Με σκληρό ρεαλισμό και δωρική λιτότητα (για το “ΣΚΠ” της Χριστίνας Λιναρδάκη)
Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Το άσπρο σκίζεται από την αιχμή του μαύρου στο εξώφυλλο του βιβλίου. Έτσι ξαφνικά και το δυσοίωνο εισβάλλει στη ζωή της ποιήτριας:

Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο

κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος

Έτσι άρχισαν όλα

Αφηγηματική η ποίηση του βιβλίου. Είναι η ιστορία μιας ασθένειας, με τις επενέργειές της στο υποκείμενο, δοσμένα με λυρικό τρόπο.

Κατά αυτή την έννοια έχει συμπαγή, καθορισμένο και πρωτότυπο θεματολογικό πυρήνα, όπως και τραγικό, καθώς η ύπαρξη αυτής της ασθένειας καθορίζει με απόλυτο τρόπο τη ζωή του υποκειμένου. Τα ποιήματα συνδέονται μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώτη ύλη για ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα, όμως εδώ ακολουθούν τη λιτότητα της ποιήσεως, καθώς αυτή είναι η αφηγηματική επιλογή της συγγραφέως.

Ρεαλιστικά σκληρή, με ειλικρινή αμεσότητα και καθάρια απλότητα είναι η συλλογή της Λιναρδάκη. Αντιγράφω σκόρπιους στίχους για να μεταδώσω το κλίμα και το σκεπτικό της: «Να μην έχεις καθόλου αφή» (σ.15), «Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ.16), «σπασμένο είδωλο» (σ.17), «Ένας επαναλαμβανόμενος αλγόριθμος/ […]/ τι άλλο μπορείς» (σ.19), «Ένας νεαρός/ περπατά με πι/ […]/ είναι μόλις δεκαέξι» (σ.20), «νάρκες έτοιμες να εκραγούν/ ανά πάσα στιγμή/ οι απομυελινωτικές εστίες» (σ.22), «Αυτή ήταν η πρώτη φορά» (σ.24), «Τρύπες στο σώμα» (σ.26), «Μπλε και πράσινες πεταλούδες/ […]/ που προορίζονται για ορούς» (σ.28), «πολυπόθητη κανονικότητα» (σ.29), «Το σώμα μου είναι/ ένα κουτί/ που μέσα του ζω/ φυλακισμένη» (σ.30), «κι η μάνα στο φέρετρο/ μια άγνωστη» (σ.45), «Δεν ξέρω/ αν η μαμά μου τάφηκε/ στην κηδεία της/ ή μετά/ στο σπίτι» (σ.46), «Οι ουρανοί, σαν χλωμιάσουν/ δύσκολα ξαναγίνονται μπλε» (σ.48), «όλα θα ξαναγίνουν εντάξει/ θα είμαστε ασφαλείς» (σ.50).

Τι θα αισθανθείτε αν ξαφνικά ανακαλύψετε ότι το ένα βλέφαρό σας είναι πεσμένο (σ.13), ή ότι το ένα σας πόδι δεν λειτουργεί (σ.14), ή ότι χάνετε την αφή από το στήθος και κάτω (σ.15), ή άλλα αναπάντεχα και ανεξήγητα συμπτώματα; Αν ο κόσμος σας αλλάζει σταδιακά από μια σοβαρή νόσο, χάνοντας αυτό που πολλές φορές το θεωρούμε δεδομένο, αλλά δεν είναι: την υγεία μας; Ψυχολογικό θα χαρακτήριζα το υπόβαθρο της συλλογής, καθώς περνάει διαμέσου της παρατήρησης στην ψυχολογία, και ξυπνά τους φόβους και τις ανασφάλειες. Αποφεύγει όμως να γίνεται λυγμική και εμμένει στο σκληρό ρεαλισμό, διαμέσου της άμεσης περιγραφής των γεγονότων και όχι των συναισθημάτων, τα οποία έρχονται από μόνα τους ως απόρροια αυτών. Αποδίδει αυτά που θέλει με δωρική λιτότητα, σε σχετικά σύντομα περιεκτικά ποιήματα. Σχήματα λόγου και περίτεχνες λεπτομέρειες αποφεύγονται. Τα καθέκαστα είναι από μόνα τους αφοπλιστικά.

Στην τελευταία ενότητα «Πληγές», το ποιητικό υποκείμενο αρχικά πραγματεύεται τον χαμό της μάνας του, όταν ήταν εννέα χρονών (σ.45). Ο υπαινιγμός που υπάρχει, ότι οι πληγές της παιδικής ηλικίας και των αργότερα παρεπόμενων συσσωρεύτηκαν μια ολόκληρη ζωή, ώστε την έκαναν επιρρεπή στην ΣΚΠ, όπως αυτός εκφράζεται στο απόσπασμα του Gabor Mate, το οποίο παραθέτει στην αρχή της ενότητας, είναι αυτός που τη συνδέει θεματικά με το υπόλοιπο της συλλογής, με οργανικό και ουσιαστικό τρόπο. Και τελικά, ο πόνος του χωρισμού από τον σύντροφο του ποιητικού υποκειμένου έρχεται να επισφραγίσει τον παρατεταμένο πόνο της ασθένειας και τη λυρικότητα της συλλογής. Τα ποιήματα γίνονται πιο αλληγορικά, πυροβολισμοί χωρίς αιτία (σ.53), «σκοτεινά πρόσωπα» (σ.52), απεικονίσεις ερειπίων σε μουσεία (σ.54) και άλλα. Ο τρόπος προσέγγισης της ποιήτριας μάς δείχνει ότι οι ψυχικές αυτές πληγές είναι δύσκολο να αγγιχτούν άμεσα και να εκφραστούν ευθέως, ίσως γιατί είναι ακόμα νωπές. Είναι αναγνωρίσιμες αλλά όχι απτές.

Μια επί πλέον τεχνοτροπική παρατήρηση είναι ότι συχνά ο καταληκτικός στίχος αποσπάται σχηματίζοντας μια αυτόνομη στροφή, εντείνοντας έτσι την ένταση, με την οποία είναι έτσι και αλλιώς φορτισμένο το ποίημα: «Έτσι άρχισαν όλα» (σ.13), «Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα» (σ.16), «Το απόλυτο κενό» (σ.55).

Το βιβλίο είναι ένα χρονικό της ασθένειας που λέγεται σκλήρυνση κατά πλάκας, με όλες τις συνιστώσες της.

 

Περισσοτερα αρθρα