O Morten Søndergaard (Μόρτεν Σόντεργκορντ, γ. 1964 στην Κοπεγχάγη), Δανός πολυβραβευμένος και πολυσχιδής ποιητής, καλλιτέχνης, δραματουργός, καλλιτεχνικός επιμελητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής είναι γνωστός μόνο σε ένα πολύ μικρό ελληνικό κοινό από το 2013 που παρουσιάστηκαν μεταφράσεις από μια σειρά ποιημάτων του στο χώρο του Δανέζικου Ινστιτούτου στην Αθήνα.
Ο Morten Søndergaard εκτός του ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους ποιητές, έσπασε πριν λίγα χρόνια το ρεκόρ των πωλήσεων με τη μετάφρασή του του Έπους του Γκιγκαλμές, το οποίο μετέφρασε σε συνεργασία με τον γιο του Ασσυριολόγο Sophus Søndergaard. Η μετάφραση δραματοποιήθηκε από το Hotel Pro Forma στο χώρο του μουσείου της Γλυπτοθήκης της Δανίας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Morten Søndergaard είναι πρωτίστως ποιητής. Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ποίησής του είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που περιγράφει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αντλεί στοιχεία από την λυρική παραδοσιακή ποίηση, όπου το εγώ βρίσκεται στο επίκεντρο και ταυτόχρονα προσεγγίζει τα ίδια πράγματα και τις ίδιες καταστάσεις που βιώνει συναισθηματικά από μια επιστημονική οπτική. Ορισμένοι κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει την ποίηση του «εγκυκλοπαιδική», ενώ άλλοι «σουρεαλιστική της καθημερινότητας», όπου η κοσμοεξερεύνηση, αν θα μπορούσε να την πει έτσι κανείς, συνδέει τις σουρεαλιστικές φαντασιακές εικόνες με πολύ απλές ρεαλιστικές περιγραφές.
Η ποίηση για τον Søndergaard είναι πανταχού παρούσα, ακόμη και στις γραμμές που διατρέχουν το ανθρώπινο κρανίο. Αυτή η φύση της ποίησης που αναζητά όχι μόνο να ξεπεράσει, αλλά να καταρρίψει τα όρια της, είναι σχεδόν αταβιστική χωρίς να είναι πολιτική. Αλλά ούτε και τα πειράματα γλώσσας και ποίησης του Søndergaard είναι l’art pour l’art. Στην ποίησή του ενυπάρχει μία παιχνιδίζουσα διάθεση, καθώς παίζει με τις διαφορετικές σημασίες των λέξεων, μεταπηδά από τα γήινα και ανθρώπινα στα αστροφυσικά φαινόμενα και γενικά χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο βαθμό γνήσιας περιέργειας.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1992 με την ποιητική συλλογή Η Σαχάρα στα χέρια μου, η οποία απαρτίζεται από 39 ποιήματα. Από το πρώτο κιόλας ποίημα, φανερώνεται η γοητεία του Søndergaard στη διαχείρισή του των καθημερινών πραγμάτων και στην πορεία τους στη γλώσσα και στο χρόνο:
Από σήμερα αυτή η καινούργια γνώση
εξαφανίζεται ανεπαίσθητα
σαν νιφάδες δύσκολων καιρών
και μαύρες πινελιές πάνω στο μαύρο
τόσο σφιχτά κρατάω το ακαταλόγιστο
το αίμα εγκαταλείπει τις αρθρώσεις στα δάχτυλά μου
τα καλώδια χορεύουν στον άνεμο,
η μυρωδιά του μουσκεμένου ξύλου,
μορφές που γέρνουν πάνω μου.
Δεν τίθεται θέμα αναγνώρισης
αλλά ίσως να είναι οι μέρες
που ξεχνιούνται με έναν άλλον τρόπο.
Στο τραχύ τοπίο
τα πράγματα ρέουν μπρος πίσω
από τα ξεφτισμένα τους ονόματα –
σημεία όπου οι φωνές ψιθυρίζουν όλες μαζί
σε γλώσσες παραφροσύνης και ωραιότητας.
Από τότε ο Σόντεργκαρντ εξελίχθηκε σε ένα ποιητή που σήμερα συνδυάζει την ποίηση με τον ήχο και τις καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Έτσι, η επίδραση της γλώσσας εκφράζεται πέρα από το χαρτί, στα υλικά και στο χώρο καθώς αναζητά να υπερβεί, να σπάσει τα όρια της κλασικής ποίησης με νέες μορφές έκφρασης, όπως λέξεις χαραγμένες σε μαρμάρινες ή κερένιες πλάκες, ήχους και συνδυασμούς φαρμακευτικών σκευασμάτων και λέξεων. Μπορεί να πει κανείς πως ο Søndergaard προσπαθεί να υλοποιήσει τη γλώσσα για να την προσεγγίσει με το βίωμα. Στο ερώτημα πώς υλοποιείται η γλώσσα απαντά με μια προσωπική ανάμνηση:
«Στην παιδική μου ηλικία τυπώνονταν ακόμη βιβλία σε τυπογραφεία με γραμματοσειρές φτιαγμένες από μόλυβδο. Τα στοιχεία έμπαιναν σε ειδικές θήκες, τους σελιδοθέτες, και κατόπιν στο πιεστήριο για την εκτύπωση.
Μπροστά στο Τυπογραφείο υπήρχαν μερικά μεγάλα δοχεία και, αν κατόρθωνες να σκαρφαλώσεις και να μπεις μέσα, μπορούσες να βρεις τα ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία που βρέθηκαν ακατάλληλα και να γεμίσεις τις τσέπες σου.
Στο σπίτι είχαμε σόμπα και η μητέρα μου μού επέτρεψε να λιώνω τα μολυβένια στοιχεία σε ένα παλιό τηγάνι. Ήταν λίγο επικίνδυνο και δηλητηριώδες, αλλά για μένα ήταν σκέτη μαγεία να βλέπω τα γράμματα να λιώνουν και να μεταμορφώνονται σε μια αστραφτερή μάζα που μπορούσε να προσλάβει νέες μορφές και έννοιες.»
Το φεγγάρι λάμπει τόσο έντονα που λέξεις πλημμυρίζουν τα μάτια μου
Κάθε γράμμα είναι ένα παράθυρο. Πίσω από τα παράθυρα σκοτάδι.
Είναι το σκοτάδι
ανάμεσα στα αστέρια.
«Ο Θάνατος είναι μέρος του ονόματός μου», 2016
Τα τελευταία χρόνια, στις ποιητικές του αναγνώσεις, χρησιμοποιεί δύο δειγματολήπτες, που σημαίνει ότι διαβάζει τα ποιήματα μέσω των ηχητικών συσκευών, οι οποίες καταγράφουν λέξεις ή στίχους τα οποία στη συνέχεια επαναλαμβάνει και ανασκευάζει με ποικίλους τρόπους. Οι βρόχοι που παράγονται μεταβάλλονται σε ρυθμικές δομές που είναι επιδεκτικές επεξεργασίας και πάνω στις οποίες διαβάζει νέες λέξεις και στίχους. «Η φωνή», γράφει ο Søndergaard σε ένα πρόσφατο δοκίμιο με τον τίτλο «Αυτές» όπου κάνει αναφορά τις μέλισσες, τη σμηνουργία και την ιδιαίτερη αδυναμία του στις αντωνυμίες, «είναι ένα θαυμάσιο όργανο, και σε αρμονία με τους δειγματολήπτες, μπορεί να μεταμορφωθεί σε ηχητική υφή συγκρίσιμη με τη μουσική. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μουσικό, αλλά μου αρέσει να αφήνω τη φωνή μου να διερευνά ηχητικά τοπία μέσα από αναπαραγωγές και διασκευές. Θεωρώ αυτές τις αναγνώσεις περισσότερο ως μια διάσπαση παρά ως ανάγνωση.»
Σε μια από τις πολυάριθμες συνεντεύξεις του ο ποιητής παραδέχεται, ότι ο συχνά η ποίησή του δεν είναι κατανοητή. Όμως γιατί θα ρωτούσε κανείς. Ο ίδιος μας δίνει την δική του απάντηση: «Μας υποσχέθηκε κανείς ότι η ποίηση πρέπει να είναι εύκολη και κατανοητή; Με λένε Ασσουήρο, είμαι ο αιώνιος Εβραίος, ο καλυμμένος με λειχήνες απ΄ τον χρόνο, ο περιπλανώμενος, πώς θα μπορούσα να εκφραστώ κατανοητά; Συγγνώμη, που το γραφτό μου δεν υφαίνει ένα περίτεχνο λογοτεχνικό σάλι να σε τυλίξει ζεστά, τώρα που άρχισε να κάνει κρύο, μα δεν είμαι ικανός να κάνω προτάσεις, μόνο τον στόκο που διατηρεί τη συνοχή τους.»
Έως τώρα ο Morten Søndergaard έχει εκδώσει πληθώρα έργων: ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, ηχητικά έργα και δίσκους, και έχει εκθέσει άλλες τόσες φορές σε χώρους, όπως μουσεία, γκαλερί, φεστιβάλ, υπόγειες στοές κλπ. Είναι πολυβραβευμένος και έχει λάβει εκτός των άλλων την εφ’ όρου ζωής υποτροφία της Γραμματείας Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού της Δανίας.
Εγώ θα σταθώ σε τέσσερεις από τις ποιητικές του συλλογές από τις οποίες θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα: Ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση (2005), Το Φαρμακείο των λέξεων (2010), Τα Προτερήματα και τα μειονεκτήματα του να βγάλεις φτερά (2013) και Ο Θάνατος είναι μέρος του ονόματός μου (2016).
Το Ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση προτάθηκε για το βραβείο λογοτεχνίας του Nordic Council το 2007. Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες. Το πρώτο μεγάλο ποίημα, «Vademecum» (Ας περπατήσουμε μαζί) εστιάζεται στη χρήση της λέξης «περπατώ», ενώ οι χρονολογημένες σουίτες «νυχτερινό blog» και «blog της ημέρας» συνδυάζουν καθημερινές ασχολίες με σημειώσεις για τη φύση της γλώσσας και των πραγμάτων. Κεντρικό θέμα σε αυτά τα κείμενα είναι ο θάνατος. Στην τρίτη ενότητα, μια ποιητική σουίτα με τίτλο «Πορτρέτο με τον Ορφέα και την Ευρυδίκη», επαναλαμβάνεται ο ελληνικός μύθος του τραγουδιστή Ορφέα, που κατέβηκε στον κάτω κόσμο για να πείσει τον Πλούτωνα να απελευθερώσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Ο Πλούτωνας, ως γνωστόν, έθεσε έναν όρο: O Ορφέας στο δρόμο προς την έξοδο να μην κοιτάξει πίσω για να βεβαιωθεί πως η Ευρυδίκη πράγματι τον ακολουθεί. Την Ευρυδίκη θα συνόδευε ο Ερμής. Όμως ο Ορφέας αμφέβαλλε τόσο πολύ για την παρουσία της που δεν άντεξε να μην στρέψει το βλέμμα του πίσω και έτσι την έχασε ξανά και για πάντα στον Κάτω Κόσμο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί παρουσιάστηκε στην Αθήνα στους χώρους του δανέζικου Ινστιτούτου στις 14 Φεβρουαρίου 2013 παρουσία του ποιητή και της τέως υπουργού πολιτισμού Grethe Rostbøl (Γκρέτε Ρόστβυλ), σε μια εκδήλωση με τίτλο «Licence to love licence to Thrill», που οργάνωσε η υπογεγραμμένη στη διάρκεια της θητείας της ως μορφωτικού Ακολούθου της δανέζικης πρεσβείας στην Αθήνα. Η παρουσίαση έγινε με ζωντανές μουσικές παρεμβάσεις από την ταινία Mission Impossible-Επικίνδυνη αποστολή.
Πορτραίτο του Ορφέα και της Ευρυδίκης
(…)
Με την πνοή του ο Ερμής τον σπρώχνει στον Άδη
στο αεροπλάνο, στο τρένο στο μετρό.
Μα είναι δυνατόν να πάρεις πίσω κάτι που δεν μπορεί να γίνει από την αρχή;
Συγκεντρώνεται
και βάζει τη ζωή του στοίχημα, φλέγεται μες στην αποστειρωμένη ηρεμία του αεροδρομίου,
φλέγεται και ενεργοποιούνται οι σειρήνες,
χαμός!
Οι πύλες του Άδη, το Βασίλειο των νεκρών, βρίσκονται ως γνωστόν,
σε ένα σπήλαιο στον Ταίναρο
3 ώρες από τη Σπάρτη. Το λεωφορείο
δεν χάνει το ρυθμό μες στον ανεμοστρόβιλο της σκόνης,
και αυτός εγκαταλείπει την πράσινη βαλίτσα του
στο κάθισμα. Δεν τη χρειάζεται, αφού είναι
πλέον άδεια.
Σε κάθε ιστορία (έτσι κι εδώ) έρχεται μια στιγμή, όπου
ο πρωταγωνιστής
διστάζει πριν μπει μες στο σκοτάδι
κοντοστέκεται για μια στιγμή
στο πρώτο σκαλοπάτι, μπροστά
στην είσοδο της σήραγγας όπως ο πρωταγωνιστής
της Χαμένης Λεωφόρου
του Ντέιβιντ Λιντς.
Αν κατηφορίσεις αυτόν τον δρόμο
δεν επιστρέφεις ποτέ ο ίδιος, αλλά ταπεινωμένος,
με πρόσωπο χλωμό
και σαν μικρό παιδί ανάμεσα σε δυο κρεβάτια,
με το στόμα στεγνό
από του εφιάλτη την αλμύρα.
Ο Ορφέας διψάει.
Διψάω, θέλει να πει, μα δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη
από την αγωνία.
Τώρα σημαίνει τώρα!
Κατηφορίζει το μονοπάτι πίσω από τη στάση του λεωφορείου.
Το μονοπάτι που οδηγεί στον Άδη,
εκεί έχουν ακούσει κιόλας για το τρελό του
σχέδιο.
Ο Ορφέας κατεβαίνει τραγουδώντας
σαν παιδί που τραγουδάει για να ξορκίσει τα φαντάσματα.
Προχωρεί μέσα στο άγνωστο ο Ορφέας, ορφανός,
τραγουδώντας.
Τραγουδώντας;
Μα αυτό δεν κάνουν οι ποιητές; Τώρα βέβαια γράφουν.
Έχουν σωπάσει πια.
(Και δεν του περνάει απ΄ το μυαλό πως σύντομα εκεί κάτω θα ξανακατεβεί)
Τραγουδάει χωρίς λυρισμούς. Ίσια,
άμεσα
Τη θέλω πίσω.
Ο θεός του Άδη του
τού βάζει μόνο έναν όρο.
Προχώρα μπροστά
μη γυρνάς πίσω, μη μιλάς,
μην κοιτάς,
Μη, μη! μη! τα αρνητικά πέφτουν βροχή.
Για το θεό όμως, γιατί;
Γιατί;
Γιατί; Γιατί αλλιώς, μια τελεία για πάντα θα μπει.
Τώρα σημαίνει τώρα
Απόκρημνα μέρη, το μονοπάτι απότομο, δεν αντέχει
άλλο πια
δεν έχει άλλη υπομονή, τόση σιωπή,
δεν έχουν βαρύτητα οι νεκροί
τα βήματά τους δεν ηχούν, είναι σκιές,
δεν έχουν πόδια
κανένας ήχος να βεβαιωθεί
η Ευρυδίκη είναι ακόμα εκεί
βαδίζει πίσω του, ακολουθεί,
θα μπει το σώμα της στον ίδιο το ρυθμό
ξανά με το δικό του
ρίγη διαπερνούν τα ρούχα,
δεν αντέχει να περιμένει άλλο το κορμί
σε λίγο, τώρα όπου να ’ναι,
οι σκιές τους θα πέσουνε ξανά
στο μονοπάτι, ζητώντας λίγη ζεστασιά,
μια δίνη μέσα στης ευτυχίας το ρεύμα,
βαδίζει, αφοσιωμένη στην
ανυπαρξία της, σκοντάφτοντας,
χωρίς να αναγνωρίζει τον Ορφέα
μόνο αυτός αναγνωρίζει εκείνη μόνο,
κανέναν άλλον απ΄ τους νεκρούς
τι θέλει τάχατες
τούτη η πλάτη η ανήσυχη, το εκτυφλωτικό φως;
Άσε με!
μα ο Ερμής κρατάει τα χέρια της σφιχτά.
Συμβαίνει κάτι;
Ο Ορφέας βράδυνε το βήμα, ήρθε η ώρα, τώρα, τώρα, τώρα
δυο βήματα ακόμα
λίγη ερωτευμένη σκόνη κολλάει στα παπούτσια τους,
και οι σκιές
πέφτουν συστάδες,
στάσου, βάλε αυτί
τι θέλει αυτή η πλάτη, δεν την αναγνωρίζει
γιατί οι νεκροί
βαδίζουν προς τα πίσω,
είναι σχεδόν μαζί του
τώρα, σημαίνει τώρα, ένα σημάδι στον απόμακρο χρόνο του μέλλοντος
εκεί που προορίζεται να πάει, αλλά δεν πρόκειται να φτάσει,
τον κυριεύουν οι αμφιβολίες
μήπως είχε βιάσει το βήμα του;
Όχι, δεν νομίζει,
δεν μπορεί τίποτα άλλο παρά να αφουγκραστεί
ο Ερμής και Ευρυδίκη, Ευρυδίκη δίκη, δίκη
σίγουρα ακολουθούν
μήπως αργεί γιατί κουτσαίνει
μα φυσικά είναι η πληγή στο πόδι,
το δάγκωμα του φιδιού
μα αυτός είναι κιόλας στην έξοδο και αυτή ακόμα
μέσα,
μήπως γιατί, γιατί έχει ζαλιστεί
γιατί έχει μεθύσει τρελά από τις μυρωδιές που αναδύει το άρωμα της γης
και όχι του θανάτου,
όλα όσα θέλει ξανά να μοιραστεί.
Μία στιγμή και θα είναι ξανά στο φως
μία στιγμή ακόμα στο σκοτάδι
κατάκοπος,
τώρα σημαίνει τώρα
τώρα να! ήρθε η ώρα
είναι κοντά του πια, τα έβγαλε πέρα,
με κόπο ανασαίνει, σε λίγο
θα τα έχουν καταφέρει,
τα έχουν καταφέρει! όλα καλά, όλα καλά!
τώρα δεν πρέπει, δεν πρέπει να κοιτάξει πίσω για να δει,
αν τον ακολουθεί.
Σίγουρα τον ακολουθεί.
Τίποτα δεν πήγε ως εδώ στραβά, παρά τους φόβους του.
Μα δεν αντέχει άλλο, όχι! Και ολωσδιόλου απερίσκεπτα
είχε στρέψει το βλέμμα πίσω για να βεβαιωθεί.
Εισαγωγή & μετάφραση: Παναγιώτα Γούλα
πρώην μορφωτική ακόλουθος της Πρεσβείας της Δανίας στην Αθήνα