Την τοιχογραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδιαίτερα των δεκαετιών του ’50 και ’60 σκιαγραφεί η Εύα Μαθιουδάκη στο μυθιστόρημά της Μέρες της Κηφισιάς (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021). Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε αστικό πλαίσιο, εμπεριέχει κοινωνικό προβληματισμό και ιδεολογική φόρτιση.
Στις Μέρες της Κηφισιάς η Εύα Μαθιουδάκη με επίκεντρο τον τόπο και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τριτοπρόσωπου αφηγητή, διαμορφώνει μια πολυεπίπεδη αφήγηση με χρονικές ανακολουθίες και αλλαγές στην οπτική εξιστόρηση που αντικατοπτρίζουν την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά και τη μετάβαση της ελληνικής πραγματικότητας από την παραδοσιακή εποχή στη βιομηχανική. Τελικός απόηχος, η αντιπαροχή και η μεζονέτα.
Πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα είναι η Ισμήνη, μια νεαρή και όμορφη γυναίκα που μεγαλώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Κηφισιά, στο μικρό σπίτι του κήπου που παραχωρεί ο βιομήχανος Σωτηριάδης στους εργάτες γονείς της, Παναγή και Ουρανία. Στον περίγυρο της λαμπερής εκλεκτικιστικής έπαυλης του Σωτηριάδη, αναβιώνει η ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων, φτωχών κατοίκων της περιοχής και της περιφέρειας, αλλά και η άνοδος της μεσαίας τάξης.
[…] Κι έτσι μπλέχτηκαν οι ζωές τους και έζησαν σαράντα χρόνια μαζί και χωριστά στο ίδιο κτήμα, στην ίδια γη. Και βρέθηκε το προσφυγόπουλο, ο Παναγής, από εργάτης, περιβολάρης κι αργότερα επιστάτης και μπιστικός του Σωτηριάδη. Εκεί παντρεύτηκε, εκεί μεγάλωσε την κόρη του, εκεί έθαψε τη γυναίκα του, μαζί και χώρια. Βίοι παράλληλοι στη δίνη της ζωής και του πολέμου, ήρωες και θεατές του ίδιου έργου. […] (σελ. 91)
Η Ισμήνη παίζει με τη Βιργινία και τον Σπυρίδωνα, τα πλουσιόπαιδα του Σωτηριάδη. Όμως ζουν σε κόσμους διαφορετικούς, οριοθετημένους από τη μεγάλη ταξική και κοινωνική αντίθεση.
[…] Δύο σπίτια σε ένα κτήμα. Δύο σπίτια και δύο κόσμοι. Αυτοί στη σκιά, αόρατοι, οι άλλοι στο φως. Κι έπρεπε ν’ ακούει τους μεγάλους, όπως την συμβούλευε η Ουρανία, η μάνα της, και να κάθεται ήσυχη, να μην ενοχλεί κανέναν. Να υπάρχει για τους άλλους μόνον αν το ζητούσαν, αυτός ήταν ο ρόλος τους κι έπρεπε να τον χωνέψει καλά. Αλλά κάποια στιγμή ήρθε η ώρα και βγήκε κι αυτή η Ισμήνη έξω από το μισοσκόταδο. […] (σελ. 107)
Με βάση βιωμένες εμπειρίες κατοίκων της Κηφισιάς, αλλά και ιστορικές πηγές, η Εύα Μαθιουδάκη δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα για τη ζωή στην εποχή και τον τόπο. Η γραφή της είναι συμβολιστική και λυρική, με ενσωμάτωση προφορικού λόγου στη γλώσσα, παρηχήσεις, ρυθμό, μουσικότητα.
Ο αστικός ρεαλισμός στο έργο Μέρες της Κηφισιάς πηγάζει από συγγραφέα με αστική παιδεία και εξοικείωση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η κινηματογραφική ανάπλαση της εσωτερικότητας των ανθρώπων και των τοπίων αποτυπώνει την ελληνική ταυτότητα. Η παλιά ειδυλλιακή εικόνα της Κηφισιάς με τα περιβόλια και τις τριανταφυλλιές της Πόλης που μπολιάζει και καλλιεργεί ο Παναγής, παίρνει διαστάσεις παιδικού ονείρου. Οι ιμπρεσιονιστικές περιγραφές αξιοποιούν όλες τις αισθήσεις. Στηρίζονται σε χρώματα, ήχους, μυρωδιές.
Στο νοσταλγικό περιβάλλον της Κηφισιάς μετέχουν ντόπιοι κάτοικοι με τις ασχολίες και τα ήθη τους. Διαφαίνεται η κοινωνική αξία της χειροναξίας. Χρυσοχέρες γυναίκες κεντούν και μεταποιούν ρούχα και κάλτσες, ράβουν παιδικά παιχνίδια. Αναδεικνύεται όμως και η ταξική και ανδροκρατική κοινωνία, με τον θεσμό της προίκας, τη σημασία της παρθενίας, τον γάμο ως αυτοσκοπό για τη γυναίκα.
Από τις σελίδες του μυθιστορήματος διέρχεται ο Εμπειρίκος, αλλά και ο Γονατάς, κάτοικος της περιοχής. Αναβιώνουν οι κοσμικές στήλες, οι ορχήστρες, οι χοροί, οι θεατρικές παραστάσεις, τα αναγνώσματα της εποχής, οι ξενόφερτες ή άλλες συνήθειες της αστικής τάξης (κρίκετ, τένις), οι συναντήσεις των ερωτευμένων στα ζαχαροπλαστεία, η αισθητική του μπουμπουκιού στο πέτο, η λειτουργία των σχολείων της Κατοχής.
Οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται με εκείνες των ηρώων του Ντίκενς. Εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση θα επιφέρουν πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, σταδιακή επένδυση στη μόρφωση, οικονομική ανεξαρτησία των εργαζομένων στα εργοστάσια γυναικών, χειραφέτηση. Το ηλεκτροκίνητο τρένο θα μετατρέψει την Κηφισιά σε μόνιμο τόπο διαμονής.
[…] Και οι ημέρες μεγάλωναν και μίκραιναν κι ο χρόνος έτρεχε, κι εκεί κατά τον Μάρτη, προτού καν το καλοσκεφτούν, ήταν πάλι καλοκαίρι, φθινόπωρο και πάλι άνοιξη και ούτε εκείνη την επίσκεψη δεν κατάφερνε να κάνει στη Βιργινία που όλο την προσκαλούσε σε τσάγια και δείπνα κι όλο της γκρίνιαζε ότι την εγκατέλειψε μόνη στην έρημη βίλα, με το παράπονο ότι όλοι την εγκατέλειψαν. Αυτή η όμορφη και κοσμική κόρη των Σωτηριάδηδων να προσπαθεί να γεμίσει τις ημέρες της ψάχνοντας για γαμπρό, μόνη με τον γηραιό πατέρα και την πίκρα της μάνας της, για τον ξενιτεμένο αδελφό. Η βίλα που τον σκοτεινό της όγκο έβλεπε η Ισμήνη μέσα απ’ το παράθυρο της κουζίνας τους πλένοντας τα τελευταία πιάτα της ημέρας. Μέρος του κτήματος των Σωτηριάδηδων κι εκείνοι. […] (σελ. 34)
Το αφηγηματικό αποτέλεσμα της Εύας Μαθιουδάκη στις Μέρες της Κηφισιάς ξεφεύγει από τη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας. Είναι λυρικό και παραπέμπει στο καλό αστικό μυθιστόρημα της γενιάς του ’30, με χαρακτήρες όχι σχηματικούς, αλλά ολοκληρωμένους, ανθρώπινους, που διαθέτουν πλούσια και παλλόμενη εσωτερική ζωή. Οι εικόνες με το μαγέρικο, το γιαουρτάδικο, το μοδιστράδικο και άλλα μοτίβα της εποχής, θυμίζουν πίνακες του ζωγράφου Γιώργου Παραλή.
[…] «Θα πάρετε τσάι ή προτιμάτε κάποιο λικέρ, στρατηγέ μου;» ρώτησε η Φλώρα Σωτηριάδου τον απόστρατο στρατιωτικό και παιδικό φίλο του συζύγου της.
«Η περίσταση σήμερον θα επέτρεπε ένα λικέρ. Τι λέγεις κι εσύ, αγαπητέ μου Θράσo; Τα μάθατε βεβαίως τα νέα, ο Βασιλεύς όρκισε με συνοπτικάς διαδικασίας πρωθυπουργόν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, παρακάμπτοντας την επιθυμία του Παπάγου που όριζε ως αρχηγό του Συναγερμού τον Στέφανον Στεφανόπουλο».
«Λέγεται ότι ο τέως Υπουργός Δημοσίων Έργων έχει εξαιρετικάς σχέσεις με την Βασίλισσαν και ότι είναι επιλογή αυτής της ιδίας» συμπλήρωσε ο Θράσος ακουμπώντας λίγο αδέξια το φλιτζάνι του τσαγιού στο πιατάκι, λόγω προφανούς αδυναμίας […]
«H Αμαλία θα είναι επάξια σύζυγος πρωθυπουργού, επιτέλους μια κομψή και φινετσάτη παρουσία στον δημόσιο βίο» συμπλήρωσε η Φλώρα Σωτηριάδου.
«Ναι, πραγματικά κομψότατη, μαμά» είπε η Βιργινία. «Ο Givenchy της ράβει τα ταγιέρ και τα καπέ». […] (σελ. 112-113)
Η Εύα Μαθιουδάκη στο μυθιστόρημα Μέρες της Κηφισιάς, με σεβασμό στις παραδόσεις του αστικού κέντρου, συνθέτει μια πανοραμική ατμόσφαιρα εποχής, έναν φαντασμαγορικό πίνακα της γοητείας της Κηφισιάς, με την καρδιά, τη φύση, τα ήθη, τα πάθη, την ιστορία, τον θεωρητικό και πολιτικό της προβληματισμό.
Λίλια Τσούβα