“Μετείκασμα” του Σωκράτη Καμπουρόπουλου
Μάνια Μεζίτη

Το Μετείκασμα, είναι το πρώτο βιβλίο με ποιήματα του Σωκράτη Καμπουρόπουλου, που έχει σπουδάσει Χημικός Μηχανικός στο ΕΜΠ, κινηματογράφο στη σχολή της Ευγενείας Χατζίκου και έχει μία σύζυγο κι έναν γιο, τον Ευκλείδη.

Ο Σωκράτης έγραφε πολύ προτού εκδώσει βιβλίο. Ενίοτε δε, έγραφε μόνο στα αγγλικά. Κάτι που το καταλαβαίνω αρκετά, μια που η αγγλική με τις ολιγοσύλλαβες λέξεις της είναι ό,τι πρέπει για να κεντήσεις ένα εύηχο ποίημα.

Ο Σωκράτης συνθέτει, όταν το επιθυμεί, και κάπως πιο εκτεταμένα ποιήματα, αλλά έχω την αίσθηση πως ο ίδιος προτιμάει τα στιγμιαία, τα ποιήματα snap shot, αυτά που παραμένουν στο αισθητήριο της όρασης και μετά την πρώτη ανάγνωση.

Ο κινηματογράφος, λένε, οφείλει την ύπαρξή του σε ένα ελάττωμα του ανθρώπινου ματιού. Tο μάτι μας εξακολουθεί να «βλέπει» για λίγο ένα αντικείμενο που έχει πάψει πια να το βλέπει. Η ατέλεια αυτή του ματιού ονομάζεται «μεταίσθημα» του αμφιβληστροειδούς και η εντύπωση «μετείκασμα».

Φανταστείτε δύο εικόνες: πρώτα ένα τριαντάφυλλο κι έπειτα ένα βάζο. Αν, προτού εξαφανιστεί η εικόνα του τριαντάφυλλου από τον αμφιβληστροειδή, έρθει η  εικόνα του βάζου, τότε οι δύο εικόνες συγχωνεύονται και δημιουργούν μια συνεχή ροή εντυπώσεων, δηλαδή, τριαντάφυλλο στο βάζο. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν πολλά ποιήματα του Σωκράτη.

Ωστόσο, αν το εξετάζαμε αποκλειστικά από φιλολογική σκοπιά, θα λέγαμε πως βασικά η ποίησή του μορφολογικά στηρίζεται στην πλούσια εικονοποιία και στην αφαιρετικότητα. Αν μια εικόνα σε ένα ποίημα οφείλει να ικανοποιεί όλες τις αισθήσεις, διαβάστε το παρακάτω ποίημα:

στεγνώναμε γυμνοί σ’ ένα βράχο· μύριζα τη μυρωδιά του κορμιού σου που στέγνωνε τσιτωμένο· καμιά φορά ακουμπούσαμε τους κροτάφους

Στο ποίημα βλέπω δύο ανθρώπους ξαπλωμένους σε έναν βράχο. Και παρότι η θάλασσα δεν αναφέρεται ρητά, βλέπω τα βρεγμένα σώματα, άρα βλέπω τη θάλασσα, την ακούω, τη μυρίζω, τη γεύομαι και την αγγίζω. Η εικόνα του ποιήματος ικανοποιεί μάλλον και τις πέντε αισθήσεις μου, και όταν ο ποιητής μου λέει πως το ένα σώμα είναι «τσιτωμένο» ικανοποιεί και μια έκτη αίσθηση, αυτή που μου χρειάζεται όταν ξεκινάω να διαβάσω ένα βιβλίο με ποιήματα.

Ο ήλιος, η θάλασσα, η αυγή και το ηλιοβασίλεμα, τα λουλούδια, οι θέες από τα μπαλκόνια, οι ανθισμένες λεμονιές συνθέτουν το κάδρο του ελληνικού ονειρικού τοπίου όπου μπορεί ν’ ανθίσει ο έρωτας. Και δεν μπορώ να μη σκεφτώ συνειρμικά το αιγαιοπελαγίτικο διάχυτο φως του Ελύτη. Αλλά στα ποιήματα του Σωκράτη, σπάνια ομολογουμένως, οι βράχοι ματώνουν.

Έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, μέσα στα ποιήματα του Μετεικάσματος πιο πολύ εντοπίζω τον χώρο, εξωτερικό ή εσωτερικό, παρά τον χρόνο. Με όχημα την εξαιρετική αίσθηση του χώρου (εκεί διακρίνουμε τον μηχανικό του ΕΜΠ) το υποκείμενο που δημιουργεί ο ποιητής Καμπουρόπουλος εκφράζεται μέσω του πώς είναι τοποθετημένο το ίδιο και τα πράγματα γύρω του μέσα στο χώρο. Θεωρώ δε, πως ο ποιητής με αυτόν τον τρόπο δίνει μια ευκαιρία στο υποκείμενό του να ξεκουραστεί, να ησυχάσει λίγο, όπως στο ποίημα Δωμάτιο – Έρως, όπου γράφει: κάθε καθρέφτης στο δωμάτιο αντανακλούσε ένα μέρος του σώματός του. το κλειδί έλειπε. το φως ερχόταν από κατεύθυνση αντίθετη από αυτή του παραθύρου. οι καρέκλες ήταν ακίνητες. η απόστασή τους άλλαζε μες στον καθρέφτη (πάνω στην ντουλάπα). τα πλακάκια ήταν γυμνά. όλα τα αντικείμενα ήταν διπλά, ασύμμετρα βαλμένα, το ένα δίπλα στο άλλο.

Το υποκείμενο σε όλα τα ποιήματα χαρακτηρίζεται από λεπτότητα του συναισθήματος, από μια βαθιά ευγένεια ψυχής, μια καλοσύνη, χωρίς να διαθέτει ίχνος επιθετικότητας. Με τρόπο λεπταίσθητο, με έκφραση αφαιρετική, και κατά τόπους υπαινικτική ή μεταφορική, εκφέρει με τέτοια σύνεση και τρυφεράδα τις λέξεις, που θυμίζουν τις κινήσεις στην ιαπωνική τελετή του τσαγιού. Φυσικά, δεν του λείπει, το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, όπως στους παρακάτω στίχους: Ένιωθα τον ιδρώτα να στεγνώνει πάνω μου με τον ανεμιστήρα στην οροφή, αλλά το έζησα αυτό στ’ αλήθεια ή το θυμάμαι στον εραστή της Μαργκερίτ Ντυράς;

Ο έρωτας, πάλι, κάπου στη μέση του βιβλίου, ενώ αρχικά προέρχεται από το φως των ενοικιαζόμενων δωματίων του Αιγαίου, γίνεται σκοτεινότερος, και μάλιστα τη στιγμή που κορυφώνεται: δύο κούτσουρα ίδιων διαστάσεων φιλιούνται και γίνονται στάχτη, για να οδηγηθεί εντέλει στη συγκατάβαση:  νερό ο ένας μέσα στον άλλο / άνιφτοι πια / από τη ζέστη που μας φιλά / ανθίζουν μήλα.

Το βιβλίο κλείνει με ένα ποίημα που πιστεύω πως σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον αφορά την πατρότητα. Θεωρώ πως μιλάει για έναν πατέρα και τον νεογέννητο μικροσκοπικό γιο του. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι πως σήμερα δεν βλέπουμε συχνά ποιήματα για την πατρότητα, ιδίως για τα αρχικά  συναισθήματα του πατέρα όταν πρωτοαντικρίζει το μωρό του, και ειδικά δεν βλέπουμε ποιήματα με καταληκτικό στίχο την παρακάτω παραδοχή: τον κοιτάζω με μέτωπο σκοτεινό· η λάμψη στα μάτια του με γιατρεύει. Κι εκεί ένας ποιητής πολύ προσεκτικός, ευσύνοπτος και φειδωλός με τις λέξεις, συνετός με τα νοήματα, όπως με σύνεση γέρνει το ηλιοβασίλεμα, που πειραματίζεται και σε κάτι μετανεωτερικό, όπως στο ποίημα «Σημειώσεις στο περιθώριο του ποιήματος «ημερολόγιο Βερολίνου 3: Χειροποίητο» της Paula Meehan» βάζει μια κάπως τελική λυρική πινελιά στη συλλογή (γιατί αυτά δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς) γεμάτη συναίσθημα και αισιοδοξία, η οποία προέρχεται από τη λάμψη ενός παιδιού, εικάζω του δικού του παιδιού.        

 

Περισσοτερα αρθρα