O Μίκκο Βίλιανεν γεννήθηκε στο Ελσίνκι το 1976. Σπούδασε αρχαία ελληνική και συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και Δραματουργία στην Ακαδημία Θεάτρου. Έχει δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα και δύο ποιητικές συλλογές. Έχει γράψει θεατρικά έργα και λογοτεχνικά δοκίμια. Διδάσκει δημιουργική γραφή και σενάριο σε διάφορα πανεπιστήμια, ενώ εργάζεται και ως λογοτεχνικός συντάκτης. Το πρώτο του μυθιστόρημα Toddennäkyä (2004) ήταν υποψήφιο για το βραβείο καλύτερου πρώτου βιβλίου και το δεύτερο Maan paino (2009) είχε επιλεγεί στην Εθνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση για το βραβείο Finlandia. Ορισμένα από τα ποιήματά του εμφανίζονται στις οθόνες των τραμ του Ελσίνκι.
Ακολουθούν ορισμένα ποιήματά του σε μετάφραση από τα φινλανδικά Βίκυς Αλυσσανδράκη, από το βιβλίο Στο νησί της ξενοιασιάς (2019) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν:
Στο πανί στριφογυρίζει ένα κινούμενο σχέδιο, ο Αχιλλέας κυνηγά μια χελώνα.
Πίσω απ’ τη μεγάλη οθόνη θεριεύει ο Ειρηνικός, οι προσδοκίες θα διασχίσουν βιαστικά τον ουρανό, πάλι θ’ αλλάξουν τα σκηνικά του καιρού μας. Τη νύχτα θ’ ανάψουν τα φώτα προσγείωσης ενός καινούριου κόσμου. Το σκοτάδι θα σκεπάσει τ’ αστέρια, ο άνεμος πνευματικός στις πρώτες εξομολογήσεις της παράδοσης
*
Γνώση κι αλήθεια, δυο τρένα σε πορείες αντίθετες. Ανάμεσα στις αγελάδες, λαμπιρίζουν οι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων. Τα παιδιά κάθονται πεινασμένα πάνω σε τομάρια, με το κολατσιό στα τάπερ, το τοπίο σταματάει, αναμένεται ανακοίνωση. Η ομίχλη σκεπάζει τις ταμπέλες με τα ονόματα των τόπων, ο οδηγός σφραγίζει το εισιτήριό σου, είναι λοιπόν στ’ αλήθεια τρένο αυτό κι εσύ επιβάτης του
*
Ένας τέτοιος κεραυνός, όταν και πάλι μετουσιωθούν σε ύλη όσα γίναν μνήμες, θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί ξερνώντας γη κι αέρα. Σαν τα δάχτυλα που γλιστρούν πάνω στις πινακίδες, σαν μετέωρα παράθυρα αυτοκινήτου, το καθήκον που έπεσε απ’ τους ώμους των γενεών θα μπορούσε ξανά να εισβάλει στις αμαρτίες του σώματος
το ακούς;
(από το βιβλίο του Από το ημερολόγιο ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού από το Ελσίνκι το 1914)
ταγμένη στην ελαφρότητα
μια ταλάντωση του χεριού
στον ορίζοντα
το δάχτυλο αγγίζει
την άκρη, τη γραμμή
υφασμένη από σκοτάδι
γύρω απ’ τον ήχο
δακτύλιος μνήμης
τυλίγει τη βραδιά καλοκαιριού
(από το βιβλίο του Νερό για πλύση)
Θα μπορούσε να σπάσει, ν’ αποδείξει την αλήθεια, να σηκώσει απ’ τα ράφια βιβλία και να μουρμουρίσει να δοκιμάσει δικά της πράγματα, τους σκελετούς των δαπέδων τους
*
κατά μήκος των γύψινων του τοίχου περπατάνε μυρμήγκια, κι εμείς αρχίσαμε να έρπουμε περιμετρικά στην κάτοψη του δωματίου
*
Όλα αλλάζουν σ’ αυτό τον κόσμο, κι είναι κι αυτό
Ένα απ’ τα όνειρα του ξύπνιου μου
*
το μυαλό γεμάτο απρόσμενη προσμονή
*
κατά μήκος της τάφρου, οδηγούσε σ’ έναν ηλεκτρικό σταθμό, που ο τοίχος του ήταν
*
η ονειροπόλησή μου, που σε δέκα χρόνια μεταλλάχτηκε σε όνειρα συμβατικά, του ύπνου
*
η αναπνοή διέσχισε στιγμιαία τον άνεμο στο δρόμο της, στο στόμα κάτι κόλλησε
*
καταλερωμένος με σπρέι, διηγήθηκε ότι μπορούσε ίσως να φτάσει το υψηλότερο σημείο τάσης
*
Τότε ήταν που ο πατέρα είχε βρει για μας ένα πιο όμορφο σπίτι
(από το βιβλίο του Σε τούτα τα μέρη)
οι άνθρωποι ξεχωρίζουν
τη σάρκα απ’ τα κόκκαλα, μεταξύ τους κρατιούνται σφιχτά
είναι μια φωτεινή υγρή
καλοκαιρινή βραδιά, που σκορπά σπάταλα αρώματα
κι αβεβαιότητα, το φαβορί δροσίζεται
οι ρόλοι μοιράζονται
χέρι με χέρι
στόμα με στόμα
σημάδι από κραγιόν στο μάγουλο
εδώ
ο ένας αναπαύεται στο τραπέζι και στα ίδια του τα λόγια
το βάρος αποδείξεως στους ώμους
κηλίδες στην οθόνη
επεξεργάζεται το ιδανικό σε photoshop
ο άλλος κάνει μπανιστήρι στον εαυτό του
μάτι με μάτι
οι προσδοκίες τραβάνε
το οδοντικό νήμα της επιθυμίας
είναι μισοάδειο μισογεμάτο
μισονύχτωσε και δεν σταματάει
μένουν στα μισά
οι δεσμευτικές
εκσκαφές των υπεργολάβων.
(από το βιβλίο του Στην παραλία του Ελσίνκι Αύγουστος 2014)