Ο Αλίαζ Κοπριβνίκαρ (Aljaž Koprivnikar, 1987) είναι Σλοβένος ποιητής και κριτικός λογοεχνίας. Εξασκεί συχνά τη «μοναχικότητα του Ρίλκε» και λατρεύει τη σλοβενική γραμματική. Ο ήχος των πλήκτρων στο πληκτρολόγιο είναι ο αγαπημένος του και έχει εθισμό στη μυρωδιά των φρεσκοτυπωμένων βιβλίων. Ζει μεταξύ Πράγας, Λιουμπλιάνας και Βερολίνου. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τα ποιήματα που παρατίθενται εδώ προέρχονται από το βιβλίο Ανατομία (εκδόσεις Βακχικόν, 2019) και είναι σε μετάφραση Αγγελικής Δημουλή.
Ι.
η μέρα είναι σιωπηλή εύθραυστη σαν ένα τσόφλι αυγού
τα δέντρα έξω σπάζουνε
ενώ το φως διαθλάται
αργά πίσω
από συμμετρικές γωνίες
του κόσμου
τα φύλλα πέφτουν και η κορυφή
κρέμεται κάτω από τα δάχτυλά του
ως το λευκό χώμα του εδάφους
από την πρωινή ομίχλη
και το πρωί
να συνεχίζεται
όλη μέρα
και μετά τα μεσάνυχτα
να διαρκεί
και όλα
ως το τελευταίο δέντρο
στέγες και φώτα στα παράθυρα
κάποιος (εκεί) κοιτάζει την καταιγίδα
και μικροσκοπικές χιονονιφάδες ίπτανται υποκλινόμενες
στον άνεμο
κάποιος (από εκεί) παρατηρεί πώς το νερό
της βροχής πενθεί σαν χήρα μετά το χιόνι
και μετράει τ’ αστέρια στο δάσος της νύχτας
και οι σκέψεις του και τα δευτερόλεπτα
λευκά από στιγμές
εύθρυπτες σιτγμές
όταν κάποιος αναπνέει για εκείνον
ΙΙ.
το χιόνι λιώνει στα χέρια μου
γίνεται σταγόνες και ρέει
από το μηδέν στο τίποτα των αρθρώσεών μου
7 δισεκατομμύρια 8 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο
ρέουν μέσα από τα χέρια μου
το χιόνι λιώνει γύρω μου
οι κρύσταλλοι πτυχώνουν
γίνεται η θάλασσα που σιγά-σιγά σβήνει
στις αποχετεύσεις της πόλης σαν ένα μικρό παιδί
που χάνει τους γονείς του στον κόσμο και
δεν ξέρει πού – σε αποχετεύσεις στο υπόγειο
πατάω δάχτυλα μαζί το νερό ρέει
και ρέει
ρέει
το παρελθόν
χτυπά τις
ροές
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΑΛΜΥΡΑΣ
μέσα από παγωμένους ουρανούς
μέσα από κυανά φτερά
μέσα από του φεγγαριού τη λιμνούλα
ο βρυχηθμός της θάλασσας
αντηχεί πάνω από πένθιμα μάτια
η θάλασσα που δεν θα ξαναλάμψει ποτέ
σταγονίτσες από κατασκευασμένες ψιχάλες
υφαίνουν ένα αλμυρό σάβανο
της ταπεινής θάλασσας
πληγωμένα χνάρια
ανθρώπινης παλάμης
αύριο ήδη πτώματα
ένα χέρι από μέλλον
κι ένα άλλο από νοσταλγία
ανταλλαγμένα με θαλάσσια βράχια
όχι άγια
το νερό ανοίγει τις πύλες του
σαν μικρό σιωπηλό νεκροταφείο
οι νεκροί έγιναν όστρακα
η θάλασσα γλύφει τα κύματα
και γεννάει έναν ακόρεστο τάφο
αο’ την άλλη πλευρά του κόσμου η στεριά
μέσα από τις σκιές του λευκού αέρα
να κυματίζει ευγενείς λέξεις
arbeit macht frei
να ανασταίνει από τα έγκατα
τους νεκρούς
ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΝΑ ΑΠΑΓΧΟΝΙΖΕΤΑΙ
Ένα πρωί
άνοιξα τα μέιλ μου και σε βρήκα
με υγρή γλώσσα έγλειψα την άκρη του
σώματός σου που είχε γεύση αλατιού και έκοψα
τη γλώσσα μου ενώ έγλειφα τις άκρες του χαρτιού.
Σου άφησα ένα σημείωμα:
Ένα πρωί
πρέπει να γράψω γρήγορα,
το σκοτάδι έρχεται.
Σε ξέχασα
όπως ξεχνάμε τα όνειρα.
Αλίαζ Κοπριβνίκαρ
Μτφρ.: Αγγελική Δημουλή