Σε συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση, παρατίθενται εδώ τα δύο τελευταία ποιήματα της Beatriz Hausner από την ενότητα “The dream of Theodora”.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ (συνέχεια)
ΙΙΙ. ΘΕΟΔΩΡΑ ΥΠΟ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
Πηγή. Ας μιλήσουμε σε όρους της Μυστικής Ιστορίας γιατί όλες οι ιστορίες είναι
μυστικές όπως τα δωμάτια όπου ξάπλωνε σαν παιδί και άκουγε τους ήχους
του πληγωμένου ζώου που έσωσε ο πατέρας της από έναν λάκκο και μετέφερε
σε ασφαλές μέρος μες στην αγκαλιά του καθώς κατέβαινε το βουνό. Διαφορετικές υπάρξεις.
Τρυφερότητα ήταν και οι δύο και όχι φτιαγμένες από σάρκα και αίμα. Όρθια στα πίσω
πόδια της η αρκούδα γρύλλιζε καθώς η Θεοδώρα βράχνιαζε μες στα μικροσκοπικά οστά της
επεκτείνοντας τους ιστούς του λαιμού της φωνή η δύναμη της φωνής λειτουργούσε
σε θεία λειτουργία της καρδιάς μέσα από τα άλλα μέρη της εκείνα που ακόμη
συναρμόζονταν και φτιάχνονταν από αόρατα χέρια που ζωγράφιζαν μοτίβα ήχων
πουλιά με φτερά για τα χέρια και τα πόδια της. Η ευλυγισία είχε πάντα
κεντρική θέση στο ζήτημα υπήρχαν οι ρυθμοί των γραμμάτων που ακολουθούσαν το ένα
το άλλο και δημιουργούνταν με ταχύτητα και με βαθιά προσήλωση προκαλώντας
χρησιμοποιώντας συνωθώντας τον ήχο στα τοιχώματα του στόματός της καθώς γλιστρούσε στις
κορδέλες της μεταξένιας σάρκας που περίμενε πάντα ελαστική με υπομονή το χτύπημα
ήρθε σκίζοντας τον φόβο της μέχρι που η άνθρωπος-λάστιχο
δημιουργήθηκε, ετοιμάζοντας την εκ νέου επινόηση της αληθινής Θεοδώρας. Με τα
στήθη του πατέρα της ξεκίνησε να ερμηνεύει το τσιριχτό τραγούδι διατρέχοντας με τα δάχτυλα των ποδιών της τα πόδια των ανδρών που τη φλέρταραν λάγνα διέτρεχε ίσια και ανάποδα
τις ώρες μετρώντας τα λεπτά τα δευτερόλεπτα μες στη μέρα μέχρι τώρα.
Συγχωνευτήκαμε σε μία Θεοδώρα. Το Βυζάντιο είναι εδώ η σταθερότητα
αλλάζει καθώς τα σώματα ρέουν το ένα μέσα στο άλλο. Γινόμαστε εύκαμπτες
λυγίζουμε υπό πίεση και δεν σπάμε.
IV. ΚΥΡΙΑΡΧΗ
Θεοδώρα με λένε Θεοδώρα είναι το όνομά μου χαραγμένο στις άκρες
αυτών των δαχτύλων από τα μυρμηγκάκια που μπαινοβγαίνουν στο βιβλίο
της αγωνίας είμαι η Θεοδώρα καθώς εισέρχομαι στο ιερό τμήμα αξιολογώ
τον χώρο εξετάζω καλεσμένους πολύχρωμους επειδή ζουν με την Ίσιδα της οποίας
το όνομα σημαίνει θρόνος. Μιλώ ξανά για μυρμήγκια επειδή φτιαγμένα από χρυσό
και αληθινή γούνα όχι όμως τέτοια που τσιμπάει τραβιούνται από το επίκεντρο της
καταγωγής μου εγώ που είμαι κόρη του Γκεμπ και σύζυγος του Ουρανού βγάζω
τα κοσμήματά μου. Μενταγιόν που πληγιάζουν αφαιρούνται από το μέτωπό μου καθώς και
δεκάδες βραχιόλια που κρατούν αυτά τα μπράτσα αποτίοντας φόρο τιμής πάντα στην κληρονόμο
του χρυσού των πετραδιών που είναι στερεό υγρό στραφταλίζοντας αθόρυβα σαν πούδρα
η οποία καλύπτει το δέρμα κάτω από φως. Ετοιμάζω τον εαυτό μου για την παράσταση.
Βλέφαρα με σκιά μάτια με πούλιες γίνονται ορατά οι οριζόντιες
λωρίδες καταρρέουν η μία μέσα στην άλλη σαν τους τοίχους ενός παράξενου κενού.
Μπαίνοντας στον προσωρινό κάτω κόσμο καθημερινά αναγκάζω τον εαυτό μου να δει σαν σε όνειρο
την αναμενόμενη λιτανεία των θεών μου της οποίας προηγούνται παράξενα πουλιά που
λάμπουν με λέπια σαν φωσφορίζοντα ψάρια παρά την ξηρότητα του μέρους.
Αποχρώσεις πορφύρας ξορκίζουν το απόλυτο του σκοταδιού για τα καλά.
Αποφασίζοντας να μείνω ζωντανή βγάζω το τελευταίο από τα ενδύματα εκτός από
μια μεταξωτή κορδέλα κάλυμμα της καρδιάς ανάμεσα σ’ αυτά τα πόδια για να συγκαλύψει καλύτερα
τα παράξενα μουρμουρητά που σημαδεύουν τον χρόνο όπως τον ζωγραφίζει το σταθερό χέρι της αγάπης.
Βουλιάζω και βλέπω τον εαυτό μου σαν τον εαυτό μου αν και ο εαυτός μου είναι τρίτο πρόσωπο
ενικό παραμένω και βουλιάζω βαθύτερο μέσα και πάνω στο πάτωμα της σκηνής λυγίζω
την πλάτη μου υπερβολικά. Υπάρχουν υπηρέτες στους οποίους έχει ανατεθεί το
σκόρπισμα των σπόρων κριθαριού από ψηλά σε έναν κάλυκα το λουλούδι
του πάθους το φύλο μου όπου χήνες εκπαιδευμένες στην επόμενη επιδίωξη αρχίζουν να τσιμπολογούν
τα σπροράκια ένα-ένα με τα ράμφη τους και να τρώνε. Ανασηκώνομαι λιγάκι νιώθω τα
σκαλιά να τυλίγονται γύρω από τα πόδια μου η πλέξη του καλσόν
το σύνορό τους. Ένα ελαφρύ τρέμουλο γίνεται αισθητό καθώς παραδίδω στη μαλακή
και φτερωτή επιφάνεια την πλάτη μου.
Και στο πρωτότυπο:
III. THEODORA FORMING
Source. Let’s speak in terms of The Secret History for all histories are
secret like the rooms where she lay as a child listening to the sounds
of the wounded animal her father rescued from a hole and carried
to safety in his arms as he came down the mountain. Different beings.
Tenderness they were and not made of flesh and blood. Standing on its
hinds the bear roared as Theodora grew hoarse within her tiny bones
expanding the sinews in her throat voice muscularity of voice to serve
divine service of the heart through her other parts the ones still coming
together and being made by invisible hands drawing patterns of sounds
winged birds for arms hers and legs hers. Pliability was always the
crux of the matter there where the rhythms of letters followed one
another and formed speedily and deeply attending effectuating
functioning pushing sound up the walls of her mouth as she slipped on
the ribbons of silken flesh waiting always elastic with patience the blow
came down cutting through her fear until the contortionist was
formed readying the recreation of Theodora true. With her
father’s beasts did she begin performing the shrill song moving toes
up the legs of the men who lascivious fell at her feet walked unwalked
the hours minute-counting the seconds inside the day until now.
Merging we become one Theodora. Byzantium is here constancy
shifting as bodies flow one into the other. Becoming flexible
we curve under pressure and do not break.
IV. DOMINA
Theodora they call me Theodora is my name edged on the tips
of these fingers by little ants entering and exiting the book
of anguish Theodora I am as I enter the sacred precinct appraise
space assess guests multicoloured because they live with Isis whose
name means throne. I speak of ants again because fashioned from gold
and real fur though not prickly they pull away from the focus of my
parentage I who am daughter of Geb and wife of Sky-Heaven remove
my jewels. Tingling pendants come off my forehead as do the stacks
of bangles holding these forearms paying tribute always to the heiress
of gold of gems that are solid liquid glittering noiselessly like powder
covering skin under light. I ready myself for the performance.
Shadowed lids the sequined eyes are made visible the horizontal
slats collapse one into the other like the walls of a strange void.
Entering the temporary underworld daily I force myself to sleep-see
the awaited processional of my gods anteceded by strange birds that
glow with scales like iridescent fish despite the dryness of this place.
Hues of nacre dispel the absoluteness of darkness and for good.
Resolving to be alive I remove the last of these garments but for
a ribbon of silk cover the heart between these legs the better to conceal
the strange murmurs that mark time drawn by the assured hand of love.
I sink down and see myself as myself though I am myself third person
singular I remain and I sink further into and on the stage floor I arch
my back extremely. There are servants to whom it is entrusted the
scattering of grains of barley from above into a calix the passion
flower my sex where geese trained for the purpose next begin to pick
at kernels one by one with their bills and eat. I rise a little feel the
stairs wrap themselves around my legs the mesh of stockings
their constriction. A slight tremor is felt as I surrender to the soft
and feathered surface my back.
BEATRIZ HAUSNER
Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη