Μετάφραση: Ο Δανός ποιητής Χένρικ Νόρντμπραντ

Απεβίωσε χθες ο σπουδαίος Δανός ποιητής Χένρικ Νόρντμπραντ (Henrik Nordbrandt). Παραθέτουμε, ως ελάχιστο φόρο τιμής, μερικά ποιήματα σε μετάφραση της πρώην Μορφωτικής Ακολούθου της Πρεσβείας της Δανίας στην Αθήνα, Παναγιώτας Γούλα, από το βιβλίο “Αναζητώντας την Ιθάκη” (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2016):

Στον πηγαιμό για την Ιθάκη 

Στον πηγαιμό για την Ιθάκη  αρχίζω να διακρίνω τον εαυτό μου:

Μία μορφή όλοένα πιο θολή  σε κάθε αφρισμένο κύμα

καθώς οι ναύτες, που ξεσήκωναν

τή ψυχρή  τους  γαλάζια  χαίτη οδηγώντας το καράβι,

 

ξεμένουν  πίσω,  αφανίζονται μες στα ονειρά τους

ή καταποντίζονται νεκροί πάνω  στα κουπιά.

Ο χαμός τους  μ΄ εγκαταλείπει  σιγά σιγά

σ’ αυτή την άφιξη  που με κατατρέχει  ασταμάτητα

 

Τα ρόδινα βουνά που υψώνονται στην βιολετί θάλλασα

χιονοσκέπαστα,  αλλοιώνουν  τη μορφή μου μέσα στη δική τους

είμαι ο κανένας που μ΄ έκανε η Ιθάκη.

 

Αυτή την Ιθάκη που καθρεφτίζεται στη θάλασσα, εγκατέλειψα.

Αυτή την Ιθάκη που πίστευα  πως ποθούσα

όταν ο πόθος  ακόμα είχε υπόσταση και μπορούσες να τον σβήσεις.

 

Τροία   

Κάθε μέρα είμαι  ένας  άλλος από την προηγούμενη

μέρα με τη μέρα πλησιάζω το σκοτάδι

Όσοι υπήρξα βρίσκονται μπροστά μου σε μια ατέλειωτη σειρά

οι πλησιέστεροι ακόμα τυλιγμένοι στο μισοσκόταδο

οι λίγο πιο πέρα στο φώς ρίχνουν σκιές

και οι πιο μακρινοί διάφανοι

σαν νάταν καύκαλα εντόμων ή αγάλματα από χαλαζία

άλλοι  στριμώχνονται , άλλοι κρατούν απόσταση,

απογυμνωμένοι από τις κρυφές τους ατέλειες

και του εσωτερικού τους κόσμο την παραφροσύνη.

 

Αυτοί που θα γίνω στέκονται πίσω μου

μια σειρά από ιδιόμορφα σκοτεινές, αχνές μορφές,

πόσο κοντά, ιδέα δεν έχω

αδέξια σώματα χωρίς ολοκληρωμένη υπόσταση,

στριμώχνονται, ο ένας πάνω στον άλλον

περιμένοντας να πάρουν τη θέση μου.

Κάθε μέρα είμαι ένας άλλος και κάθε μέρα είμαι ο ίδιος.

Η μορφή στο ενδιάμεσο εμποδίζει

τους πρώτους να δουν και να καταλάβουν

την τρελλή ανυπομονησία και λαχτάρα  για το φως

και τους τελευταίους

να διδαχτούν από τις ατέλειες και

την παραφροσύνη των πρώτων.

 

Είμαι ταυτόχρονα η Ελένη και οι Έλληνες,

οι κωπηλάτες που οδηγούν τις λαξεμένες πλώρες

προς στο ξημέρωμα

χτυπώντας τα  κουπιά αλυσοδεμένοι

με την αίσθηση ότι παραμένουν ακίνητοι.

 

 

Ελλάδα

Το τοπίο που αγαπώ. Τα χιονισμένα βουνά

και οι ανθισμένες μυγδαλιές στους πρόποδές τους

 

τα τριαντάφυλλα  πάνω στους λευκους  ηλιολουσμένους τοίχους

και ενα σμήνος  μύγες  που κατοικούν ανάμεσά τους

 

Δεν έχω άλλα μέρη να επισκεφτώ

δεν έχω άλλα μέρη να εγκαταλείψω

 

παρά αυτό το τοπίο που τα φαράγγια του με σπαρασουν

και το χώμα του καυτό κάτω από τα πόδια μου

 

όσο περισσότερο ζω μαζί του, όσο περισσότερο το κοιτώ

τόσο με εμποδίζει να συλλογιστώ  ο, τιδήποτε άλλο, να ονειρευτώ κάτι άλλο

 

και  όσο περισσότερο το ονειρεύομαι

μεταμορφώνει τη ζωή μου σε ένα μέρος απο το στοιχεία του

 

σε πέτρες που δεν μπορώ να ανασηκώσω

σε  απόρθητα τείχη

 

σε κόλπους που δεν μπορώ να περάσω αντίπερα

και αγάλματα που με κυνηγούν

 

γιατί απο πολλού έχουν γίνει ένα με μένα

και στηλώνουν το βλέμμα πέρα στη θάλασσα  προς όλες τις

κατεθυύνσεις.

 

Αιγαίο Πέλαγος 

Αιγαίο Πέλαγος, ήταν τα κύματά σου

που τις καυτές καλοκαιρινές νύχτες

με ανύψωσαν ως το κοιμισμένο μου πρόσωπο

ως το μυστικό φιλί των αγαλμάτων στο μέτωπό μου

ώσπου τα ακροδάχτυλά μου  ξαφνικά θυμήθηκαν

τα βλέφαρα των γυναικών που οι άντρες τους ταξιδεύουν

και των ξεθωριασμένων εικόνων το χρυσό

ώσπου τα κουπιά  έγιναν θρύψαλα μέσα μου

σαν εύθραστο γυαλί σε ρωμαϊκό τάφο της Κεντρικής Ασίας.

 

Και μόνο το αλάτι από τις υπόγειες θαλάσσιες σπηλιές

που έσκαψες στα όνειρά μου

και τα πλοία που βύθιζα με το βάρος μου

στη μάχη να γίνω ένα μ’ εσένα

μ΄ έκαναν να αναγνωρίσω τον εαυτό μου,

όταν στον ύπνο μου ψιλάφιζα ένα πρόσωπο

με μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια, διεσταλμένα ρουθούνια και κυματιστά γένια

και πίστευα πως ανήκε σε κάποιον άλλο.

  

Όπου κι αν ταξιδέψουμε

Όπου κι αν ταξιδέψουμε φτάνουμε πάντοτε αργά

στα μέρη που ξεκινήσαμε να βρούμε.

Και σ’ όποιες πόλεις κι αν κατοικήσουμε

είναι αργά να επιστρέψουμε στα σπίτια τους και στους κήπους

είναι αργά να περάσουμε μια νύχτα με φεγγάρι

και να αγαπήσουμε τις γυναίκες  που μας πληγώνουν  με την ασύλληπτη παρουσία τους.

 

Και όποιοι κι αν είναι οι δρόμοι που πιστεύαμε ότι γνωρίζαμε

μας οδηγούν πέρα από τις ανθισμένες αυλές που γυρεύαμε

με το βαρύ αρωμά τους  διάχυτο  στη γειτονιά

Και όποια κι αν είναι τα σπίτια που γυρνάμε στην επιστροφή

φτάνουμε πολύ αργά το βράδυ για να μας αναγνωρίσουν.

Κι όποια κι αν είναι τα ποτάμια  που καθρεφτιζόμαστε

βλέπουμε τους  ευατούς   μας όταν πλέον τους έχουμε γυρίσει την πλάτη.

  

Ιωνική κηδεία 

Οι ήχοι της γειτονιάς, οι φωνές των παιδιών και το λάλημα του πετεινού

μπερδεύονται με τον θόρυβο

μιας πολιτείας δυο χιλιόμετρα μακριά.

Κι εκτός από μερικά αργά χτυπήματα καμπάνας

ακούω την αλυσίδα μιας άγκυρας στον όρμο

κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο βλέπω

μια νεκρική πομπή ν’ ανηφορίζει.

Το φέρετρο είναι ανοιχτό. Το πρόσωπο του νεκρού

μοιάζει με το δικό μου

κι αν αποδειχθεί δικό μου

δε θα ’ναι η πρώτη φορά που θυμάμαι

κάτι απ’ το μέλλον

ή θα αναγνωρίζω μια ξένη γυναίκα

απ’ τον τρόπο που δένει το μαύρο της μαντήλι

πάνω από το στόμα μ’ ένα  ροζιασμένο χέρι.

(από τη συλλογή του Γυαλιά)

 

Αλκυόνη

Ξέρεις άραγε πως το βλέμμα σου μού θυμίζει της ομίχλης

τον αχνό που υψώνεται από τα φαράγγια το φθινόπωρο,

την δροσιά πάνω σε μαύρα σταφύλια

και τον ιστό της αράχνης που τις ήρεμες νύχτες

μαζεύει τις δροσοσταλίδες σαν ναταν ο αστερισμός των Πλειάδων

πως οι κινήσεις σου, όπως η σκιά  του φοίνηκα σε

τοίχο φυλακής,  φαίνεται να μιμείται

τη στερνή χειρονομία μιας μεταμφιεσμένης θεότητας

που  ενώ είναι έτοιμη να σου αποκαλυφτεί

εξαφανίζεται; Τα ματοτσίνορά σου σε προδίδουν

από το πρώτο κιόλας τρεμόπαιγμα

πως είσαι δίδυμη της Αφροδίτης, της ήρεμης, της συγκρατημένης

που ξεδιαλέγει τ’ αμπελόφυλλα, το θάνατο απ’ τον ύπνο

και το παλιό κρασί στο κελάρι

απο το ξύδι και το κατακάθι, εισαι σπαθί και τριαντάφυλλο

και τη μορφή σου,

τυλίγει μια αύρα, σαν  ανθισμένη μπερκιά που

αυτοπυρπολήθηκε για να ξεπεράσει σε ομορφιά τη σκιά σου.

Αν πρόσθετε  κανείς  χορδές στην ύπαρξή σου, θα γινόταν η σιωπή απόλυτη

ή οι πέτρες θ’ άρχιζαν να τραγουδούν.

Κάθε παιδικό Ιδρυμα, κάθε θλιβερός στρατώνας

θα ’πρεπε να γειτονεύει με σένα. Και τίποτα

δεν είναι ευκολότερο απ’ το να σε φανταστεί κανείς

κάθε στιγμή ν’ αναδύεσαι από έναν καταρράχτη,

Έτσι είναι το χαμόγελό σου, έτσι περπατάς στη γη

κάτω απ’ τ’ άστρα, τώρα που φθινοπώριασε στην Ευρώπη.

Αλλά όταν μου γυρνάς την πλάτη τόσο συχνά,

φαντάζομαι ένα ανοιχτό λιμάνι τον Απρίλη

όταν στερεύουν οι στέρνες από τον ήλιο και  τον άνεμο •

Το βλέμμα σου με προσπερνά, για να σταθεί στο κύμα

κι εγώ ακούω τα ουρλιαχτά μου από το ναυάγιο

εγκλωβισμένα για πάντα στα αστραφτερά δεσμά του αφρού.

 

  

Σ’ ένα ελληνικό ξενοδοχείο

Δωμάτια που βλέπουν σε ξεχασμένες αγορές

και πλατείες όπως το Kίρικο

μαρμάρινες μηχανές, και αθόρυβα συντριβάνια

που τα νερά τους δεν χύνονται ποτέ μέσα

στη δεξαμενή.

Ξεχασμένα δωμάτια μπογιά πάνω στη μπογιά

παράξενα διακοσμημένα  ή  τελείως γυμνά.

Σπάνια πέφτει μια  τελευταία ηλιαχτίδα στα μάτια

του άγνωστου άγιου. Σ΄ ακολουθούν παντού

 

μέσα από το σκοτάδι, τα ξεχασμένα πρόσωπα

ζωγραφισμένα πάνω σε άλλα πρόσωπα

σκοτεινά με λίγες χρυσαφιές ανταύγειες.

Βλέφαρα που κλείνουν πάνω από βλέφαρα.

 

Καμπάνες που βυθίζονται μέσα σε καμπάνες, φωνές,

χορωδίες φυλακισμένες σε μπρούντζινο μέταλο.

και ύστερα  μόνο ο κτύπος του χάλκινου ρολογιού,

κι ο ανελκυστήρας που σταμάτησε να λειτουργεί

κάπου στο κτήριο.

 

Φυλακισμένος μέσα στον ύπνο κάποιου άλλου

που σε κοιτάζει μέσα από τις ατέλειωτες επιστρώσεις

 της μαυρισμένης  μπογιάς.

 

 

Ο έρωτάς μας είναι σαν το Βυζάντιο

Ο έρωτάς μας είναι όπως θάταν

το Βυζάντιο

την τελευταία νύχτα. Θα υπήρχε,

φαντάζομαι,

μια λάμψη στα πρόσωπα

των ανθρώπων που συνωστίζονταν  στους δρόμους

σε μικρές παρέες

στις γωνιές και στις πλατείες

και θα μιλούσαν χαμηλόφωνα,

μια λάμψη, σαν αυτή

που φωτίζει το πρόσωπό σου,

όταν παραμερίζεις τα  μαλλιά σου απ΄ το πρόσωπο

και με κοιτάς.

 

Φαντάζομαι ότι δε θα μιλούσαν

πολύ και ό,τι έλεγαν θα ήταν μάλλον

ασήμαντο,

ότι θα προσπαθούσαν να μιλήσουν

και θα τους κοβόταν η φωνή

πριν ακόμα  ξεστομίσουν αυτό που ήθελαν να πουν

και θα προσπαθούσαν ξανά

και θ’ αποτύχαιναν ξανά

και θ’ αντάλλασσαν ματιές

χαμηλώνοντας  τα βλέφαρα.

 

Παλιές εικόνες, για παράδειγμα

έχουν αυτή τη λάμψη

σαν τη λάμψη πολιτείας  παραδομένης στις φλόγες

ή τη λάμψη που ο επικείμενος θάνατος

αποτυπώνει στις φωτογραφίες των πρόωρα πεθαμένων

στις αναμνήσεις των ζωντανών.

Όταν γυρνώ και σε κοιτάζω

στο κρεβάτι, έχω την αίσθηση

πως μπαίνω σ’ εκκλησία

που κάηκε συθέμελα

πριν από χρόνια

κι όπου  έχει απομείνει μόνο

το σκοτάδι στα μάτια των εικόνων

πλημμυρισμένα απ’ τις φλόγες που τα

κατάστρεψαν.

 

 

Κοντά στη Λευκάδα

Το φώς τρεμοσβήνει. Η δέσμη του γυμνή

με το παραμικρό άγγιγμα  μεταμορφώνει τα πάντα σε άρμη.

Ζήτησα σκιά και μούδωσες  ένα καρφί

μεγάλο, σκουριασμένο και κυρτό

Ζήτησα ένα κρεββάτι και μούδωσες ένα δρόμο

που πληγώνει  τα πελματά μου στην ανηφόρα

Ζήτησα νερό και μούδωσες πικρό κρασί.

Ήπια από το σκουριασμένο κύπελλο κάτω από καπνισμένες εικόνες

Ζήτησα να πεθάνω και μούδωσες χρυσάφι για να ζήσω

Ζήτησα μία ιστορία και μούδωσες τη δική μου.

 

Η Ελλάδα αναδύεται με τα κοφτερά της βράχια μέσα από τη θάλασσα

Κοιτάμε με ευγνωμοσύνη και μετανοιώνουμε για ό,τι είδαμε.

Κάθε μέρα εδώ κοστίζει ένα αιώνα στο βασίλειο των νεκρών.

(από τη συλλογή του Τα ποιήματά μου – Η πολιτεία με τους κατασκευαστές βιολιών)

Χένρικ Νόρντμπραντ

Επιλογή και μετάφραση: Παναγιώτα Γούλα

Περισσοτερα αρθρα