Μετάφραση: Ο Δανός ποιητής Μόρτεν Σόντεργκορντ (ΙΙΙ)

Με τη συλλογή Ο Θάνατος είναι μέρος του ονόματός μου, ο Σόντεργκορντ επιστρέφει θα έλεγε κανείς σε ένα πιο  αφηγηματικό στιλ, στην παιδική ηλικία, τις βουνοπλαγιές της Ιταλίας, στη γλώσσα και στο όνομα: «Τα ονόματα των ανθρώπων είναι σταγόνες από οξύ που έχουν καεί μέσα τους.»

Το εξώφυλλο διακοσμείται με κάτι που μοιάζει με ξηλωμένη κλωστή που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλο παρά μια απεικόνιση της ραφής του ανθρώπινου κρανίου. Πρόκειται για μια διακριτική αναφορά σε δυο πιο προηγούμενες συλλογές του που κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα: το βινύλιο Ο  ήχος του δωματίου μου και Το Ράμμα, η ραφή δηλαδή που διατρέχει το ανθρώπινο κρανίο. Μια ραφή που διαχωρίζει αλλά και που ενώνει. Πρόκειται για την ίδια λέξη που χρησιμοποιείται για τη συρραφή μιας πληγής, δηλαδή το συρραπτικό χειρουργικό ράμμα. Ο ποιητής  συνάντησε την ραφή του κρανίου για πρώτη φορά στον Ρίλκε, στο δοκίμιό του «Ur-Geräusch από το 1919» όπου ο Ρίλκε φαντάζεται  την χαλύβδινη βελόνα ενός γραμμοφώνου στις ραφές του ανθρώπινου κρανίου και αναρωτιέται τι ήχο, τι φωνή θα παρήγε άραγε κάτι τέτοιο . “Μήπως τον ανθρώπινο αρχέγονο ήχο;” συμπληρώνει ο Σόντεργκορντ.Έναν ήχο που ο ποιητής ίσως κατόρθωσε να προσεγγίσει με τους δειγματολήπτες και τη διάσπαση και την ανασκευή των λέξεων σε ήχο. Ο Ρίλκε αναφέρει στο δοκίμιο μια εμπειρία που είχε στα σχολικά του χρόνια: Μια μέρα οι μαθητές έπρεπε να μεταφέρουν τον ήχο της φωνής τους σε ένα ηχογράφο από κέρινο κύλινδρο. Ο ήχος αποτυπώθηκε σαν ένα τρέμουλο ίχνος στο κερί, και οι φωνές των μαθητών είχαν μεν αποτυπωθεί αλλά ήταν πλέον ξένες και παράξενες. Πολύ αργότερα, ο Ρίλκε μελετώντας  ένα ανθρώπινο κρανίο αναγνώρισε την ομοιότητα του απεικονισμένου ήχου στο κερί με τη ραφή του κρανίου.

 Μελετώντας το συγγραφικό έργο του Morten Søndergaard, διαπιστώνει κανείς πως πρόκειται για ένα σύμπλεγμα, όπου οι διάφορες συλλογές συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Στη συλλογή π.χ. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στην ανάπτυξη φτερών, που χρονολογείται το 2013, το ενδιαφέρον του  Morten Søndergaard εστιάζεται στα φτερά ως έκφραση κίνησης και απογείωσης.

Γεράνια και ένα τσέλο σκοτάδι
σφιχτά στο σώμα
ο πυρετός, το φως, ο πόθος, ο τρόπος της ύπαρξης
με όλους τους μουσικούς τόνους,
μιας λέξης στη μέση μιας πρότασης.
“Ναι.
Πες το ξανά. Ναι.
Ευτυχισμένος που υπάρχω
μέσα στη μέρα
στο επίκεντρο των πάντων: Πες το.
Πες το ξανά. Ναι.”
…..χτυπάει την πόρτα. 
Κουβαλάει τα ποιήματά της στην τσάντα της
σε ένα ταχυδρομικό σάκο.
Tα ξέρει απέξω.
Αυτή έχει φτερά και περπατάει
πάνω στο χάος ανάλαφρα

 

Και ενώ το «Ναι» εδώ διατυπώθηκε ως μια χαρούμενη εμπειρία, στη συλλογή Ο θάνατος είναι μέρος του ονόματός μου του οποίου το πρώτο ποίημα επίσης φέρει τον τίτλο «Ναι», είναι θεμελιωδώς διαφορετικό. Εδώ το εγώ μοιάζει με κατακρημνισμένο Ίκαρο με καμμένα φτερά:

ΝΑΙ
Από την αρχή!
Χορεύω στην κόλαση.
Δεν έχω φτερά και
ο θάνατος είναι μέρος
του ονόματός μου.
Παίζω με τα σπίρτα κάτω από τα σκαλιά
βάζω φωτιά στον κόσμο ξανά και ξανά.
Μαζεύω βόμβες και συνουσιάζομαι με θόρυβο στα μάτια.
Καταδικάζομαι σε θάνατο απ΄ τη μαμά  και το μπαμπά.
Ματώνω.
Επίδεσμός μου το χαρτί.

 

Σ΄ αυτή  τη συλλογή ο ποιητής παίζει με την ομοιότητα του ονόματος του με την ιταλική λέξη για τον θάνατο: Μorte: «Πώς σε λένε; Με λένε Μόρτεν/στο άκουσμά του, τους κόβεται η ανάσα/ La morte ψιθυρίζουν και κάνουν ένα βήμα πίσω».

Η συλλογή Ο  Θάνατος είναι μέρος του όνοματός μου έχει θέμα το θάνατο και τη σχέση του με όνομά του και εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα. Τι σημαίνει ένα όνομα; Τι περιέχει ένα όνομα; Γιατί λέγονται τα πράγματα όπως λέγονται; Ρωτάει ο ποιητής. Είναι ίσως μια παιδική ερώτηση αλλά στην προκειμένη περίπτωση την ερώτηση ή το ερώτημα τίθεται από έναν μεσήλικα, που το τέλος, ο θάνατος μιας μακρόχρονης σχέσης, που πριν ανοίξει καινούργιες πόρτες αφήνει τον άνθρωπο για λίγο να αιωρείται στο κενό για να πέσει με καμμένα φτερά να συντριβεί όπως το όνομα του ποιητή Σόντερκαρντ=να γίνεις συντρίμμια!

Αναλύοντας αυτό το μοιραίο που ενυπάρχει στο όνομά του Morten= Θάνατος. Søndergaard = να γίνεις συντρίμμια, ο ποιητής συνεπαίρνεται από θυμό αλλά και απόγνωση. Και με αφετηρία το θεατρικό έργο του Jacques Deval  με τίτλο Ce  soir a´Samarcande «Απόψε στη Σαμαρκάνδη», ο ποιητής παίρνει το δρόμο για τη Σαμαρκάνδη όχι για να αποφύγει το μοιραίο. Η Σαμαρκάνδη αντιπροσωπεύει το μέρος της υποτιθέμενης συνάντησης, αλλά το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στη διαδρομή προς τη Σαμαρκάνδη που παίρνει σιγά σιγά χαρακτήρα ενός ταξιδιού μέσα στο χρόνο και στις μνήμες, όταν πράγματι είχε συναντήσει τον θάνατο με διαφορετικές μορφές. Και πριν ακόμα φτάσει στη Σαμαρκάνδη αρχίζει να αμφιβάλει για την ύπαρξή της, ώσπου η πόλη σβήνεται, χάνεται από τα μάτια του, η ζωή συνεχίζεται και ίδιος συνειδητοποιεί πως υπάρχουν άλλοι δρόμοι ανοιχτοί που δεν οδηγούν εδώ και τώρα στη Σαμαρκάνδη. Ο θάνατος ναι, δεν μπορεί να διανοηθεί χωριστά ούτε από το όνομα, ούτε από την ύπαρξη. Ναι, η ζωή είναι μετρημένη, και δεν μπορεί να επιμηκυνθεί μπορεί να γίνει πιο πλατιά.

 

Ο θάνατος  είναι μέρος του ονόματός μου

(…)

Ο υπηρέτης του εμίρη συνάντησε το Θάνατο στην αγορά της Μπουχάρα. Όταν ο υπηρέτης είδε τον Θάνατο να του γνέφει, έσπευσε στον Εμίρη και του ζήτησε το πιο καλό του άλογό του, γιατί ο υπηρέτης ήθελε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν στη Σαμαρκάνδη.  Ο Εμίρης τότε ζήτησε από τον Θάνατο να ανέβει στο παλάτι για να ακούσει από τον ίδιο το λόγο που τόσο τρόμαξε τον υπηρέτη του. Και ο Θάνατος του απάντησε. Σε καμία περίπτωση δεν είχα σκοπό να τον τρομάξω. Έμεινα απλά έκπληκτος που τον είδα εδώ, γιατί έχω ραντεβού μαζί του αύριο στη Σαμαρκάνδη.

Το λεωφορείο για την Σαμαρκάνδη φεύγει συνήθως στις οχτώ
αλλά έχει καθυστέρηση και ο χρόνος κατά πως φαίνεται
δεν υπακούει στους ίδιους πια κανόνες,
αν υπάρχουν καν κανόνες για το χρόνο. Και στο ξενοδοχείο
δεν είχαμε νερό γιατί δεν είχε ρεύμα.
Πήραμε το πρωινό μας στα σκοτεινά.
Έξω από την πόλη ο Ουλούγ Μπέης
είχε χαρτογραφήσει τα άστρα 
και υπολογίσει το 1410
την τροχιά της γης γύρο από τον ήλιο 
με διαφορά 5 δευτερολέπτων
από τον αστρικό χρόνο.
Αν βάλω το δείχτη του δεξιού χεριού μου
στο Βόρειο Πόλο
ο πλανήτης περιστρέφεται
προς την κατεύθυνση του δαχτύλου μου.
Ο χρόνος έχει διογκωθείσε δέλτα και από τότε που
σε έχω συναντήσει έχει αρχίσει
να πηγαίνει αντί μπρος πίσω και όταν σε είδα
στην οθόνη χθες
τα μαλλιά σου ήταν η ερυθρή θάλασσα
που μέσα της καίγομαι να βυθιστώ. Εύκολο
και ωστόσο
μου φέρνει ζάλη
που είσαι μια άλλη
που ο χρόνος άλλαξε δρόμο
στα μισά,
σαν να έχουμε πεθάνει στα μισά
του δρόμου: Άκου
ο Θάνατος παραμιλάει στον ύπνο του
λες να βλέπει εμάς στο όνειρό του;

 

Πήγα στη Σαμαρκάνδη
να γράψω ποίημα για το θάνατο
και δεν είμαι δα
ο πρώτος που πήγε
στην Σαμαρκάνδη για να
γράψει ένα ποίημα για το θάνατο.
Ο Ομάρ Χαγιάμ κοιτάζει
ψηλά στον ουρανό,
καταμεσήμερα παίζοντας
με ένα νόμισμα, το πετάει ψηλά
και αυτό πέφτει κάτω
στης σύμπτωσης το χαλί.
Σηκώνεται αέρας και θέλει κόπο
να κρατηθούμε στη ζωή –
Παίζω με τα γράμματα στην Ομάρ,
πετώντας τα ψηλά
στον αέρα για να πέσουν ευθύς μετά
στης σύμπτωσης το χαλί.
Ράμο και Μόρα και Ρόμα και Αμόρ
ακόμα  και ο Θάνατος παίζει
παίζει με λέξεις –
παίζει με γράμματα,
με πράγματα και ζώα
και με ανθρώπους αφήνοντάς τους όλους
να  γκρεμιστούν στης σύμπτωσης το χαλί.
Ο Θάνατος παίζει άνδρας.
Ο Θάνατος παίζει γυναίκα,
ο Θάνατος παίζει  Αφροσιάβ, Άσμαρα, Ζαραφσάν, Σαμαρκάντ.
Ο Θάνατος παίζει κρυσταλλική δομή
ο Θάνατος παίζει  αμινοξέα
ο Θάνατος παίζει φύκια,
φοίνικες και φτέρες
ο Θάνατος παίζει νοημοσύνη
και θερινή ψιχάλα που ξαφνικά κάνει τα ρούχα μούσκεμα.
ο Θάνατος παίζει Διασπορά και παίζει
πως μες  στη λέξη Διασπορά  βρίσκεται μια άλλη λέξη, η Εδέμ.
Ο Θάνατος παίζει πως υπάρχει ύλη
αντί για αντιύλη.
Ο Θάνατος  παίζει πως υπάρχει κάτι
αντί για τίποτα. –
O Θάνατος παίζει δειλινό
παίζει γκρεμό παίζει Ομάρ
Καγιάμ παίζει έρημο
και πως δεν έχουμε χωρίσει,
πως έχουμε μείνει ασάλευτοι
στα μάτια του Θανάτου:
Ο Θάνατος παίζει  άνδραs
παίζει γυναίκα
και πώς είναι και τα δυο μαζί.
Ο Θάνατος  ακουμπισμένος στον πάγκο ενός μπαρ.
Ο Θάνατος είναι Ντι Τζέυ
Ο Θάνατος  θέλει Σάμσουνγκ
και  Σεβρολέτ. Ο Θάνατος  καπνίζει φτηνά
ρούσικα τσιγάρα.
Ο Θάνατος  χαλάει δολάρια σε μια γωνιά του δρόμου
στη Σαμαρκάνδη
στη Σαμαρκάνδη εύκολα γεννιέται η αμφιβολία
πού βρίσκεται τελικά η Σαμαρκάνδη.
Ακόμα και ο Θάνατος
έχει αμφιβολίες
Να πάρει εμένα πρώτα
ή να πάρει εσένα; 
Ο Θάνατος χασμουριέται
Ποιον να πάρει;
Γιατί στη Σαμαρκάνδη
ξηλώνονται τα πάντα
χάνουν το νόημά τους:
τα ονόματά μας
παίρνουν ζωή. –
Ο Θάνατος χτυπάει
το τύμπανό του από δέρμα καρδιάς ταύρου.
Είμαστε ακόμα εδώ
και εγώ γυρνώ
εδώ και εκεί με τις σκέψεις μου
σε σένα
καθώς του δειλινού οι ήχοι
συρίζουν,
σχίζουν τον αέρα
χυμούν μέσα στους δρόμους
κι ανοίγουν τα παράθυρα
διάπλατα 
και τότε φωνάζουν κάποιοι δυνατά.
Ευτυχώς που δεν είμαστε πια νέοι!   
Το λεωφορείο σκαρφαλώνει πάνω στα
χιονοσκέπαστα βουνά
που περικλείουν τη Σαμαρκάνδη
και σταματάει
στα σημεία ελέγχου
κάθομαι σε ένα λεωφορείο και σε ποθώ
τρελά
και όταν οι σκέψεις δεν τρέχουνε στο θάνατο
τρέχουν σε εσένα και η καρδιά μου σπαρταρά
για μια στιγμή και ανεμίζουμε στον άνεμο
σαν του κόσμου τα απλωμένα ρούχα
και εγώ αλλάζω καθαρό πουκάμισο.
Είναι λευκό και απαλό
σαν χάδι
ένα πρωί στη Σαμαρκάνδη. 

 

Τα ονόματα είναι  χώροι, που
μπαινοβγαίνουμε και σε ένα
από αυτά κάθεται
ο Θάνατος χτυπώντας το τύμπανο
από το δέρμα της καρδιάς ταύρου.
Σε ένα άλλο
κάθεται ένας άνδρας
που χτυπά έναν βραστήρα
με ένα μικρό σφυρί
και σε ένα άλλο μια γυναίκα
υφαίνει ενα κασκόλ
για τους τουρίστες
όλοι θέλουν να επιβιώσουν ευτυχείς –
Οι γυναίκες στην αυλή
σε ένα ερειπωμένο τζαμί
περιφέρονται
γύρω από μια πέτρα
τρεις φορές
για να μείνουν με παιδί.
Η Σαμαρκάνδη δυσκολεύεται να αποδεχτεί
το ίδιο της το όνομα
και πώς θα ήταν αλλιώς,
αφού η πόλη
βρίσκεται μέσα μου
σε ένα θολό έλος φαντασιώσεων
αναδύοντας φτηνό άρωμα
και ακτινοβολώντας
σαν παλάτι στο όνειρο ενός αγοριού
που σε μια μονοκατοικία
διαβάζει για το θάνατο
για ναργιλέδες, για καραβάνια
για μετάξια και για πόνο
για πράγματα και λέξεις
που δεν θα συναντηθούν ποτέ και
ο Ομαρ Καγιάμ τού ψιθυρίζει: Έλα.
(…)   

 

Ξυπνάω πολύ νωρίς
και δεν μπορώ να θυμηθώ, ούτε ποιος είμαι, ούτε πού είμαι.
Θυμάμαι ωστόσο 
πως μού έραψες
στο πουκάμισό μου
ένα κουμπί
πριν φύγω για τη Σαμαρκάνδη.
Τώρα είμαι στο δρόμο με λεωφορείο
για το Ουζμπεκιστάν
και οι σκέψεις μου τρέχουν σε σένα
ενώ διασχίζουμε την έρημο
όπου τα πάντα είναι καλυμμένα από αλάτι
όπως κι όλα τ΄ άλλα στη Σαμαρκάνδη.
Η ρωσική επανάσταση
απέτυχε και η λίμνη της Αράλ
στέγνωσε πέρα ως πέρα
μα ένας άγγελος από το μέλλον
προσγειώνεται στον ώμο μου
και ψιθυρίζει,
όλα θα παν καλά.  Αν. Τότε.  
Όρθιος ακουμπισμένος στον πάγκο ενός μπαρ
στη Σαμαρκάνδη
με κάποιον που ήταν πιλότος.
Καταπολεμούσε ακρίδες από αέρος.
Πίνουμε καθώς μου εξηγεί 
πώς καταπολεμούν τα έντομα από ιπτάμενο σκάφος
μιλάμε περί ανέμων και υδάτων και
ο αλ- Χουαρίζμι  εφεύρε τη λέξη λογάριθμο
κουβαλώντας τον αριθμό μηδέν
μαζί του από την Ινδία. 
Γιατί υπάρχει κάτι
αντί για τίποτα;
Ρωτάω  τον πιλότο,
αλλά αυτός είχε μεταμορφωθεί
σε ακροβάτη
βημάτιζε πάνω σε τεντωμένο σχοινί
και εξασκούνταν στην αυλή του Μεντρεσέ.
Δεν υπήρχε κανένας θεατής
μόνο εγώ και ο Θάνατος
που στα όνειρα παραληρούμε: 
Όνομα! Ημερομηνία!

 

Μια γάτα χωμένη σε μια τρύπα στο πάτωμα
κοντά στη σόμπα.
Με κοιτάζει
με ένα βλέμμα ακατανόητο
Τι μπορεί να σημαίνω εγώ
στα μάτια μιας γάτας;
Τι της ωφελεί που με κοιτάζει;

 

Πρώτη φορά που συνάντησα το θάνατο
ήταν, όταν έκανα να τρέξω πίσω απ’ τη μπάλα μου
αλλά σταμάτησα όταν τον είδα
Ήταν ασυνήθιστα ψηλός και δεόντως
ντυμένος στα μαύρα.
Χαμογέλασε φιλικά
και πέρασε απέναντι
σαν μην έτρεχε απολύτως τίποτα.
Λίγα χρόνια αργότερα τον έβλεπα
σχεδόν κάθε μέρα
Δούλευε ταχυδρόμος στο οικοδομικό τετράγωνο
όπου έμεναν οι γονείς μου. 
Συνήθως τον περίμενα στο δρόμο.
Τον ακολουθούσα ένα μέρος της διαδρομής
και μ΄ άφηνε να του μοιράζω τα γράμματα
στους παραλήπτες.
Κι ύστερα ένα καλοκαίρι
ήρθε κάποιος άλλος
Έκανε ζέστη και πήγαμε στη θάλασσα.
Κολυμπούσα με μια φίλη, όταν ένα δυνατό υπόγειο ρεύμα
την έσυρε μαζί του
και ήταν αδύνατον πλέον να βρεθεί.
Αυτός ήταν εκεί, ένας από αυτούς
που θέλησαν να βοηθήσουν.
Μια άλλη φορά συναντηθήκαμε σε ένα πλοίο.
Είχα ανεβεί στο κατάστρωμα.
Αυτός φορούσε μια πορτοκαλί φόρμα
και προσπαθούσε να ξετυλίξει τα σχοινιά
εγώ είχα ήδη σκαρφαλώσει στο κιγκλίδωμα
όταν κατάλαβα ποιος ήταν.
Κατεβαίνοντας τον είδα ξανά
με χαιρετούσε κουνώντας το χέρι του
από το πίσω κάθισμα
ενός Ι.Χ.  Το ‘ξερα πως
θα παίρναμε το ίδιο αεροπλάνο
για το Ουζμπεκιστάν.
Περίμενε ακριβώς πίσω μου στην ουρά
στον έλεγχο εισιτηρίων
αλλά κάποια στιγμή άλλαξε γνώμη
και διάλεξε μια άλλη.
Ένα διάστημα ήμουν σίγουρος
πως δεν περνούσε μέρα που δεν πρόβαλε
μπροστά μου.
Ένα χαμόγελο, μια κίνηση αδέξια
και νάτος μου ‘κοβε το δρόμο.
Πήγα σε ψυχολόγο.
Αλλά άργησα να καταλάβω σε
ποιον εμπιστευόμουνα τα πιο μύχια μυστικά μου.
Τελευταία ανακάλυψα ότι δεν είναι ανάγκη
οπωσδήποτε να έχει ανθρώπινη υπόσταση.
μπορεί κάλλιστα να είναι ένας κότσυφας
ένα ψαλίδι ή ένα τηλέφωνο
σε ένα τραπέζι
ένα κομμάτι μουσικής ή ποίημα σε ένα βιβλίο.
Πριν λίγες ώρες χτες
τον είδα μάλιστα στην τηλεόραση
σε ένα πρόγραμμα για τα παιδιά.(…)  

 

Δεν έγραψα τελικά
το ποίημά μου για το θάνατο
και με το χρόνο
καθώς η Σαμαρκάνδη άρχισε να ξεθωριάζει
δεν ξέρω αν η πόλη
υπάρχει τελικά. Αυτό που ωστόσο ξέρω
είναι πως είμαι μέσα σε ένα λεωφορείο
που σκαρφαλώνει
τα βουνά, με προορισμό εσένα.
Αυτό το ξέρω, το ξέρω πως είναι αλήθεια.
Ξέρω ακόμα πως πρέπει να είμαστε
μία ουσία σπινθηροβόλα
που εκτοξεύει ήλιους –
Ξέρω και κάτι ακόμα,
ότι τη ζωή δεν μπορείς να την επιμηκύνεις
Κάνε την τότε πλατιά πλατιά σαν γαλαξία.(…)

 

Σχολιασμός και μετάφραση: Παναγιώτα Γούλα

πρώην μορφωτική ακόλουθος της Πρεσβείας της Δανίας στην Αθήνα

Περισσοτερα αρθρα