Μετάφραση: Λέιρε Μπιλμπάο

Η Λέιρε Μπιλμπάο (Leire Bilbao) γεννήθηκε στην Ονταρόα της Χώρας των Βάσκων στην Ισπανία το 1978. Μετά τα πρώτα της βήματα στον χώρο της περφόρμανς, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2006 με την ποιητική συλλογή Ezkatak. Το 2011 δημοσιεύει τη συλλογή Scanner, το 2018 τη δίγλωσση συλλογή Entre escamas και το 2020 τη συλλογή Etxeco urak («Νερά μάνες» που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τη  Νάνσυ Αγγελή και κυκλοφόρησε το 2022 από τις εκδόσεις Βακχικόν). Πολλά από τα ποιήματά της περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες, ενώ έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες, κι έχουν επίσης μελοποιηθεί στα βασκικά. Παράλληλα, έχει γράψει περισσότερα από 20 βιβλία παιδικής λογοτεχνίας. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία.

Τα ποιήματα που ακολουθούν αποτελούν επιλογή από τα 30 της συλλογής Νερά μάνες. Όπως σημειώνει η Νάνσυ Αγγελή στον πρόλογο στο βιβλίο, τα ποιήματα αυτά «συχνά μοιάζουν σκιρτήματα. Γιατί, η λογοτεχνία οφείλει να πάλλεται».

(1)
Ξαφνικά βρίσκομαι μόνη μες στην πισίνα.
Δικός μου είναι ο χρόνος
αυτής της λεκάνης πυκνής σαν τη μελάνη
που αποτρέπει τον πνιγμό,
μα με εμποδίζει να σταθώ όρθια.
Είμαι μια μηχανή αναπαραγωγής που επιπλέει στο οξείδιο,
μπράτσα, πόδια και νους βαρίδια.
Τρεις απλωτές και μια ρουφηξιά αέρα.
Βυθίζω τη μύτη στον αμνιακό μου σάκο.
Ανοίγω τα μάτια, αισθάνομαι τον ερεθισμό τους,
ο πλακούντας με πληγώνει έτσι όπως το χλώριο με προστατεύει.
Τρεις απλωτές και μια ρουφηξιά αέρα.
Μπαίνω προς τα μέσα.
Είμαι η αιτία αυτής της παλίρροιας και τους κυματισμού
που κουνά το αμφίβιο που περιμένει.
Κοιτάμε ο ένας τον άλλο,
σάρκα από τη σάρκα μου,
φλέβα από τις φλέβες μου,
κληρονόμος των λεπιών μου.
Τρεις απλωτές και μια ρουφηξιά αέρα.
Παύω να σκέφτομαι μέσα από μένα,
με ηρεμεί η αποδοχή
πως αυτή η προέκταση η δική μου δεν είμαι εγώ.
Και μόνο τότε κολυμπώ ελαφρώς πιο ελεύθερη.

 

(2)
Την πρώτη φορά που θήλασα
μια οξιά γεννήθηκε στο στήθος μου
από τα δάχτυλά μου ανάβλυσαν σημύδες
μια δάφνη στην καρδιά μου.
Τώρα ένα δάσος διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου
όπου κυκλοφορούν
ληστές και οδοιπόροι
μουρμουρητά και φόβοι.
Ο κορμός μου ντύνεται με νέα δαχτυλίδια.
Αυτός είναι ο κύκλος μέσα στον οποίο ζω
η επικράτειά μου που με περιστοιχίζει.
Τα κλαριά μου πετούν,
οι ρίζες μου απογειώνονται
για μέρη που δεν φαντάστηκα ποτέ
ο μίσχος μου όμως ξέρει
πως μια μέρα θα κοπώ.
Τεντώνομαι κι αποδεσμεύομαι
κλίνοντας προς τη ζωή
όπως η ιτιά στο χώμα.
Η γέννησή σου το άξιζε το δέντρο.
Δεν το φοβάμαι το τσεκούρι.
Βρέχει πεσμένα φύλλα.

 

(3)
Να στραγγίζεις τις λέξεις
να τις απογυμνώνεις απ’ το εναπομείναν υγρό
να πυορροείς ρητίνη όπως τα δέντρα
να μπαίνεις στην καρδιά ενός πορτοκαλιού, να τρως τη σάρκα του
να παίζεις μια σονάτα στο αρμόνιο
ν’ ακούς τον αναστεναγμό της καρέκλας
αναβλύζει σιωπή η σιωπή
κρύο
κάτω από χειμερινά φορέματα
το στομάχι μου γίνεται φλοιός και κορμός
η ζωή αποκτά ακόμα ένα δαχτυλίδι από ξύλο
τα πουλιά θρηνούν στα δέντρα
αδύνατο να κλείσει η πληγή
να γράφεις όσο μεγαλώνουν τα παιδιά.

 

(4)
Ανοίγω στα δυο τον μπακαλιάρο
για να δω τι πρέπει να καθαρίσω.
Έχει ακόμα το αγκίστρι στο στόμα.
Άρχισα να απολεπίζω
αυτά τα στεγνά δάκρυα από άλας.
Και ξαφνικά εμφανίζονται μες στην κουζίνα
η προγιαγιά μου, η γιαγιά μου και η μητέρα μου
μαυροντυμένες οι δύο πρεσβύτερες
και η μαμά μ’ εκείνο το πράσινο λουλουδάτο φόρεμα
που την κολάκευε στη μέση.
Ποιος να το πίστευε πως θα γινόσουν μάνα δυο παιδιών
αρχίζει λέγοντας η γιαγιά μου
κοιτώντας στα κλεφτά το περιεχόμενο της πιατέλας.
Ξέρεις – της απαντώ – εσύ η ίδια έλεγες
πως τα παιδιά τα κάνεις δίχως να το σκεφτείς.
Τα κάνεις και τα διώχνεις, προσθέτει η προγιαγιά μου.
Ρίχνω λάδι στο ταψί,
αρχίζω να κόβω σκόρδο.
Ο πόλεμος, έδωσε στον παππού σου το ελεύθερο.
Το δώσαμε ο ένας στον άλλο – απαντά.
Η σιωπή έχει μετατραπεί σ’ ακόμη ένα καρύκευμα
ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια.
Γι’ αυτό ήρθατε στην κουζίνα μου;
Μην παραπονιέσαι τόσο,
τουλάχιστον σου κατεβαίνει ακόματο αίμα κάθε μήνα.
Κι ύστερα, δεν είσαι τόσο διαφορετική από εμάς.
Κι έμεινα να παρατηρώ την κουβέντα τους,
την καμπύλη της μύτης τους, τα σβησμένα περιγράμματα.
Κλείνω τα μάτια
και συνεχίζω να ξύνω με το μαχαίρι.
Τα λέπια του δέρματός μου πάνω στον πάγκο της κουζίνας.
Όταν ετοιμάζομαι ν’ ανάψω τον φούρνο
οι τρεις γυναίκες έχουν εξαφανιστεί.
Επιχειρώ να βγάλω το αγκίστρι.
Αιχμηρότατο ερωτηματικό.
Λέιρε Μπιλμπάο

μτφρ.: Νάνσυ Αγγελή

Περισσοτερα αρθρα