Το νέο βιβλίο της Λίλιας Τσούβα, “Το Τραγούδι των Ινουίτ”, είναι ένα σύντομο, περιεκτικό και έντεχνο έργο, που συμπηγνύει 16 διηγήματα σε μια ενιαία θεώρηση. Και στο βιβλίο αυτό φαίνονται τα ακριβά εφόδια της πνευματικής σκευής της συγγραφέως, η καλλιτεχνική φύση και η εντυπωσιακή ευρυμάθειά της.
Εννοιολογικά, από το πρώτο ήδη διήγημα τη γκέισα Μάικο, η Λίλια Τσούβα (Λ.Τ.) δηλώνει τις προτιμήσεις της στο συμβολικό και την αγάπη της στους χαμένους χρόνους, τις παραδόσεις, το μυστικό και το υπέρλογο. Υλικό της οι μύθοι, οι πολιτισμοί, οι δημιουργοί και οι ιδιομορφίες των ξένων και μακρινών χωρών.
Οι πόλεις, τόποι-σκηνικά των αφηγήσεων, ατέλειωτες και ενδιαφέρουσες. Μια έντονη ταξιδιωτική μετακίνηση οδηγεί τον αναγνώστη σε μέρη γνωστά ή άγνωστα, με παράξενα ονόματα κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες. Σαν Φρανσίσκο – Νέα Υόρκη, Τολέδο, Ντελφτ στην Ολλανδία, Κοΐμπρα στην Πορτογαλία πανέμορφη και λόγια – μια από τις επίγειες κιβωτούς του πνεύματος, Βενετία, Δουβλίνο, Γάνδη του Βελγίου, Χαμελίν (Hameln), νησιά και ατόλες του Ειρηνικού, σαν το Κιριμπάτι, που παρά το ήσυχο όνομά του έγινε θέατρο των πυρηνικών, και στον Αμαζόνιο. Το Τραγούδι των Ινουίτ, τελευταίο διήγημα στο βιβλίο, μας αποβιβάζει στον Αρκτικό κύκλο, κλείνοντας την υπέροχη διαδρομή στον κόσμο, αφήνοντας την εντύπωση μιας περιοδείας στις συνοικίες και στα στενά μιας ενωμένης παγκόσμιας χώρας στο χωρόχρονο.
Αρκετά διηγήματα τα περιτριγυρίζει με την ομίχλη του ο θάνατος, ανίκητος, παντοκράτωρ και τρομακτικός, αυτός το τέλος-όριο του φυσικού κόσμου και απαρχή των εναγώνιων υπαρξιακών προσεγγίσεων. Στη συνέχεια, ωστόσο, οι νεκροί «ξαναζούν» και συμμετέχουν με τα έθη τους στη ροή του βιβλίου, με έναν διευρυμένο ανιμισμό, που επιτρέπει στους νεκρούς, στα άψυχα αντικείμενα και στον κόσμο των πνευμάτων να ζωντανεύουν.
Ξέρουμε πως οι μύθοι ενισχύουν και γλυκαίνουν την πραγματικότητα, ακόμα κι όταν περιγράφουν την εξαφάνιση μικρών παιδιών όπως από την Χαμελίν της Γερμανίας στην Τρανσυλβανία, στο διήγημα Ο Γητευτής, στηριγμένο σε μύθο των αδερφών Γκριμ. Η πανδαμάτειρα πένα της Λίλιας Τσούβα “επαναφέρει” τα μεγέθη της λύπης στην παραμυθική τους διάσταση.
Η αφήγηση κρυπτο-ποιητική, σαν χαϊκού του φθινόπωρου. Έτσι μεταφερόμαστε στην ενδοχώρα της Ποίησης και αγγίζουμε την έντονη λυρικότητα της συγγραφέως. Μια ιδιαίτερη ικανότητά της είναι η λεκτική οπτική της, που μεταφράζει σε σκέψεις τις εικόνες. Γραφή βραχεία συνολικά και ανά διήγημα, λακωνική, με τρυφερότητα. Έντονες στις ιστορίες οι γεύσεις νουάρ και η διαπάλη του καλού με το κακό. Η πλοκή σε κάθε διήγημα είναι παντελώς απρόβλεπτη και πρωτότυπη. Ένα αχνό δίπολο, μόνο, διαφαίνεται τεχνικά, όπου το πρώτο μέρος του διηγήματος δείχνει «αθώο» και περιγραφικό, (ποτάμια, ωκεανοί κ.ά.), ενώ το δεύτερο μέρος ανάγεται σε κάτι συμβολικό που σχετίζεται με την Τέχνη, τη λογοτεχνία και τις ευρύτερες πολιτισμικές συντεταγμένες.
Η ροή αφήγησης της Λ.Τ. μοιάζει να ολοκληρώνει γραμμικά ένα πίνακα με χρώματα, σχήματα και ομάδες λέξεων. Η τελική σύνθεση της πολύχρωμης ζωγραφιάς αυτής είναι “Το Τραγούδι των Ινουίτ”. Όλα τόσο απλά και ομαλά στην αφήγηση, σαν το ανεπαίσθητο θρόισμα των πανύψηλων παλιών πύργων που περιγράφει η Λ.Τ. Η συγγραφέας χειρίζεται το παραμυθικό υλικό της με μεγάλη ευχέρεια, πλέκει μύθους μεταξύ τους, εμπλέκει τον αναγνώστη σ’ αυτό το παιγνίδι κι έτσι ζωντανεύει το παρελθόν. Αποδέχεται τις δοξασίες των ντόπιων, με σεβασμό στις τοπικές κουλτούρες, π.χ. για τα τρία παιδιά που «είδαν» την Παναγία της Φάτιμα το 1917. Όλα είναι επιτρεπτά και αναλλοίωτα, άλλωστε, στους μύθους των λαών.
Η Λίλια Τσούβα κινείται στο χώρο και στο χρόνο και “συνομιλεί”, διακειμενικά με ομότεχνους συγγραφείς διαφόρων εποχών ή διαθεματικά με ζωγράφους, κυρίως Ολλανδούς και Φλαμανδούς, που δίνουν έμφαση στη ζωγραφιά – εικονιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής. Η αγάπη της για τη ζωγραφική είναι ευδιάκριτη, ήδη από το εξώφυλλο του Πωλ Γκωγκέν αλλά και από τα διηγήματα, σαν το «Οι Σειρήνες» με την αναφορά στη “Λατρεία του Μυστικού Αμνού“, των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν βαν Άικ.
Η μεταφυσική στο βιβλίο “Το Τραγούδι των Ινουίτ”, περιορίζοντας τον ρεαλισμό προσφέρει χώρο στο καλλιτεχνικό, το ονειρικό και τη φαντασία. Με συναισθηματική ωριμότητα και εκφραστική δεινότητα η Λίλια Τσούβα περιγράφει το αλλόκοτο, το ασυνήθιστο, το εξώκοσμο και τον ανιμιστικό χαρακτήρα των πραγμάτων, που υιοθετούν ορισμένοι πολιτισμοί. Συνολικά πρόκειται για μια οξυδερκή ματιά στο ασυνήθιστο και το διαφορετικό. Βιβλίο ευφυές, με σκηνικά απρόβλεπτα, διάσπαρτα, φορτισμένα, ιδιόμορφα, ευρηματικής επιλογής. Πολλά τα δάνεια της Τέχνης εδώ, που καταφέρνουν να μας εξοικειώσουν με τα ήθη και τη ζωή μακρινών λαών. Η γραφή μοντέρνα, βραχεία αφήγηση, λακωνική, με τρυφερότητα και χιούμορ. Η Φύση περιγράφεται πάντα στην εναλλαγή των εποχών, μια αστείρευτη δεξαμενή έμπνευσης. Βιβλίο ιδιόμορφο, που υμνεί την ποικιλία, την εμπειρία και την Παράδοση, την ομορφιά, το παράδοξο, τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, την ανάδειξη του ασήμαντου και της Τέχνης.
Οι οικολογικές απόψεις εισάγονται διακριτικά στο κείμενο, είτε σαν καταστροφές είτε σαν διαρκής υποβάθμιση ποιότητας, με αναφορά στον Αμαζόνιο αλλά και στις ατόλες που εξαφανίζονται στον Ειρηνικό. Η Λ.Τ. επικρίνει με το δικό της τρόπο την αλλοτρίωση των ανθρώπινων συμπεριφορών, την αποστέωση της αίσθησης και την υποκατάσταση της ανθρώπινης επαφής από «ασώματες» συνομιλίες ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Η πολυμάθεια της συγγραφέως μας οδηγεί από τον μικρόκοσμο στο μεγαλείο του σύμπαντος, ψάχνοντας το Οικουμενικό, επειδή αυτό μας ορίζει, αυτό μας ενώνει, αυτό μας περιέχει. Το βιβλίο “To τραγούδι των Ινουίτ” είναι ένα ταξίδι ρεαλισμού και φαντασίας. Η ματιά της συγγραφέως απλώνεται στον Κόσμο, σα να περπατά στις πλατείες και στις λεωφόρους των πόλεων της Γης, συναντώντας επώνυμους άλλων εποχών και κτίρια αιώνων στη νιότη τους.
Καθώς στον Αρκτικό αχνοσβήνει ο αίνος των λαρυγγισμών της Ολίβιας και της Έμμας, σε ένα ακουστικό κατάτζιακ, “Το Τραγούδι των Ινουίτ” της Λίλιας Τσούβα δείχνει με τη διακριτή του πρωτοτυπία, πως ευτυχώς οι δρόμοι του φωτός δεν είναι ποτέ μόνον ένας.
Νίκος Τακόλας, συγγραφέας