Η ADA LIMÓN (γεν. 1976 στην Καλιφόρνια) είναι Αμερικανίδα ποιήτρια, η πρώτη γυναίκα λατινικής καταγωγής που κατέλαβε ποτέ τη θέση της ποιήτριας (Poet Laureate) των ΗΠΑ. Η ανακήρυξή της έγινε στις 12 Ιουλίου 2022 από τη Βιβλιοθηκονόμο του Κογκρέσου. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, μεταξύ αυτών τη συλλογή The Carrying (2018), που κέρδισε το National Book Critics Circle Award for Poetry και τη συλλογή Bright Dead Things (2010) που ήταν υποψήφια για το National Book Award, το National Book Critics Circle Award και το Kingsley Tufts Poetry Award.
Τα ποίηματα που ακολουθούν είναι αποσπάσματα του ομότιτλου ποιήματος της συλλογής της The Hurting Kind (2022), στην οποία πραγματεύεται τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του αλλά και με τη φύση. Η συλλογή είναι μάλιστα χωρισμένη σε τέσσερα μέρη, ένα για κάθε εποχή, και περιλαμβάνει χαρακτηριστικές λέξεις για τη συγκεκριμένη εποχή σε κάθε ποίημα που εντάσσεται σ’ αυτήν, σαν να επρόκειτο για κίγκο σε χαϊκού. Το συγκεκριμένο ποίημα προέρχεται από την ενότητα “Winter” (χειμώνας).
ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΕΙ
1.
Στο αεροπλάνο βλέπω ένα όνειρο άφησα το μισό
κορμί μου στην πίσω βεράντα με τον αγαπημένο μου. Πρέπει να
επιστρέψω να το πάρω, όμως είναι πολύ αργά, πετάω ήδη
και είμαι μόνο μισή.
Πίσω στο Τέξας, τα λουλούδια που άφησα
στον πάγκο (μένω μόνη εκεί κι έτσι τα λουλούδια
είναι κάτι περισσότερο από λουλούδια) μαράθηκαν κι αναποδογύρισαν το γυάλινο ποτήρι.
Στο γραφείο κηδειών με τη μητέρα μου, κρατάμε το κοστούμι του πατέρα της,
κι εκείνη λέει, Θα κολυμπάει μέσα εδώ.
Για μια στιγμή, δεν είμαι σίγουρη τι εννοεί,
μέχρι που συνειδητοποιώ πως εννοεί ότι τα ρούχα είναι πολύ μεγάλα.
Πηγαίνω μαζί της για προστασία σε περίπτωση που προσπαθήσουν να της πουλήσουν
τη γελοία διακοσμημένη τεφροδόχο, το περίτεχνο φέρετρο.
Υπάρχει ένα ωραίο μπάνιο στο γραφείο κηδειών,
και επωφελούμαι της ευκαιρίας ν’ αλλάξω το ταμπόν μου.
Όταν βγαίνω η μητέρα μου με ρωτάει,
Ήταν ώρα ν’ αλλάξεις το ταμπόν σου;
Και μοιάζει, αμέσως, η ζωή χυδαία. Ή όχι
χυδαία, αλλά ούτε και απλή.
Την πηγαίνω τώρα με τ’ αμάξι στο νεκροταφείο όπου συναντάμε
τη Ρόζι, η οποία είναι τόσο καλή που τη θέλουμε να δουλεύει
παντού. Η Ρόζι οδοντίατρός μου. Η Ρόζι πρόεδρός μου.
Φαίνονται τα θραύσματά μου, σκέφτομαι. Αλλά δεν ξέρω τι εννοώ
και διορθώνω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη του οδηγού, ένα πρόσωπο με χιλιάδες
ταφόπλακες πίσω του. Λιλιπούτειες σημαίες, πλαστικά λουλούδια.
Δεν μπορείς να κάνεις σούμα, λέει η μητέρα μου ενώ οδηγώ,
κι η ηλεκτρονική φωνή λέει, Στρίψτε αριστερά στην οδό Γουάιλντγουντ Κάνιον,
οπότε στρίβω αριστερά, χαρούμενη για τις οδηγίες.
Πες μου πού να πάω. Πες μου πώς να φτάσω εκεί.
Εννοεί να κάνεις σούμα τη ζωή, ασφαλώς. Δεν μπορείς.
[…]
4.
Γιατί αποδιώχνουμε έτσι γρήγορα τους προγόνους μας; Προτού τα κινητά μας
κλέψουν το φως από τα πρόσωπά μας, λαμπερό και μπλε στην τηλεοπτική νύχτα,
εκείνοι δούλευαν σε αγροκτήματα κι έσφαζαν και παγίδευαν ζώα και σκούπιζαν σπίτια
και επέστρεφαν ο ένας στον άλλο μετά από ώρες πολλές και διηγούνταν ιστορίες.
Για να είναι «καλός» κάποιος πρέπει να έχει
δει τον κόσμο σε φουλ ταχύτητα; Πρέπει να πιστεύει ό,τι εμείς;
Η γιαγιά μου έχει μια φωτογραφία του προέδρου της στο πάνω συρτάρι
της σιφινιέρας της και κάποτε, που είχε παραισθήσεις, ονειρεύτηκε
ότι αυτός είχε στείλει τον παππού μου κι εκείνη σε ταξίδι στην Ιταλία. Αυτός τα πλήρωσε
όλα, επαναλάμβανε.
Την ίδια νύχτα, κατά τη διακομιδή της στο νοσοκομείο, μιλούσε στον ιατρικό
τεχνικό και του είπε,
Όλα τα εγγόνια μου είναι Μεξικανοί.
Το έλεγε με τόση περηφάνια· το επανέλαβε και σε μένα στο τηλέφωνο.
[…]
6.
Δεν μπορείς να κάνεις σούμα. Μια ζωή.
Το νιώθω να κινείται μέσα μου, εκείνο το φίδι,
το άλογό του η Σκνίπα γεροδεμένο μα τίποτα το ιδιαίτερο,
διασχίζει τα φαράγγια και τα ξεραμένα χόρτα
κυνηγώντας κουνέλια πριν τον πόλεμο.
Η γιαγιά μου μαζεύει ροδάκινα. Κλέβει
τα φρούτα από τους οπωρώνες καθώς
επιστρέφει στο σπίτι. Κανένας δεν είπε ότι είναι δουλειά μου να θυμάμαι.
Δεν κρατούσα σημειώσεις, μολονότι παρατηρούσα ώρα πολλή.
Ο παππούς μου, πριν πεθάνει, θα έλεγε
σε όποιον μπορούσε να τον ακούσει πως υπήρξε ένας συνηθισμένος άνθρωπος,
ότι είχε μια καλή ζωή, απλή, ποτέ δεν μπορούσε
να καταλάβει γιατί να θέλει κάποιος να την
καταγράψει. Θα σου έλεγε χωρίς υπεκφυγές πως δεν ήταν
γενναίος. Κι η γιαγιά μου θα σου έλεγε τώρα αμέσως
πως εκείνος είχε πολλή δουλειά γιατί έπρεπε να ετοιμάσει το σπίτι για κείνη. Την επισκέπτεται τώρα κάθε νύχτα και μάλιστα της σκουπίζει με την ηλεκτρική.
Φαντάζομαι πως έχει δίκιο. Συνεχίζει, την ιστορία τους.
Συναντήθηκαν στην πρώτη τάξη σ’ ένα σχολείο με ένα μόνο δωμάτιο.
Θα μπορούσα να ξεκινήσω την ιστορία τους από κει, αλλά είναι
ατελείωτη και συνεχιζόμενη. Όλα αυτά
είναι μια εικασία. Δεν θα σταματήσω να μιλώ για τέτοιους δεσμούς.
Υπάρχουν αποδείξεις παντού.
Υπάρχει ένα δέντρο πάνω από τον τάφο του τώρα, και σύντομα ο δικός της τάφος εκεί
παρ’ όλο που εκείνη είναι σκληρό καρύδι και λέει, Αν πεθάνω ποτέ,
πράγμα που είναι υπέροχο και ίσως ο λόγος που ζει ακόμη.
Βλέπω το δέντρο πάνω απ’ τον τάφο και σκέφτομαι, Έχω ανοιχτά
τα φύλλα μου. Ανοιχτά τα φύλλα μου.
Η αγάπη τελειώνει. Ή μήπως όχι;
ADA LIMÓN
Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη
Και στο πρωτότυπο:
THE HURTING KIND
1.
On the plane I have a dream I’ve left half my
torso on the back porch with my beloved. I have to go
back for it, but it’s too late. I’m flying
and there’s only half of me.
Back in Texas, the flowers I’ve left on
the counter (I stay alone there so the flowers
are more than flowers) have wilted and knocked over the glass.
At the funeral parlor with my mother, we are holding her father’s suit,
and she says, He’ll swim in these.
For a moment, I’m not sure what she means,
until I realize she means the clothes are too big.
I go with her like a shield in case they try to upsell her
the ridiculously ornate urn, the elaborate body box.
It is a nice bathroom in the funeral parlor,
so I take the opportunity to change my tampon.
When I come out my mother says,
Did you have to change your tampon?
And it seems, all at once, a vulgar life. Or not
vulgar, but not simple, either.
I’m driving her now to Hillside Cemetery where we meet
with Rosie, who is so nice we want her to work
everywhere. Rosie as my dentist. Rosie as my president.
My shards are showing, I think. But I do not know what I mean
so I fix my face in the rearview, a face with thousands
of headstones behind it. Minuscule flags, plastic flowers.
You can’t sum it up, my mother says as we are driving,
and the electronic voice says, Turn left onto Wildwood Canyon Road,
so I turn left, happy for the instructions.
Tell me where to go. Tell me how to get there.
She means a life, of course. You cannot sum it up.
[…]
4.
Why do we quickly dismiss our ancient ones? Before our phones
stole the light of our faces, shiny and blue in the televised night,
they worked farms and butchered and trapped animals and swept houses
and returned to each other after long hours and told stories.
In order for someone to be “good” do they have to have
seen the full-tilt world? Must they believe what we believe?
My grandmother keeps a picture of her president in the top drawer
of her dresser, and once, when she was delusional, she dreamt
he had sent my grandfather and her on a trip to Italy. He paid for it all,
she kept repeating.
That same night, on her ride to the hospital, she talks to the medical
technician and says,
All my grandchildren are Mexican.
She says so proudly; she repeats it to me on the phone.
[…]
6.
You can’t sum it up. A life.
I feel it moving through me, that snake,
his horse Midge sturdy and nothing special,
traveling the canyons and the tumbleweeds
hunting for rabbits before the war.
My grandmother picking peaches. Stealing
the fruit from the orchards as she walked
home. No one said it was my job to remember.
I took no notes, though I’ve stared too long.
My grandfather, before he died, would have told
anyone that could listen that he was ordinary,
that his life was a good one, simple, he could never
understand why anyone would want to write
it down. He would tell you straight up he wasn’t
brave. And my grandmother would tell you right now
that he is busy getting the house ready for her. Visiting now
each night and even doing the vacuuming.
I imagine she’s right. It goes on and on, their story.
They met in first grade in a one-room schoolhouse,
I could have started their story there, but it
is endless and ongoing. All of this
is a conjuring. I will not stop this reporting of attachments.
There is evidence everywhere.
There’s a tree over his grave now, and soon her grave too
though she is tough and says, If I ever die,
which is marvelous and maybe why she’s still alive.
I see the tree above the grave and think, I’m wearing
my heart on my leaves. My heart on my leaves.
Love ends. But what if it doesn’t?
ADA LIMÓN