασμα της πεταλούδας της ηδονής…
Την ίδια στιγμή όμως, παρά τα αδιέξοδα και την ασθενική της ιδιοσυγκρασία, ξεχειλίζει από λαχτάρα να ζήσει στον λίγο χρόνο που της μένει :
Έχει προχωρήσει η Άνοιξη. Ο Απρίλης είναι κιόλας στο τέλος. Ένα κυριακάτικο πρωινό ο Λέων βρίσκεται στο Ζάππειο. Η ζωή ξεχειλίζει μέσα του και χύνεται σε κάθε του κίνηση, στο ελεύτερο βάδισμα του, στη γαλήνια έκφραση του προσώπου του. Ό,τι έινε ωραίο είνε και γερό και δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο από τις εκδηλώσεις γερού ανθρώπου. Ανάπνεε το φτασμένο αεράκι του Φαλήρου και χωρίς καμιά έκπληξη ευχαρίστησης, σαν κάτι που του προορίζονταν. Το πράσινο φούντωμα του χαριτωμένου Αρδηττού και το αναζωογονημένο Βατραχονήσι, οι στήλες του Διός κ’ η Ακρόπολη, όλα είχαν χάσει το χρώμα τους μέσα στο κρυστάλλινο κατάλευκο φως του πρωινού, μια ανταύγεια όλα, ένα θάμπωμα…
Απόστολος Σπυράκης
ΠΗΓΕΣ:
1.Μαρία Πολυδούρη – Άπαντα (εκδόσεις ΑΣΤΑΡΤΗ, 1989)